Η κυβέρνηση Μπάιντεν μπροστά στον "ιρανικό φάκελο"


Του Κώστα Ράπτη

Οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για εκτόνωση της έντασης στον Περσικό Κόλπο. Ίσως όμως ούτε και για κλιμάκωσή της. Ο "ιρανικός φάκελος” είναι το κρισιμότερο ερώτημα εξωτερικής πολιτικής που αντιμετωπίζει η νέα κυβέρνηση Μπάιντεν στις ΗΠΑ – όμως δεν βιάζεται να δώσει την απάντηση. Ούτε και η Τεχεράνη άλλωστε.

Η επιστροφή στην διεθνή συμφωνία του 2015 για πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (JCPOA), την οποία τορπίλισε η κυβέρνηση Τραμπ υιοθετώντας την πολιτική της "μέγιστης πίεσης” έναντι της Ισλαμικής Δημοκρατίας, αποτελεί διακηρυγμένο στόχο του Τζο Μπάιντεν.

Όμως το sequencing δημιουργεί περιπλοκές. Οι Ιρανοί ιθύνοντες διαμηνύουν ότι δεν θα επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όσο παραμένουν σε ισχύ οι κυρώσεις Τραμπ που έχουν ακρωτηριάσει την ιρανική οικονομία. Αλλά και η αμερικανική πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να προβεί σε μονομερείς κινήσεις καλής θέλησης, όσο το Ιράν δεν επανορθώνει τις παραβιάσεις της συμφωνίας του 2015 στις οποίες προχώρησε απαντώντας στις κυρώσεις Τραμπ.

Μάλιστα το ιρανικό κοινοβούλιο έχει θέσει προθεσμία μέχρι τις 21 Φεβρουαρίου για αλλαγή της αμερικανικής στάσης, απειλώντας σε αντίθετη περίπτωση με αποδέσμευση από το πρόσθετο πρωτόκολλο της JCPOA, ενώ ήδη ο εμπλουτισμός ουρανίου στον σταθμό του Φορντό έχει φθάσει στο επίπεδο του 20%.

Αλλά τα προβλήματα δεν προκύπτουν απλώς από αποκλίνουσες διαπραγματευτικές τακτικές, αλλά αφορούν στην ουσία, ήτοι την επιθυμία της Ουάσιγκτον να αποσπάσει πρόσθετες σε σχέση με την JCPOA παραχωρήσεις από το Ιράν, προκειμένου να καθησυχάσει τους περιφερειακούς της συμμάχους, όπως το Ισραήλ και οι αραβικές μοναρχίες.

Παραχωρήσεις σε σχέση με το βαλλιστικό πρόγραμμα του Ιράν (που είναι σε θέση να πλήξει στόχους σε βεληνεκές έως και 2.000 χιλιομέτρων) καθώς και με την "διεθνή συμπεριφορά” της Ισλαμικής Δημοκρατίας, ήτοι την στήριξή της στη Δαμασκό, στη Χεζμπολάχ του Λιβάνου, στους Χούθι της Υεμένης και στις σιιτικές πολιτοφυλακές του Ιράκ.

Αλλά ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, Αγιατολλάχ Αλί Χαμενεϊ είναι ξεκάθαρος: το Ιράν δεν διαπραγματεύεται το βαλλιστικό του πρόγραμμα, ούτε σκοπεύει να εγκαταλείψει τους συμμάχους του.

Σε όσους εκτιμούν ότι η απορρόφηση από τον ανταγωνισμό με την Κίνα θα οδηγήσει σε ενός είδους "απόσυρση” των ΗΠΑ από την Δυτική Ασία (παραβλέποντας το γεγονός ότι η "ευρασιατική ολοκλήρωση” ακριβώς διασυνδέει τα δύο μέτωπα όλο και πιο στενά) την απάντηση την δίνουν οι ίδιοι οι ιθύνοντες της κυβέρνησης Μπάιντεν.

"Εξακολουθούμε να έχουμε συμφέροντα εθνικής ασφαλείας στην Μέση Ανατολή και ειδικά στην περιοχή του Περσικού Κόλπου” δήλωσε την Πέμπτη στο πρώτο του μπρίφινγκ προς τους δημοσιογράφους ο νέος εκπρόσωπος του Πενταγώνου Τζον Κίρμπι, προειδοποιώντας ότι η αμερικανική πλευρά θα χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες που έχει για την ανάσχεση των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων του Ιράν”.

Δεν πρόκειται μόνο για λόγια. Οι ενέργειες των ΗΠΑ στην περιοχή τις τελευταίες ημέρες αξιολογούνται από την Τεχεράνη ως επιθετικές.

Την Τρίτη ένα ζεύγος αμερικανικών στρατηγικών βομβαρδιστικών B-52 πραγματοποίησε την έκτη από την Νοέμβριο έξοδό του στον Περσικό Κόλπο συνοδευόμενο από σαουδαραβικά και ιορδανικά μαχητικά.

Δύο ημέρες αργότερα ο επικεφαλής της κεντρικής διακλαδικής διοίκησης των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων (CENTCOM), στρατηγός Φρανκ ΜανΚένζι υπήρξε ο πρώτος αξιωματούχος των ΗΠΑ που επισκέφθηκε μετά την ορκωμοσία Μπάιντεν το Ισραήλ για συνομιλίες με τον Ισραηλινό υπουργό Άμυνας, τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου και τον επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών.

Υπενθυμίζεται ότι ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του Ισραήλ στρατηγός Άβι Κοτσάβι πρόσφατα προειδοποίησε ότι η χώρα του ενδέχεται να αναλάβει μονομερή στρατιωτική δράση κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν (σαμποτάροντας προφανώς τις προσπάθειες αναβίωσης της JCPOA).

Σε ευρύτερο επίπεδο, τις εξελίξεις σημαδεύει η υπαγωγή της επικράτειας του Ισραήλ στη δικαιοδοσία ακριβώς της CENTCOM (αντί της αντίστοιχης ευρωπαϊκής διοίκησης, όπως ίσχυε μέχρι τώρα) και η ανάπτυξη, με τις ευλογίες των ΗΠΑ, του ισραηλινού αντιπυραυλικού συστήματος "Iron Dome” και σε αραβικές μοναρχίες του Κόλπου.

Με άλλα λόγια, στο φόντο των συμφωνιών εξομάλυνσης των σχέσεων του Ισραήλ με τέσσερα μέχρι στιγμής αραβικά κράτη κατά τις τελευταίες εβδομάδες της κυβέρνηση Τραμπ, δημιουργείται και επιχειρησιακά ένας κοινός χώρος με αντι-ιρανική αιχμή.

(Το ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν αποφάσισε να επανεξετάσει, αναστέλλοντας τες προσωρινά, τις εξοπλιστικές της συμφωνίες με Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα συνιστά έναν επιπλέον μοχλό πειθάρχησης των χωρών αυτών και παράλληλα πίεσης για τερματισμό της άκαρπης σύγκρουσης στην Υεμένη).

Από την άλλη πλευρά, ο διορισμός του Ρόμπερτ Μάλεϊ ως ειδικού απεσταλμένου του Μπάιντεν για το Ιράν δείχνει ότι η διπλωματία δεν έχει πει την τελευταία της λέξη. Σύμβουλος του Μπιλ Κλίντον στις διαπραγματεύσεις του Καμπ Ντέιβιντ το 2000 για το παλαιστινιακό ζήτημα και στέλεχος της κυβέρνησης Ομπάμα όταν υπεγράφη η JCPOA, ο Μάλεϊ βρίσκεται (παρά την εβραϊκή καταγωγή του) στο στόχαστρο των "ιεράκων” σε Ισραήλ και ΗΠΑ.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια