Η Ευρώπη πρέπει να επιταχύνει την ενίσχυση της συνεργασίας με την Αμερική.
Opinion/The New York TimesΗ κατάληψη του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν, πρώτα απ’ όλα, αποτελεί τραγωδία για τους Αφγανούς. Η προσοχή του κόσμου είναι προσανατολισμένη, και σωστά, στο να βοηθήσει όσους απεγνωσμένα προσπαθούν να εγκαταλείψουν τη χώρα, ενώ διάχυτη είναι η ανησυχία για όσους μένουν πίσω, κυρίως για τις γυναίκες και τα κορίτσια.
Αποτελεί όμως και σοβαρό πλήγμα για τη Δύση. Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες ενώθηκαν όσο ποτέ άλλοτε στην περίπτωση του Αφγανιστάν: Ήταν η πρώτη φορά που έγινε επίκληση του Άρθρου 5 του NATO, το οποίο δεσμεύει όλα τα μέλη της Συμμαχίας να υπερασπίζονται το ένα το άλλο. Και για πολλά χρόνια, οι Ευρωπαίοι παρείχαν ισχυρή στρατιωτική υποστήριξη και ένα σημαντικό πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας, συνολικού ύψους 17,2 δισ. ευρώ, ή 20,3 δισ. δολαρίων.
Αλλά στο τέλος, το χρονοδιάγραμμα και η φύση της αποχώρησης καθορίστηκαν από την Ουάσινγκτον. Εμείς, οι Ευρωπαίοι βρεθήκαμε να εξαρτώμαστε από τις αποφάσεις των Αμερικανών - όχι μόνο σε ό,τι αφορά τις εκκενώσεις από το αεροδρόμιο της Καμπούλ αλλά και ευρύτερα.
Αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει ως αφύπνιση για οποιονδήποτε ενδιαφέρεται για την Ατλαντική Συμμαχία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι κατανοητό ότι δεν θέλουν να κάνουν τα πάντα μόνες τους. Προκειμένου να γίνει πιο ισχυρός σύμμαχος, η Ευρώπη πρέπει να επενδύσει περισσότερο στον τομέα της ασφάλειας και να αναπτύξει την ικανότητα να σκέπτεται και να δρα στρατηγικά. Όσα συνέβησαν στο Αφγανιστάν ήταν τραγικά. Αλλά θα πρέπει να οδηγήσουν σε εμβάθυνση, και όχι σε διάσπαση, της συμμαχίας με την Αμερική. Αλλά για να ενισχυθεί η συνεργασία μας, η Ευρώπη θα πρέπει κινηθεί με πιο γρήγορους ρυθμούς.
Για να γίνει αυτό, πρώτα απ’ όλα απαιτείται να έχουμε μια κοινή αίσθηση των απειλών που εγκυμονούν και πώς θα τις αντιμετωπίσουμε πιο αποτελεσματικά - ήτοι να έχουμε μια κοινή στρατηγική κουλτούρα. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναπτύσσει μια Ευρωπαϊκή Στρατηγική Πυξίδα, ένα έγγραφο που θα καθορίζει επακριβώς τις φιλοδοξίες μας όσον αφορά την ασφάλεια και την άμυνα τα επόμενα 5-10 χρόνια.
Τα κράτη μέλη εμπλέκονται ενεργά σε αυτήν την άσκηση. Ορισμένα, για παράδειγμα, έχουν προτείνει τη δημιουργία ευρωπαϊκής στρατιωτικής "δύναμης ταχείας επέμβασης”, αποτελούμενη από περίπου 5.000 άνδρες, που θα μπορεί να επεμβαίνει άμεσα και με ισχύ. Η διασφάλιση ενός αεροδρομίου σε περίπτωση ανάγκης, όπως στην Καμπούλ, θα μπορούσε να αποτελέσει τον πήχη για το τί θέλουμε να επιτύχουμε. Υιοθετώντας το πνεύμα και τη δυναμική της συνεργασίας, ελπίζουμε ότι το έγγραφο -που θα είναι έτοιμο την άνοιξη του 2022- θα λειτουργήσει ως οδηγός-χάρτης για το συλλογικό μας μέλλον.
Πρόκειται για ένα αβέβαιο μέλλον, γεμάτο απειλές σε διάφορους τομείς, στον κυβερνοχώρο, στη θάλασσα και το απώτερο διάστημα. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι ζωτικής σημασίας οι Ευρωπαίοι, είτε σε επίπεδο NATO, είτε σε επίπεδο Ηνωμένων Εθνών, είτε σε επίπεδο ΕΕ, να συνεργαστούν πιο ενεργά στον τομέα της άμυνας. Παράλληλα με την αύξηση της κεντρικής στρατιωτικής ικανότητας -αερομεταφορές, ανεφοδιασμός, διοίκηση, στρατηγική αναγνώριση και διαστημικοί πόροι- χρειαζόμαστε πιο ικανή, ευέλικτη και διαλειτουργική στρατιωτική ισχύ. Οι προσπάθειες για την επίτευξη αυτού του στόχου, υπό τη μορφή διάφορων πρωτοβουλιών, έχουν ήδη ξεκινήσει.
Πρέπει όμως να κάνουμε περισσότερα και πιο γρήγορα. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, που συστάθηκε για να ενισχύσει τις αμυντικές δυνατότητες του μπλοκ, θα λάβει περίπου 8 δισ. ευρώ, ή 9,4 δισ. δολάρια, την επόμενη εξαετία. Αυτά τα χρήματα θα πρέπει να αξιοποιηθούν για τη σημαντική ενίσχυση της συνεργατικής έρευνας και την ανάπτυξη των απαραίτητων αμυντικών τεχνολογιών.
Μια πιο αυτόνομη στρατηγικά και ισχυρή στρατιωτικά ΕΕ θα είναι πιο έτοιμη να αντιμετωπίσει της επικείμενες προκλήσεις στη γειτονιά της και όχι μόνο. Είμαι δε πεπεισμένος ότι θα αυτό θα είναι προς όφελος των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και της Ατλαντικής Συμμαχίας. Άλλωστε, κάθε συνεργασία έχει ανάγκη ικανούς συμμάχους και ύπαρξη πολιτικής εμπιστοσύνης.
Η επίτευξη αυτού του στόχου επείγει. Η επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία φέρνει στο προσκήνιο τους κινδύνους αναζωπύρωσης των τρομοκρατικών επιθέσεων, της αύξησης του λαθρεμπορίου ναρκωτικών και της ενίσχυσης της παράτυπης μετανάστευσης. Η απάντησή μας σε αυτές τις απειλές πρέπει να είναι αποφασιστική, όπως και στις αλλαγές που σημειώνονται σε περιφερειακό επίπεδο. Η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν θα αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή στην περιοχή, ενώ το Πακιστάν, η Ινδία, η Τουρκία και οι μοναρχίες του Κόλπου θα επανατοποθετηθούν. Δεν μπορούσε να επιτρέψουμε να είναι οι μόνοι που συνομιλούν με το Αφγανιστάν μετά την αποχώρηση των δυτικών δυνάμεων. Η Ευρώπη, από κοινού με τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρέπει να θέσουν σε νέες βάσεις την εμπλοκή τους.
Τουλάχιστον με τους Ταλιμπάν. Αφού αποτύχαμε να αποτρέψουμε την αναρρίχησή τους στην εξουσία, θα πρέπει τώρα να συνομιλήσουμε μαζί τους, ζυγίζοντας προσεκτικά τις επιλογές μας και εργαζόμενοι ώστε να υπάρξει μια συντονισμένη διεθνής προσέγγιση. Αυτή θα πρέπει να υπόκειται, φυσικά, σε σαφείς όρους όσον αφορά τη συμπεριφορά τους, ιδίως ως προς τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Επιπρόσθετα, πρέπει να συνεχίσουμε να στηρίζουμε τον αφγανικό λαό, ιδιαίτερα τις μειονότητες, τις γυναίκες και τα κορίτσια. Για τον σκοπό αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη αποφασίσει να τετραπλασιάσει την ανθρωπιστική βοήθεια για το τρέχον έτος στα 200 εκατ. ευρώ, ή 236 εκατ. δολάρια, παρότι αναστέλλει την παροχή αναπτυξιακής βοήθειας. Και παρότι θα είναι πρόκληση, πρέπει να βρούμε τον τρόπο να φτάσει στη χώρα αυτή η ανθρωπιστική βοήθεια - αλλά και να βρούμε ασφαλείς διελεύσεις για όσους αισθάνονται ότι κινδυνεύουν άμεσα.
Οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν δεν αποτελούν λόγο για να αποσυρθούμε από περαιτέρω διεθνείς προκλήσεις. Αντίθετα, πρέπει να ενθαρρύνουν την Ευρώπη να εμβαθύνει τις συμμαχίες της και να ενισχύσει τη δέσμευσή της -και την ικανότητά της- να υπερασπίζεται τα συμφέροντά της.
Στην πορεία της Ιστορίας, ορισμένα γεγονότα λειτουργούν ως καταλύτες: Η πανωλεθρία του Αφγανιστάν είναι ένα από αυτά. Εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να μάθουμε από αυτήν.
* Ο Josep Borrell Fontelles είναι ο ύπατος εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, καθώς και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
0 Σχόλια