Η εξωτερική πολιτική Μπάιντεν: Η "συνέχεια" υπερισχύει της "τομής"


Του Κώστα Ράπτη

Στον εξώστη του Καπιτωλίου η ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν έδωσε την εικόνα μιας καθαρτήριας επανεκκίνησης, μιας ριζικής τομής με το τραμπικό παρελθόν. 

Στις ακροάσεις, ωστόσο, των αυριανών υπουργών του ενώπιον της Γερουσίας, μάλλον κυριαρχεί η αίσθηση της συνέχειας – τουλάχιστον στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο προτεινόμενος για επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Άντονι Μπλίνκεν αισθάνθηκε την ανάγκη να αναφέρει ότι παρά τις διαφωνίες του με την πολιτική Τραμπ βρίσκει σωστή την επιλογή μιας σκληρότερης στάσης απέναντι στην Κίνα. Ούτε ότι η μέλλουσα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν προανήγγειλε ότι θα αξιοποιηθεί όλη η γκάμα των εργαλείων απέναντι στις παράνομες και καταχρηστικές πρακτικές της Κίνας.

Στο Πεκίνο βεβαίως μελετούν τα σήματα αυτά προσεκτικά – και στέλνουν τις δικές τους προειδοποιήσεις, εν μέσω ενός κλίματος ήδη δηλητηριασμένου. Οι Κινέζοι αναλυτές τους οποίους επικαλούνται στις εκτενείς αναλύσεις τους οι Global Times (αγγλόφωνο ανεπίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος) από τη μία αναφέρουν ότι "αν η κυβέρνηση Μπάιντεν αφήσει κατά 1% ανοικτή τη δυνατότητα βελτίωσης των σχέσεων, η Κίνα θα την αξιοποιήσει κατά 100%" και από την άλλη, σε ανοίκεια γλώσσα τονίζουν ότι αν η Αμερική προτιμήσει την πολιτική της αντιπαράθεσης μεγάλων δυνάμεων, θα ακολουθήσει την τύχη της Σοβιετικής Ένωσης, δηλ. την διάλυση.

Κάπου ανάμεσα, οι ίδιοι αναλυτές σταθμίζουν τις δυνατότητες σινο-αμερικανικής συνεννόησης στα τρία πεδία όπου αυτή επείγει περισσότερο: την αντιμετώπιση της πανδημίας (όπου όμως θα ήταν απαγορευτικό για το γόητρο της Ουάσιγκτον να αναζητήσει τη βοήθεια ειδικά της Κίνας), την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, όπου μπορεί ευκολότερα να σημειωθεί πρόοδος και τον εμπορικό πόλεμο, ο οποίος παραμένει ανοικτό ερώτημα. Γνωρίζουν βέβαια ότι μετά τις αλλεπάλληλες καταγγελίες του Τραμπ και των συνεργατών του πως ο Μπάιντεν είναι soft απέναντι στην Κίνα (αν όχι και οικογενειακά διαπλεκόμενος με κινεζικά συμφέροντα) ο νέος πρόεδρος δεν έχει την πολυτέλεια να μην φανεί αυστηρός έναντι του Πεκίνου. Εξακολουθούν να επενδύουν, ωστόσο, στη μεγάλη διπλωματική πείρα του Μπάιντεν και στον επαγγελματισμό της ομάδας του.

Ενδέχεται να απογοητευτούν σύντομα. Στην ακρόασή του ο Μπλίνκεν εξέπεμψε όλους τους ενοχλητικούς για το Πεκίνο "θορύβους", είτε αυτοί αφορούν τα δικαιώματα της μειονότητας των Ουιγούρων (η οποία συμφώνησε ότι υφίσταται γενοκτονία), είτε το ζήτημα του Χονγκ Κονγκ, είτε τη Βόρεια Κορέα, όπου τάχθηκε υπέρ της άσκησης εντονότερης πίεσης με τη βοήθεια Νότιας Κορέας και Ιαπωνίας. Κυρίως όμως, έθιξε το μεγαλύτερο κινεζικό ταμπού, ήτοι το "δόγμα της μίας Κίνας", το οποίο αναγνώριζε μέχρι τώρα η αμερικανική πολιτική, κάνοντας λόγο για την ανάγκη να ενισχυθεί η αυτονομία και η άμυνα της Ταϊβάν.

Στη Ρωσία, πάλι, δεν προσδοκούν τίποτε απολύτως από την κυβέρνηση Μπάιντεν, όπως με ασυνήθιστη ειλικρίνεια δήλωσε ο αντιπρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και άλλοτε πρόεδρος και πρωθυπουργός της χώρας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Άλλωστε, εάν τις σινο-αμερικανικές σχέσεις προσδιορίζει ένας υψηλός βαθμός οικονομικής αλληλεξάρτησης, ο οποίος αντικειμενικά μετριάζει τις συγκρουσιακές διαθέσεις, δεν ισχύει το ίδιο έναντι της Ρωσίας, η οποία προβάλλει ως "εύκολος στόχος" νεοψυχροπολεμικής πίεσης για την αποτροπή της ανταγωνιστικής προς την αμερικανική ηγεμονία ευρασιατικής συσπείρωσης.

Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι στα εκτελεστικά διατάγματα Μπάιντεν με τα οποία σηματοδοτείται ευθύς εξαρχής η επιστροφή στην "κανονικότητα" (πάγωμα της διαδικασίας αποχώρησης των ΗΠΑ από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, επιστροφή στο Σύμφωνο των Παρισίων για το κλίμα, αναστολή της απαγόρευσης εισόδου πολιτών από συγκεκριμένα μουσουλμανικά κράτη) δεν περιλαμβάνεται η αποκατάσταση του μεγαλύτερου διπλωματικού επιτεύγματος της προεδρίας Ομπάμα, ήτοι της διεθνούς συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Τυχόν χαλάρωση της στάσης των ΗΠΑ απέναντι στον τρίτο πρωταγωνιστή της ευρασιατικής συσπείρωσης, την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν δεν είναι νοητή, χωρίς την απόσπαση νέων πρόσθετων εγγυήσεων (για το βαλλιστικό της πρόγραμμα και την "διεθνή συμπεριφορά” της) που να καθησυχάζουν παραδοσιακούς συμμάχους της Ουάσιγκτον, όπως το Ισραήλ και οι αραβικές μοναρχίες.

Κατά τα λοιπά, από τις ακροάσεις στην Γερουσία πληροφορούμαστε ότι οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν την πρεσβεία τους στην Ιερουσαλήμ, θα επιμείνουν στον εξοπλισμό της Ουκρανίας, θα συνεχίσουν να αναγνωρίζουν τον Χουάν Γουαϊδό ως πρόεδρο της Βενεζουέλας, θα επισείουν πάντα την απειλή κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας για την προμήθεια των ρωσικών συστημάτων S-400 κ.ο.κ. Δεν πρόκειται ασφαλώς για κατεδάφιση της διπλωματικής κληρονομιάς του Τραμπ.

Αν κάπου η διαφορά αναμένεται να γίνει άμεσα εμφανής, αυτό θα είναι στην επανεπένδυση στην πολυμερή διπλωματία, με νέο εργαλείο αυτή τη φορά τη δημιουργία ενός Φόρουμ των Δημοκρατιών, το οποίο με την πρόθυμη συνεργασία και της Ε.Ε., θα διεξαγάγει και "αξιακό" αγώνα εναντίον των αυταρχικών ανταγωνιστών. Πρόκειται όμως όχι για την πολυμέρεια του ΟΗΕ, όπου συμμετέχουν όλα τα κράτη υπαγόμενα στους ίδιους κανόνες δικαίου, αλλά για την "πολυμέρεια" ενός υποσυνόλου, που δεν θα αποτελεί παρά την ανανέωση των δεσμών της Ουάσιγκτον με τους συμμάχους και υποτελείς της. 


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια