Το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας εξέφρασε την ανησυχία του και κάλεσε όλους τους εμπλεκόμενους να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση. O αναπληρωτής εκπρόσωπος της Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, Ντίμιτρι Πολιάνσκι, παραλλήλισε τα γεγονότα με το "Μαϊντάν" του Κιέβου το 2014 και αναρωτήθηκε αν θα εμφανιστεί κάποιος να προσφέρει γλυκά στους συγκεντρωμένους όπως τότε η υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Βικτόρια Νούλαντ. Ο πρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της ρωσικής Άνω Βουλής διαπίστωσε ότι "η αμερικανική δημοκρατία κουτσαίνει και από τα δύο πόδια". Ο πρόεδρος του Ιράν, Χασάν Ροχανί, υποστήριξε ότι τα γεγονότα στις ΗΠΑ καταδεικνύουν πόσο αδύναμα είναι τα θεμέλια της δημοκρατίας στη Δύση και πόσο επιβλαβείς είναι οι επιπτώσεις της διάδοσης του λαϊκισμού. Η Βενεζουέλα του Νικολάς Μαδούρο εξέφρασε και αυτή την ανησυχία της για τη "βία" και την "αστάθεια". Η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας, Χουά Τσουνγίνγκ, αντιπαρέβαλε αυτούς που τα δυτικά μέσα ενημέρωσης χαρακτήριζαν ως "όχλο" εισβολέων στο αμερικανικό Καπιτώλιο, προς τους, κατά τα ίδια μέσα, "ήρωες της δημοκρατίας", οι οποίοι βανδάλισαν πέρσι το κοινοβούλιο του Χονγκ Κονγκ.
Εν ολίγοις, ούτε ένας ανταγωνιστής των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή δεν μπόρεσε να κρύψει τη χαιρέκακη ικανοποίησή του για τα γεγονότα της περασμένης Τετάρτης, καθώς η εισβολή οργισμένων οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ, με ενθάρρυνση του ιδίου, στο Καπιτώλιο της Ουάσινγκτον, τη στιγμή που το Κογκρέσο συνεδρίαζε για την τυπική επικύρωση της ανάδειξης του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία, ανακάλεσε σε πολλούς σκηνές από τις "έγχρωμες επαναστάσεις" που κατά το παρελθόν έχει ενθαρρύνει η υπερδύναμη σε τρίτες χώρες.
Ο "μεγάλος τραυματίας"
Μολονότι τα γεγονότα είχαν και τη γραφική τους πλευρά, αν κρίνουμε από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των εισβολέων, γεγονός παραμένει ότι η κορυφαία τελετουργία της αμερικανικής δημοκρατίας κατέληξε σε αιματηρή αναμέτρηση με πέντε νεκρούς (τέσσερις διαδηλωτές και έναν αστυνομικό) και έναν μεγάλο τραυματία: την ίδια την εικόνα των ΗΠΑ ως άγκυρας σταθερότητας και πολιτειακού προτύπου διεθνώς.
Η "αμερικανική εξαίρεση" μάλλον αποτελεί παρελθόν. Η μεγάλη χώρα πέραν του Ατλαντικού εμφανίζεται εξίσου, αν όχι περισσότερο, αποπροσανατολισμένη, ευάλωτη και παραδομένη στην κοινωνική δυσφορία με τις άλλες ανεπτυγμένες κοινωνίες. Και μάλιστα σε μια συγκυρία ούτως ή άλλως πολλαπλά επιβαρυμένη.
Ο ειδικός για την Κίνα Βρετανός δημοσιογράφος και αναλυτής, Μάρτιν Ζακ, σημειώνει ότι η Δύση αντιμετωπίζει την "τέλεια καταιγίδα": Έχει αποτύχει στην αντιμετώπιση της πανδημίας, βλέπει την οικονομία της παγιδευμένη στην ύφεση, την ώρα που η Κίνα τραβάει μπροστά και τώρα αντιμετωπίζει, στην περίπτωση των ΗΠΑ, τη χειρότερη πολιτική της κρίση μετά τον αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο του 19ου αιώνα. Και βεβαίως, προκειμένου περί της ηγέτιδας δύναμης της Δύσης, μια τέτοια κρίση δεν είναι αυστηρά εσωτερική υπόθεση.
Κατά τον ίδιο, γινόμαστε μάρτυρες της Μεγάλης Μετάβασης, όπου η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού στρέφει πλέον τα βλέμματα προς την Κίνα. Τα αίτια της πολιτικής κρίσης των ΗΠΑ είναι βαθιά, καθώς η χώρα είναι πολωμένη και το σύστημα διακυβέρνησης έχει παραλύσει. Πίσω από αυτό διακρίνεται η στασιμότητα ή υποβάθμιση των όρων ζωής του μισού πληθυσμού εδώ και τέσσερις δεκαετίες (ιδίως την τελευταία), η εκτόξευση της ανισότητας, το τέλος του "Αμερικανικού Ονείρου". Στο σύνολο σχεδόν της Ιστορίας της, καταλήγει ο Ζακ, η Αμερική υπήρξε ανερχόμενη δύναμη και δεν έχει γνωρίσει κάτι διαφορετικό. Η εποχή αυτή έχει τελειώσει.
Η "καθαρτήρια στιγμή" και η πιθανή ανόρθωση
Άλλοι αναλυτές, ωστόσο, έχουν μια πολύ πιο αισιόδοξη αντίληψη των πραγμάτων. Κατά τον Άμπροζ Έβανς-Πρίτσαρντ της "Daily Telegraph", τα γεγονότα των τελευταίων ημερών αποτέλεσαν μια "καθαρτήρια στιγμή" που "διέλυσε τα μάγια" του τραμπισμού, ενώνοντας το μεγαλύτερο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας στην αποστροφή για ό,τι αντίκριζε και επιβεβαιώνοντας την αντοχή των αμερικανικών θεσμών. Το ψευτο-πραξικόπημα όσων αρνούνταν να αποδεχθούν το εκλογικό αποτέλεσμα του Νοεμβρίου βασισμένοι απλώς στο συναίσθημά τους και τις θεωρίες συνωμοσίας προσέκρουσε στη νομιμοφροσύνη του στρατού και των περισσότερων Ρεπουμπλικάνων ηγετών, στην ψυχραιμία των οπαδών των Δημοκρατικών που δεν κατέφυγαν σε αντισυγκεντρώσεις και στη σαφή τοποθέτηση των δικαστηρίων (ακόμη και του ανώτατου, όπου τρεις στους εννέα δικαστές έχουν διοριστεί από τον Τραμπ), τα οποία απέρριψαν 62 προσφυγές.
Ο Έβανς-Πρίτσαρντ υποστηρίζει μάλιστα ότι η κατάκτηση του ελέγχου και της Γερουσίας από τους Δημοκρατικούς, μετά το αποτέλεσμα των επαναληπτικών εκλογών αυτής της εβδομάδας στην πολιτεία της Τζόρτζια, δημιουργεί ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για την επερχόμενη κυβέρνηση Μπάιντεν, ώστε αυτή να υλοποιήσει ένα εκτεταμένο ανορθωτικό πρόγραμμα, βασισμένη στην ανεμπόδιστη πλέον κινητοποίηση δημοσιονομικών εργαλείων, για το ξεπέρασμα των επιπτώσεων της πανδημίας και την στροφή στην πράσινη τεχνολογία ώστε να ανακτηθεί το αμερικανικό προβάδισμα έναντι της Κίνας. Μάλιστα ο (ευρωσκεπτικιστής) Βρετανός αναλυτής υποστηρίζει ότι είναι η ("σοκαρισμένη" με τις εικόνες εξ Αμερικής) ενωμένη Ευρώπη που κινδυνεύει να βρεθεί πολύ πιο πίσω στον βαθμό που δεν θα έχει την ίδια ευχέρεια δημοσιονομικής επέκτασης.
Η εχθρότητα παραμένει
Όλα αυτά, ωστόσο, προϋποθέτουν ένα μίνιμουμ πολιτικής σταθερότητας, τη στιγμή που ο γηραιός και άχρωμος Μπάιντεν έρχεται στα πράγματα έχοντας απέναντί του την ασυμφιλίωτη εχθρότητα ενός αξιοσημείωτου τμήματος της αμερικανικής κοινωνίας. Αρκεί και μόνο να αναλογισθεί κανείς ότι σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου ερευνών YouGov, το 20% των Αμερικανών πολιτών (και το 45% των οπαδών των Ρεπουμπλικάνων) τάσσεται υπέρ της εισβολής στο Καπιτώλιο και ένα ποσοστό 42% με 50% αντιτίθεται στην απομάκρυνση του Ντόναλντ Τραμπ από την εξουσία.
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον πρόκειται να έχουν οι αντιθέσεις που αναμένεται να ξεδιπλωθούν πέρα από τον άξονα τραμπισμού-αντιτραμπισμού, μεταφέροντας τις διαιρέσεις στο εσωτερικό των δύο μεγάλων παρατάξεων.
Ήδη τα γεγονότα της Τετάρτης είχαν μιαν εμφανώς εσωκομματική διάσταση, με το βλέμμα στις επόμενες εκλογές, καθώς επιβεβαίωσαν τη ρήξη του Τραμπ και του "λαού" που αυτός επιθυμεί να εκπροσωπήσει, με το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο, συμπεριλαμβανομένου ακόμη και του εκλεκτού της Χριστιανικής Δεξιάς, αντιπροέδρου Πενς.
Δεν αναμένεται να είναι λιγότερο σφοδρές (αν και η νομή της εξουσίας θα λειτουργήσει οπωσδήποτε συγκολλητικά) οι συγκρούσεις της ενισχυμένης αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών με μια κυβέρνηση η οποία αναμένεται να ακολουθήσει μια πολιτική περισσότερο "κεντρώα" από όσο δεσμεύτηκε προεκλογικά, προβαίνοντας στους προφανείς συμβιβασμούς.
Τα σενάρια πρόωρης έξωσης του νυν ενοίκου του Λευκού Οίκου
Ούτε δώδεκα μέρες ακόμη Δημοκρατικοί αλλά και ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί ιθύνοντες προτρέπουν σε καθαίρεση του Ντόναλντ Τραμπ πριν από την προγραμματισμένη λήξη της θητείας του στις 20 Ιανουαρίου, θεωρώντας ότι μετά το δείγμα γραφής της Τετάρτης είναι παράτολμο να αφεθεί η ηγεσία της εκτελεστικής εξουσίας μιας πυρηνικής δύναμης στα χέρια του νυν ενοίκου του Λευκού Οίκου, ακόμη και για τα λίγα 24ωρα που απομένουν μέχρι την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν.
Οι θεσμικές διέξοδοι δεν είναι πολλές. Η μία αφορά τη διαδικασία του impeachment (παραπομπή σε δίκη από τη Βουλή και εκδίκασή της από τη Γερουσία), η οποία είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και άλλωστε έχει ήδη δοκιμαστεί ανεπιτυχώς εναντίον του Τραμπ με αφορμή την υπόθεση Ukrainegate. Τα βλέμματα στρέφονται συνεπώς στις δυνατότητες που προσφέρει η 25η Τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος.
Σύμφωνα με αυτήν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ μπορεί προσωρινά να απαλλαγεί των καθηκόντων του, με μεταβίβασή τους στον αντιπρόεδρό του, είτε με δική του εξουσιοδότηση (όπως έχει συμβεί κατά το παρελθόν σε περιπτώσεις ιατρικών επεμβάσεων με αναισθησία) είτε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, εάν αυτό διαπιστώσει φυσική ή νοητική αδυναμία του αρχηγού του κράτους. Πρόκειται για ρύθμιση η οποία υιοθετήθηκε τη δεκαετία του '60, μετά τη δολοφονία του Τζον Κένεντι, προκειμένου να υπάρχουν λεπτομερείς προβλέψεις ως προς την κάλυψη του κενού εξουσίας που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αιφνιδιαστικές εξελίξεις στην υγεία του προέδρου.
Προφανώς, η ενεργοποίηση της 25ης Τροπολογίας για λόγους πολιτικούς προϋποθέτει μια διασταλτική ερμηνεία της έκτακτης κατάστασης και εν προκειμένω συναντά δυσκολίες ήδη από την αφετηρία, στον βαθμό που ο αντιπρόεδρος Πενς, παρά την ανοιχτή πλέον σύγκρουσή του με τον Τραμπ, αρνείται, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, να καταφύγει σε αυτήν τη λύση.
Εγκατάλειψη από συμμάχους
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση Τραμπ φυλλοροεί, καθώς, μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, είχαν παραιτηθεί η υπουργός Μεταφορών Ελέιν Τσάο (σύζυγος του επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία, Μιτς Μακόνελ) και η υπουργός Παιδείας Μπέτσι ΝτεΒος (αδελφή του Έρικ Πρινς, ιδρυτή της διαβόητης εταιρείας μισθοφόρων Blackwater). Ο ίδιος ο ΜακΚόνελ, ίσως ο αποτελεσματικότερος χειριστής των "μοχλών" στο Καπιτώλιο, πήρε αποστάσεις από τον Τραμπ, τον οποίο μέχρι τώρα στήριζε, χαρακτηρίζοντας "ανταρσία" τα γεγονότα της Τετάρτης.
Είναι τέτοια η εγκατάλειψη του Τραμπ από πρώην συμμάχους, που ακόμη και η Εθνική Ένωση Μεταποίησης (ΝΑΜ), σταθερός χρηματοδότης των Ρεπουμπλικανών, ζήτησε την ενεργοποίηση της 25ης Τροπολογίας.
Εξού και ο ένοικος του Λευκού Οίκου εμφανίζεται τώρα διαλλακτικός, δηλώνοντας ότι μετά την ολοκλήρωση των εργασιών επικύρωσης του εκλογικού αποτελέσματος από το Κογκρέσο, μόνο μέλημά του είναι η εξασφάλιση ομαλής μεταβίβασης της εξουσίας, ενώ παράλληλα τόνισε ότι οι εισβολείς του Καπιτωλίου θα τιμωρηθούν.
Στο παρασκήνιο, όμως, πληθαίνουν οι πληροφορίες ότι ο Τραμπ δεν σκοπεύει να οδηγηθεί ανοχύρωτος στην έξοδο από την εξουσία και ότι εξετάζει ακόμη και το ευφάνταστο ενδεχόμενο να... απονείμει χάρη στον εαυτό του.
Ζητείται τιμωρία
Είναι, πάντως, τόσο μεγάλη η επιθυμία των Δημοκρατικών να επιφυλάξουν κάποιου είδους τιμωρία στον Τραμπ, που ηγετικά στελέχη τους, όπως η πρόεδρος της Βουλής Νάνσι Πελόζι και ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής τους ομάδας στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ, εισηγούνται να κινηθεί με όρους fast track η διαδικασία της παραπομπής σε δίκη με το ερώτημα της καθαίρεσης.
Με άλλα λόγια, όλες οι πλευρές του πολιτικού φάσματος κινούνται πλέον στο όριο των θεσμικών προβλέψεων.
Πρόκειται, ωστόσο, μάλλον για δευτεραγωνιστές, εφόσον ο αποφασιστικός λόγος έχει πλέον περάσει σε παίκτες εκτός πολιτικής σκηνής: τους κολοσσούς της ενημέρωσης και των τεχνολογιών, που ήδη υλοποιούν τη δική τους, συμβολική και ουσιαστική "καθαίρεση" του Τραμπ.
Όπως ακριβώς το σίριαλ της καταμέτρησης των εκλογών ουσιαστικά τερματίσθηκε τη στιγμή που τα μεγάλα κανάλια και ειδησεογραφικά πρακτορεία ανακήρυξαν νικητή τον Μπάιντεν, έτσι και ο πρόωρος τερματισμός της προεδρίας Τραμπ γίνεται τώρα υπόθεση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook και το Twitter, που αποφάσισαν να απενεργοποιήσουν τους λογαριασμούς του Νεοϋορκέζου μεγιστάνα μέχρι την 20ή Ιανουαρίου. Έχουν, άλλωστε, προηγηθεί περιστάσεις όπου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν "μαρκάρει" αναρτήσεις του Αμερικανού προέδρου ως προτρέπουσες στη βία ή διασπείρουσες fake news, ενώ και τηλεοπτικά κανάλια αρνήθηκαν μετεκλογικά να μεταδώσουν ομιλίες του.
Τίποτε δεν εικονογραφεί χαρακτηριστικότερα το γεγονός ότι για τις αμερικανικές ελίτ ο Τραμπ δεν αποτελεί πλέον μια μετά βίας ανεκτή "ιδιορρυθμία", αλλά πραγματικό παρία της δημόσιας ζωής. Αλλά και τίποτε δεν αναδεικνύει χαρακτηριστικότερα τον κίνδυνο ενός νέου αυταρχισμού, προερχόμενου αυτήν τη φορά όχι από ακροδεξιούς φανατικούς, παρά από τα μονοπώλια εκείνα που έχουν τη δυνατότητα να αφαιρούν τον λόγο από τον θεωρητικά ισχυρότερο άνδρα στον κόσμο.
0 Σχόλια