Μια ιστορική στιγμή, από εκείνες όμως που σοκάρουν: οι Ταλιμπάν καταλαμβάνουν και πάλι την εξουσία στο Αφγανιστάν, είκοσι χρόνια μετά την κατάρρευση του εμιράτου το 2001. Με δυο λόγια: τραγωδία για το Αφγανιστάν, στίγμα για τη Δύση, επιτυχία για το Πακιστάν. Ίσως και για τους φίλους του Πακιστάν, αλλά ως προς αυτό θα πρέπει να περιμένουμε λίγο.
Οφείλουμε, καταρχήν, να είμαστε σαφείς σε σχέση με μια προφανή ερώτηση. Μήπως, σε τελική ανάλυση, οι εξελίξεις αποτελούν εφαρμογή της συμφωνίας για την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, που υπέγραψε η κυβέρνηση Τραμπ με τους Ταλμπάν τον Φεβρουάριο του 2020 στο Κατάρ (Συμφωνία της Ντόχα); Από επίσημη άποψη, υπάρχουν εκπλήξεις που αφορούν ιδιαίτερα τον χρονισμό και τις διαδικασίες. Από ουσιαστική όμως άποψη, οι ΗΠΑ «ένιψαν τας χείρας τους» με τη συμφωνία του 2020.
Όχι μόνο αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά και σε σχέση με την μακροχρόνια και πανάκριβη επιχείρηση διαμόρφωσης πολιτικών θεσμών, υποδειγμάτων διακυβέρνησης και κοινωνίας των πολιτών στο πολύπαθο Αφγανιστάν. Η κυβέρνηση Τραμπ βάσισε την προσέγγισή της και στην εκτίμηση ότι το Αφγανιστάν δεν θα αποτελέσει ξανά κίνδυνο από πλευράς υπόθαλψης τρομοκρατικής δραστηριότητας. Αυτό μένει να το διαπιστώσουν οι ΗΠΑ και ο κόσμος προσεχώς.
Ο αποτυχημένος εκσυγχρονισμός
Η ιστορική εξέλιξη που ζούμε μπορεί να προσεγγιστεί από τέσσερις, τουλάχιστον, διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ας επικεντρωθούμε καταρχήν στο ίδιο το Αφγανιστάν. Ο πρόεδρος Γκάνι διέφυγε στο Τατζικιστάν, οι δυνάμεις ασφαλείας δραπέτευσαν στο Ουζμπεκιστάν, οι θεσμοί κατέρρευσαν. Αισθήματα προδοσίας και εγκατάλειψης σε όσους και όσες πίστεψαν στο χτίσιμο ενός νέου Αφγανιστάν, μια διαδοχή διεφθαρμένων κυβερνήσεων, ανύπαρκτη θεσμική αυτονομία, ένα τεράστιο κενό ηγεσίας: μια πραγματική περίπτωση ενός «αποτυχημένου κράτους». Το σύστημα φυλών και δικτύων, εν μέρει βασισμένων στην μαύρη οικονομία και στα ναρκωτικά, αναβαπτίστηκε μέσα από την πακιστανική υποστήριξη και την προφανή αποτυχία των δυτικών παρεμβάσεων και πρωτοβουλιών.
Το «Αφγανιστάν» διαμορφώθηκε τον 18ο αιώνα από φυλές των Παστούν που κατόρθωσαν να επιβάλουν τη εξουσία τους σε περιοχές που ανήκαν προηγουμένως στην εξουσία των Μογγόλων της Ινδίας και άλλες που ανήκαν στους Σαφαβίδες της Περσίας. Επιβίωσε ως οντότητα υπό βρετανική επιτήρηση ως μαξιλάρι μεταξύ της Βρετανικής και της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Η χώρα παραμένει – στην πράξη, όχι από τυπική, συνταγματική άποψη – μια χαλαρή συνομοσπονδία φυλών Παστούν με συμμετοχή και άλλων ομάδων. Ακόμη και κατά τη διάρκεια του διαλείμματος της κομμουνιστικής διακυβέρνησης, ο πραγματικός πολιτικός έλεγχος πέραν της πρωτεύουσας και δυο-τριών μεγάλων πόλεων παρέμενε πάντοτε ζήτημα διαπραγμάτευσης με τις τοπικές ηγεσίες. Μόνο που τώρα δεν υπάρχει ούτε η βρετανική ούτε η ρωσική ούτε η αμερικανική επιρροή και οι Ταλιμπάν αναδεικνύουν τον εξουσιαστικό ρόλο τους και πάλι βασισμένοι στο Πακιστάν, όπως και το 1996, όταν η Καμπούλ έπεσε στους Ταλιμπάν και το Πακιστάν ήταν η βασική εξωτερική δύναμη που τους στήριζε. Βεβαίως, η ισλαμική θρησκεία διαδραμάτιζε πολύ σημαντικό ρόλο ως συνεκτικό κοινωνικό στοιχείο και πριν την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν.
Όταν η τρομοκρατική θηριωδία της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 οδήγησαν τις ΗΠΑ στην απόφαση να τερματίσουν το φονταμενταλιστικό καθεστώς της Καμπούλ, η διάσκεψη της Βόννης (2001) θεώρησε ότι έθεσε τα θεμέλια για ένα νέο, δυτικό κράτος με νέο σύνταγμα, εκλογές κλπ. The rest is history, όπως θα έλεγαν και στα εμβριθή σεμινάρια των διαφόρων οργανώσεων και πρωτοβουλιών ανάδειξης της κοινωνίας των πολιτών στην πολύπαθη Καμπούλ.
Η αμερικανική απαγκίστρωση και η Δύση
Δεύτερον, μας ενδιαφέρει προφανώς η στάση των ΗΠΑ. Η επίθεση στο καθεστώς των Ταλιμπάν το 2001 επίσημα οφειλόταν στην υπόθαλψη της τρομοκρατίας από την Καμπούλ. Όπως όμως εξηγώ από χρόνια, από τις δυο θητείες Ομπάμα βρίσκεται σε εξέλιξη μια αργή διαδικασία επιλεκτικής απαγκίστρωσης των ΗΠΑ από κάποιες από τις διεθνείς τους εμπλοκές. Οι ΗΠΑ αφενός έχουν σημαντικά ζητήματα εσωτερικής πολιτικής και οικονομίας στα οποία επιθυμούν να εντρυφήσουν, αφετέρου επιχειρούν να επικεντρωθούν σε λιγότερα και προσεκτικά επιλεγμένα ζητήματα στο διεθνή τους ρόλο.
Τρίτον, ένα ακόμη μείζον ζήτημα σχετίζεται με τις επιπτώσεις του τρόπου κατάρρευσης του ανολοκλήρωτου κράτους του Αφγανιστάν για τους συμμάχους και τους εταίρους των ΗΠΑ. Πριν λίγες ώρες στο Λονδίνο, ο Tom Tugendhat, έμπειρος βουλευτής των Συντηρητικών και επικεφαλής της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων στη Βουλή των Κοινοτήτων, δήλωσε ότι πρόκειται για «την μεγαλύτερη αποτυχία στην εξωτερική πολιτική από το Σουέζ». Βαρύτατη δήλωση. Σίγουρα ο Tugendhat γνωρίζει καλά τι σήμανε η κρίση και το φιάσκο του Σουέζ (1956) για τη βρετανική εξωτερική πολιτική. Εάν εννοεί αυτό που λέει, τότε το Λονδίνο όχι απλώς βρέθηκε προ εκπλήξεως από την πλήρη αποτυχία του «εκσυγχρονισμού» του «κράτους» του Αφγανιστάν, τον επιτυχή Blitzkrieg των Ταλιμπάν και την κατακόρυφη άνοδο της επιρροής του Πακιστάν, αλλά χρεώνει στις ΗΠΑ την έλλειψη συντονισμού και πιθανότατα και ενημέρωσης.
Για τη Δύση, όπως εξηγώ από χρόνια, το σημαντικό είναι πρώτον να γίνει αντιληπτό ότι συνεχίζεται μια μακρά πορεία σταδιακής και συνήθως προσεκτικής (κάτι που δεν ίσχυσε στο Αφγανιστάν) αποχώρησης των ΗΠΑ και δεύτερον να υπάρξει συστηματικός προβληματισμός ως προς τις επιπτώσεις και τα σενάρια στον αναδυόμενο πολυκεντρικό κόσμο με πάντοτε σημαντική αλλά όχι πια ηγεμονική αμερικανική παρουσία. Η ανύπαρκτη ως προς τη γεωπολιτική της διάσταση ΕΕ θα πρέπει κάποτε να αρχίσει να ωριμάζει.
Το ζήτημα αυτό συνδέεται στενά με την τελευταία αλλά τεράστια διάσταση που αφορά το μεταναστευτικό και το προσφυγικό. Με περισσότερα από 38 εκατομμύρια πληθυσμό και πολλές εθνοτικές ομάδες, ορισμένες εκ των οποίων αισθάνονται ούτως ή άλλως καταπιεσμένες από τους κυρίαρχους Παστούν, οι ροές θα είναι σημαντικές και – κάτι εξίσου κρίσιμο – η διαχείρισή τους θα είναι δύσκολη και λεπτή. Εάν μάλιστα η κατάσταση στο Αφγανιστάν επιστρέψει ακριβώς στο σκοταδιστικό εμιράτο της περιόδου πριν το 2001, η ανθρωπιστική διάσταση θα λάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Όποιο όμως και αν είναι το ακριβές μείγμα πολιτικής του νέου καθεστώτος, οι ροές θα υπάρξουν. Η ΕΕ θα πρέπει να το αντιμετωπίσει καθαρά και εξ αρχής ως συλλογικό ζήτημα. Είναι αυτή τη φορά απολύτως αδιανόητο να παραμείνουμε στο πνεύμα του Δουβλίνου (που όλοι αποκηρύσσουν στα λόγια αλλά επί της ουσίας παραμένει εν ζωή) χωρίς να δυναμιτίσουμε τα θεμέλια της Ένωσης. Η αφγανική κρίση έρχεται με ταχύτητα να μας συναντήσει ως επόμενη, τεράστια πρόκληση.
Οι επόμενες ημέρες και εβδομάδες θα είναι κρίσιμες για τη νέα ισορροπία στην ευρύτερη περιοχή. Γενικότερα, όμως, η μετάβαση σε έναν ασταθή πολυκεντρικό κόσμο είναι δύσκολη, ομιχλώδης και γεμάτη κινδύνους. Όσοι δεν το αντιλαμβάνονται πληρώνουν, ενίοτε μάλιστα πληρώνουν πικρά.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.
0 Σχόλια