Η αμερικανική αποχώρηση από το Αφγανιστάν, με τον τρόπο μάλιστα που αυτή εκτελέσθηκε, αποτελεί αναμφίβολα ένα σημείο καμπής. Προϊδεάζει για νέες διεθνείς ισορροπίες και θέτει, στον βαθμό ιδίως που επρόκειτο για εγχείρημα που είχε αναληφθεί συλλογικά από τους συμμάχους του ΝΑΤΟ και σε συνδυασμό με την εξαγγελία της σύμπραξης AUKUS, εκ νέου το ερώτημα της φυσιογνωμίας και συνοχής του δυτικού στρατοπέδου.
Αυτό ακριβώς υπήρξε το αντικείμενο των δύο στρογγυλών τραπεζιών υπό τον τίτλο "Η Ανασυγκρότηση της Δύσης” που περιέλαβε το πρόγραμμα της δεύτερης μέρας των εργασιών της πέμπτης ετήσιας συνάντησης "Η Ελλάδα Μετά” που διοργάνωσε ο "Κύκλος Ιδεών” υπό τον Ευάγγελο Βενιζέλο, με τη χορηγία της Διεύθυνσης Δημόσιας Διπλωματίας του ΝΑΤΟ.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο καθηγητής διεθνών σχέσεων και βουλευτής της ΝΔ Δημήτρης Καιρίδης (που χαρακτήρισε διοργανώσεις αυτού του τύπου ως συνάντηση της ελληνικής σκέψης με την παγκόσμια διανόηση), μετά την Καμπούλ και την AUKUS θεωρούν πολλοί ότι βρισκόμαστε σε μια "θουκυδίδεια στιγμή” όπου οι φόβοι της καθιερωμένης δύναμης για την αναδυόμενη πολλαπλασιάζουν τα ρίσκα. Κατά τον κ. Καιρίδη, οι απλουστεύσεις της ρεαλιστικής σχολής υποτιμούν τη σημασία του υποκειμενικού στοιχείου, εν προκειμένω του φόβου. Πάντως παρά τα αντικειμενικά στοιχεία ανόδου της Κίνας η δύναμή της υπερτιμάται. Αντιθέτως, μεγαλύτερο πρόβλημα συνιστά η εσωτερική υπονόμευση της Δύσης, με τη φθορά της φιλελεύθερης Δημοκρατίας που πλέον έχει αναδειχθεί στην ανατολική Ευρώπη και καθιστά σημείο αιχμής ειδικά το ΕΛΚ, όπου υφίσταται διαπάλη παραδοσιακών φιλελεύθερων και "ανατολικών νεοδεξιών”.
Στο κέντρο του προβλήματος σε ό,τι αφορά την Ευρώπη βρίσκεται η "γεωστρατηγική αμεριμνησία” της, επικεντρωμένη στη Γερμανία ως ισχυρότερη χώρα, σε μία στιγμή κατά την οποία η συνθετότητα των προκλήσεων αναδεικνύεται λ.χ. από την ενεργειακή κρίση, η οποία συνδυάζει οικονομικά με γεωστρατηγικά στοιχεία και αντιφάσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής όπως η ενεργειακή μετάβαση.
Σύμφωνα με τον καθηγητή και πρόεδρο του ΕΛΙΑΜΕΠ Λουκά Τσούκαλη, η αβεβαιότητα είναι το κεντρικό θέμα των ημερών, καθώς περνάμε από την περίοδο της αμερικανικής παντοδυναμίας σε ένα ολοένα και περισσότερο πολυπολιτικό σύστημα. Οι μεταβατικές περίοδοι, τόνισε, δεν είναι οι καλύτερες για την ειρήνη - είναι επικίνδυνες. Οι ΗΠΑ είναι μια χώρα με έντονη πόλωση στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνία, που προσπαθεί να επανιεραρχήσει τις προτεραιότητές της.
Παράλληλα, στην ευρωπαϊκή πλευρά υπάρχουν πολύ λίγοι ηγέτες (λ.χ. ο Εμανουέλ Μακρόν) που σκέφτονται τι θα γίνει αύριο και πέρα από τη γειτονιά τους.
Κατά τον κ. Τσούκαλη, δεν είναι καθόλου δεδομένα ότι αμερικανικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα θα συμπίπτουν στο μέλλον: η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία παραμένει ζητούμενο και εξαρτάται από τις επιλογές των Γερμανών.
Από την άλλη, η ανατολική Μεσόγειος ήταν και θα παραμείνει περιοχή αστάθειας. Αλλά Μεσόγειος και Μέση Ανατολή θα χάνουν τη στρατηγική τους σημασία, όσο ο κόσμος προχωρά στην πράσινη μετάβαση. Σε αυτό το τοπίο, η Ελλάδα χρειάζεται και αποτρεπτική ικανότητα και διάθεση να λύνει προβλήματα, αντί να τα ενισχύει. Όμως οι "έξυπνες συμμαχίες” οδηγούν συχνά στο να κάνεις παρέα με πολύ δυσάρεστα καθεστώτα.
Κατέληξε μάλιστα χαρακτηριστικά επισημαίνοντας ότι ο καλύτερος τρόπος για να προασπίσουμε τα εθνικά μας συμφέροντα είναι να μην επιτρέπουμε στην εξωτερική πολιτική να καθίσταται όμηρος μειοψηφιών που μετατρέπουν τον πατριωτισμό σε επάγγελμα.
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Σπύρος Λίτσας τόνισε ότι τα κράτη καλούνται να ενηλικιωθούν, εφόσον ο μέχρι τώρα Deus ex machina (δηλ. οι ΗΠΑ) προκρίνει ο ίδιος μιαν ιδιόμορφη συνθήκη αυτοβοήθειας. Έρχεται συνεπώς το δίλημμα των συμβατικών vs. έξυπνων αποφάσεων. Η χώρα μας πρέπει να ξεφύγει από τον περιορισμό που έχει θέσει στον εαυτό της του μικρού πλην τίμιου κράτους. Η ενεργητική και έξυπνη διπλωματία που ακολουθεί η Ελλάδα καταλήγει στην ελληνογαλλική συμφωνία και την αντίστοιχη πολύ σημαντική με τα ΗΑΕ. Η "έξυπνη διπλωματία” παραπέμπει στην ανάγκη για "έξυπνες βάσεις του κράτους”: τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, αλλαγή του τρόπου λειτουργίας του διαλόγου μεταξύ των ελίτ και της κοινωνίας
Η πανδημία έχει δώσει την ευκαιρία σε "έξυπνα κράτη” να αναδειχθούν στην πρωτοπορία με τη "διπλωματία φαρμάκων” ή την εμφάνιση νέων συνθηκών κοινωνικής συνοχής, καθώςη πανδημία εκτός από την ανθρώπινη ζωή έρχεται να δοκιμάσει και τα κατά τόπους κοινωνικά συμβόλαια.
Η κλιματική κατάρρευση μας θυμίζει την ευρύτερη κοινότητα των συμφερόντων, ότι δηλ. υπάρχουν προκλήσεις που επιβάλλουν τη συνεργασία και όχι συγκρούσεις παλαιού τύπου.
Για τις κατευθύνσεις στις οποίες θα πρέπει να στραφεί το ενδιαφέρον της Ελλάδας ο κ. Λίτσας πάντως υποστήριξε ότι τα Βαλκάνια έχουν μπει σε μια συνθήκη εσωστρέφειας, τεχνολογικής υποχώρησης, οικονομικής αποδυνάμωσης και δεν προσφέρουν τις ίδιες ευκαιρίες με τη Μέση Ανατολή, όπου εξελίξεις σαν τα Abraham Accords επιτρέπουν αισιοδοξία.
Η συγγραφέας και σιτορικός Σώτη Τριανταφύλλου τόνισε ότι χρειάζεται πειθώ για την ένωση της Δύσης, η οποία πρέπει να γίνει αντιληπτή όχι μόνο ως στρατιωτική αλλά και ως πολιτιστική ένωση, ενάντια στην "προπαγάνδα του επαρχιωτισμού” που εμφανίζει λ.χ. το ΝΑΤΟ ως "μηχανή που τρώει χρήματα”. Κατά την ίδια η πολιτική Τραμπ διεύρυνε τον Ατλαντικό και οι οριακοί πολιτικοί συσχετισμοί που ακόμη επικρατούν στις ΗΠΑ δεν επιτρέπουν επιστροφή στην "γεφυροποίηση” α λα Ομπάμα. Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, όμως, αυτό που θεωρείται αγγαρεία (δηλ. η συμμετοχή στην κοινή άμυνα) είναι το κλειδι για μια νέα ελληνική εξωτερική πολιτική
Κατά τον καθηγητή της Σορβόννης και αντιπρόσωπο της Ελλάδας στον ΟΟΣΑ Γιώργο Πρεβελάκη, οι Αμερικανοί "επιστρέφουν” και προσπαθούν να ξεδιπλώσουν μια νέα γεωγραφία του κόσμου που είναι επαναπροσδιορισμός τη Δύσης, με ένωση πλαιών και νέων συμμάχων σε Ατλαντικό και Ινδο-Ειρηνικό Ωκεανό. Πρόκειται για μία μεγάλη επιχείρηση επαναπροσδιορισμού όλης της συμμαχίας γύρω από τις ΗΠΑ και σε αυτήν, όπως είπε, θα ενταχθεί, θέλοντας και μη, η Ευρώπη. Ενδεχομένως οι Αμερικανοί θα προτείνουν κάποια κατανομή ρόλου με τη Γαλλία λ.χ. υπεργολαβία στη Μέση Ανατολή.
Η βασική μάχη θα δοθεί για "τις καρδιές και τα μυαλά” του αναπτυσσόμενου κόσμου. Σε αυτό τον αναταγωνισμό οι Αμερικανοί έχουν ανάγκη την εμπειρία της Ευρώπης, ενώ ιδανική χώρα για να κάνει αυτή τη δουλειά είναι η Ελλάδα που αντιμετωπίζεται στον αναπτυσσόμενο κόσμο με συμπάθεια.
Ο Γιώργος Τζογόπουλος, ερευνητής στο Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών Μπέγκιν-Σαντάτ και το ΕΛΙΑΜΕΠ στάθηκε στο γεγονός ότι τα συμφέροντα ΗΠΑ Κίνας συγκρούονται, αλλά αυτό συμβαίνει στην γειτονιά της Κίνας, δηλ. σε περιοχή που το Πεκίνο θεωρεί ότι διακυβεύονται ζωτικά του συμφέροντα.
Ως προς τα ζητήματα αμεσότερου ελληνικού ενδιαφέροντος, υπογράμμισε ότι στις ΗΠΑ η αρνητική αντίληψη της εποχής Τραμπ-Πομπέο για την Τουρκία μπαίνει στο συρτάρι και πάντως τα ελληνοτουρκικά δεν είναι πυλώνας των τουρκοαμερικανικών συζητήσεων. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει η ίδια στήριξη προς την Ελλάδα που υπήρχε πέρσι με το επεισόδιο του "Ορούτς Ρέις”.
Επ' αυτού ο Κωνσταντίνος Φίλης του ΙΔΙΣ του Παντείου Πανεπιστημίου συνέστησε προσοχή, τονίζοντας ότι ο τρόπος για να γίνει κανείς (εν προκειμένω η Τουρκία) συνομιλητής δεν είναι μόνο η θετική ατζέντα αλλά και η πρόκληση κρίσης, που θα εκβιάσει μιαν αμερικανική διπλωματική πρωτοβουλία.
Υπάρχει στην περιοχή ένα κενό που πρέπει να καλυφθεί με κάποιον τρόπο, μετά την στροφή του αμερικανικού ενδιαφέροντος προς την Ασία, εξ ού και η ελληνογαλλική συμφωνία επαληθεύει την ευρύτερη τάση που εμφανίζεται για περιφερειακές συνεργασίες έξω από υπερεθνικούς οργανισμούς.
Ως προς την γενικότερη κίνηση των ΗΠΑ εκτίμησε ότι έχουμε κάτι που είναι στέρεο και κυοφορείται δύο δεκαετίες. Δημιουργούν οι Αμερικανοί εστίες επιρροής όχι μόνο σε αυτό που θεωρούμε δυτικό κόσμο, ώστε να μην επιτρέψουν σε δυνάμεις, όπως η Κίνα ή η Ρωσία να έχουν τον πρώτο λόγο σε περιοχές όπως ο Ειρηνικός ή η Ανατολική Μεσόγειος
Είναι όμως ένα ανοικτό ερώτημα το κατά πόσον η σύμπραξη Κίνας και Ρωσίας θα προχωρήσει μέχρι τέλους. Εξ ού και ο πρέσβυς ε.τ. Ιωάννης-Αλέξιος Ζέππος συνέστησε να υπάρξει μια προσπάθεια έναντι της Ρωσίας και να μην ωθηθεί αυτή. στο κινεζικό στρατόπεδο
Αλλά και εντός της Ουάσιγκτον το ερώτημα αυτό δεν έχει ακόμη απαντηθεί. Κατά την ανταποκρίτρια και εταίρο του Atlantioc Council Κατερίνα Σώκου ο πρόεδρος Μπάιντεν τείνει στη συνεργατική αντίληψη, ενώ το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην παραδοσιακή ανταγωνιστική έναντι της Ρωσίας.
0 Σχόλια