Η ζωή μας δεν θα είναι η ίδια στο μέλλον. Η COVID-19 επιτάχυνε διαδικασίες και προοπτικές
«Δεν θα γλιτώσουμε εύκολα απ’ αυτόν», ήταν η τελευταία κουβέντα πολύ γνωστού και μάχιμου διευθυντή κλινικής σε μεγάλο κρατικό νοσοκομείο, με μεγάλη πείρα στη διαχείριση λοιμωδών επεισοδίων. Η απαισιοδοξία του ως προς μία προσεχή έστω αναχαίτιση, μέσω του εμβολίου, της πανδημίας, ομολογουμένως ξάφνιασε. Τι άραγε γνωρίζουν οι ειδικοί που εμείς οι κοινοί θνητοί αγνοούμε;
Το διψασμένο για νεότερα στοιχεία βλέμμα έπεσε βέβαια στην πιο πρόσφατη εφ’ όλης της ύλης δημοσιοποίηση των προβληματισμών που τον απασχολούν από τον διακεκριμένο ιταλό γιατρό, ακαδημαϊκό και διευθυντή του Ινστιτούτου Φαρμακολογικών Ερευνών «Mario Negri», του Τζουζέπε Ρεμούτσι. Είναι προφανές πως οι ενημερωμένοι επιστήμονες ξέρουν πως ο εμβολιασμός αποτελεί ένα από τα κρίσιμα αναχώματα που μπορεί να στήσει ο άνθρωπος κατά της πανδημίας, αλλά δεν είναι και το καθοριστικά κρίσιμο. Διότι καθοριστικά κρίσιμο μέγεθος είναι ο χρόνος, ο πανδαμάτωρ.
Τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού δεν είναι και δεν πρόκειται να είναι σαν εκείνο κατά της πολιομυελίτιδας, το οποίο σκοτώνει τον ιό που προκαλεί την ασθένεια. Τα εμβόλια κατά της COVID-19 είναι και θα είναι σαν εκείνα κατά της γρίπης. Θα διαρκούν περίπου 6 με 8 μήνες και θα πρέπει να λαμβάνονται από τον γενικό πληθυσμό κάθε χρόνο. Τα εμβόλια αυτά δεν θα «σκοτώνουν» τον κορωνοϊό. Θα προστατεύουν τον άνθρωπο από το να νοσήσει και κατά την ενεργό περίοδο προστασίας από το σκεύασμα δεν θα μεταδίδεται η COVID-19 από τον έναν άνθρωπο στον άλλο. Με λίγα λόγια, έως ότου η εξέλιξη της συλλογικής ανοσίας, σε συνδυασμό με τις μεταλλάξεις του κορωνοϊού, συντελέσουν στη διαμόρφωση μιας νέας κατάστασης όπου η COVID-19 θα προκαλεί και θα αντιμετωπίζεται ως ένα ακόμη απλό κρυολόγημα, τα βασικά όπλα της ανθρωπότητας, πέρα από τα εμβόλια, θα είναι η μάσκα, οι αποστάσεις και τα καθαρά χέρια. Κατά τον ιταλό ακαδημαϊκό, η συλλογική ανοσία και όλα όσα θα την ακολουθήσουν αναμένεται να επιτευχθεί το 2024. Σε τρία με τέσσερα χρόνια, δηλαδή. Έως τότε, κοινωνία, οικονομία, πολιτική, η τριπλέτα που σκοτώνει, θα ισορροπεί πάνω σε ένα λεπτό τεντωμένο και παλλόμενο σχοινί. Εμείς θα είμαστε οι αναβάτες. Κάθε τόσο, από τις αναπηδήσεις, κάποιος θα πέφτει στο κενό. Μπορεί να είναι πολίτης, συλλογικότητα, θεσμός, οικονομική δομή ή ακόμη και πολιτιστική και καλλιτεχνική δημιουργία. Στο μεταξύ, οι κοινωνίες θα πειραματίζονται σε νέες σχέσεις και διασπορά δραστηριοτήτων. Κάποιες από αυτές τις δραστηριότητες, όπως η εξ αποστάσεως εργασία, θα παγιωθούν. Οι πολίτες που δεν εντάσσονται στον ψηφιακό κόσμο παραγωγής θα αμείβονται λιγότερο. Πολύ σύντομα οι πολίτες που δεν βρίσκουν κάποιο ρόλο σε ψηφιακό περιβάλλον θα αναγκαστούν να αποχωρήσουν, βίαια, από την παραγωγή. Το σύστημα θα αποβάλλει εκείνους που δεν συμβιβάζονται με τα νέα δεδομένα που απαιτεί ο ψηφιακός κόσμος της εργασίας. Παράλληλα, ο ανταγωνισμός μεταξύ των πολιτών θα εξελιχθεί σε μία ακόμη περισσότερο απρόσωπη διαδικασία, όπου οι «ψηφιακοί σφυγμοί αξιολόγησης» θα υποκαταστήσουν τις υφιστάμενες μορφές αξιολόγησης των ανθρωπίνων πόρων τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Η ζωή μας δεν θα είναι η ίδια στο μέλλον. Η COVID-19 επιτάχυνε διαδικασίες και προοπτικές. Η ψηφιακή πραγματικότητα και η ανθρώπινη δραστηριότητα σε αποκλειστικά ψηφιακό περιβάλλον, από την παραγωγή πατάτας έως τη διεξαγωγή του πολέμου και από την απόκτηση γνωστικού δυναμικού έως την κατανάλωση πολιτιστικού προϊόντος και μαζικής ή ειδικής ψυχαγωγίας, πάσης φύσεως και υφής, όλες οι παραπάνω διαστάσεις συναποτελούν ήδη σε μεγάλο βαθμό αλλά πρόκειται να συνδιαμορφώσουν σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό τις νέες παραμέτρους της καθημερινότητάς μας.
Με λίγα λόγια εδώ στην Ελλάδα ήδη έχουμε αρχίσει να αναμετριόμαστε με την επιθετική νέα πραγματικότητα χωρίς ούτε να το αντιλαμβανόμαστε ούτε και να προετοιμαζόμαστε για μία τέτοια βίαια αλλαγή. Βιώνουμε την πρώτη πανδημία σε ψηφιακό περιβάλλον ανάλυσης δεδομένων με αλγόριθμους που καθορίζουν την κοινωνική, επιστημονική, νοσηλευτική και ιδιωτική δραστηριότητά μας και την πολιτική διαχείριση αυτής της δυναμικά άγνωστης καθημερινότητας. Τη βιώνουμε χωρίς να υφίσταται η ενσυναίσθηση της ανατροπής των μέχρι σήμερα γνωστών και αυτονόητων μοντέλων συμπεριφοράς.
Η ελληνική κοινωνία μετά από μία δεκαετία αφαίμαξης των κοινωνικών και οικονομικών αντιστάσεων, αποθεμάτων και εφεδρειών, λόγω ενδημικής παθολογίας που καταλήγει περιοδικά σε πτώχευση από τότε που ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος, πέρασε βίαια στην πανδημία μέσω της οποίας μετρήθηκαν τα ανακλαστικά κοινωνικής αλληλεγγύης και συλλογικής πειθαρχίας, καθώς και τα δεδομένα επιστημονικής αυτάρκειας και ιδεολογικής ωριμότητας. Τα αποτελέσματα αυτού του crash test δεν είναι ενθαρρυντικά αλλά το φαινόμενο της υστέρησης των κοινωνιών έναντι των νέων δεδομένων και απαιτήσεων του ψηφιακού σύμπαντος δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα. Πρόκειται για φαινόμενο που επεκτείνεται σε όλα τα πλάτη και τα μήκη του πλανήτη, αλλά οι επιπτώσεις αυτής της υστέρησης παρατηρούνται και εντός των ίδιων των εθνικών ή κρατικών συλλογικοτήτων. Για την ακρίβεια, τα λιγότερο απροετοίμαστα τμήματα για να ενταχθούν στον ψηφιακό κόσμο είναι τα φτωχότερα στρώματα, οι ανειδίκευτοι πολίτες. Οι κοινωνικές ομάδες με τον χαμηλότερο δείκτη μόρφωσης ή επιμόρφωσης, τα έθνη κράτη με οικονομική υστέρηση, οι ομάδες εθνών ή κρατών με αδυναμία ευθυγράμμισης με αναπτυξιακά μοντέλα ή ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών ή ανάπτυξης εξειδικευμένων τεχνολογικών δυνατοτήτων. Εν ολίγοις. Η ενσωμάτωση κοινωνιών στο ψηφιακό μοντέλο εξαρτάται από τον δείκτη ανισοτήτων που παρατηρούνται στο εσωτερικό κάθε χώρας, σε ομάδες χωρών, σε γεωγραφικούς και γεωοικονομικούς χώρους.
Ξεκινώντας από την πανδημία φθάνουμε στην πρόκληση του ψηφιακού μοντέλου και από εκεί στον νέο κόσμο που ανοίγεται μπροστά μας και που υπαγορεύει μία νέα και διαμετρικά διαφορετική προσέγγιση του πολιτικού περιεχομένου της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Ελλάδα, νέος μεσαίωνας ή περίοδος σκοτεινών χρόνων;
Προς το τέλος της εβδομάδας που μας πέρασε και στην αρχή του τρέχοντος επταημέρου η πολιτική ζωή της χώρας αφιερώθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αντιπαράθεση μιας πρωθυπουργικής ποδηλατάδας με την παραθεριστική κατοικία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Θα ήταν ευτυχής η Γαλλία ή η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο αν η πολιτική τους πραγματικότητα αφιερωνόταν σε μία τέτοιου επιπέδου αντιπαράθεση. Θα σήμαινε προφανώς πως όλα τα άλλα μείζονα ζητήματα έχουν επιλυθεί.
Προφανώς το μίνιμουμ της σοβαρότητας που απαιτείται ως προς την πολιτική διαχείριση των θεμάτων μιας χώρας αποκλείει την καταφυγή σε τέτοιας διάστασης αντιπαράθεση στην κορυφή της πολιτικής πυραμίδας. Σε άλλες χώρες. Όχι στην Ελλάδα, όπου οι δημοσιογράφοι του ενός πολιτικού μπλοκ αφιερώνουν τον χρόνο τους για να αποκαλύψουν πώς η κατά παράδοση «χλεμπονιάρα και πτωχή, πεινασμένη και μίζερη Αριστερά» δεν μπορεί να απολαμβάνει τις χαρές μιας εξοχικής κατοικίας στο Σούνιο. Στην απέναντι όχθη οι άλλοι δημοσιογράφοι εξαντλούνται στο να κατακεραυνώνουν έναν πρωθυπουργό ο οποίος υπέπεσε στο σφάλμα της φωτογράφισής του με πολίτες χωρίς μάσκα. Μιλάμε για πολιτική επιχειρηματολογία επιπέδου.
Η υπερβολική αυτή δόση πολιτικής ανοησίας είναι δυστυχώς ευθέως ανάλογη της συνεχιζόμενης εδώ και τουλάχιστον μίας δεκαετίας ανεπάρκειας πολιτικού λόγου, ο οποίος θα εισήγαγε την κοινωνία στον δύσκολο και τραχύ δρόμο προετοιμασίας για την ενσωμάτωσή της στα νέα δεδομένα που επιβάλλουν οι κώδικες και οι κανόνες του κόσμου που καταφθάνει καλπάζοντας. Αντ’ αυτού, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες γωνιές του κόσμου, η πολιτική σκέψη όλο και περισσότερο γοητεύεται από την απλούστευση και άρα τη σιγουριά που προσφέρει ο τραχύς λαϊκισμός. Η υπεραπλούστευση της πολιτικής επιχειρηματολογίας. Η αφαίρεση κάθε σύνθετης προσέγγισης. Η υιοθέτηση μόνον της αντιπαράθεσης όπου τα πάντα είναι είτε μαύρα είτε άσπρα. Η ισοπέδωση κάθε σχετικότητας και η απόρριψη κάθε πολυπλοκότητας.
Όπως φαίνεται δεν θα ξεμπερδέψουμε εύκολα από την COVID-19, ούτε και τα εμβόλια θα διαγράψουν αυτόματα την απειλή. Δεν ξεμπερδεύουμε όμως εύκολα και με τον δυνάστη της πολιτικής υπεραπλούστευσης που καταλήγει στον συνθηματικό λαϊκισμό και στον πολιτικό αταβισμό. Θα περίμενε κανείς η πανδημία να επιταχύνει τις διαδικασίες ωρίμανσης των κοινωνιών. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει και η απειλή ενέτεινε τον ανακλαστικό λαϊκισμό σχεδόν παντού. Αναζητείται ειδική θεραπεία αλλά όπως όλες οι αντίστοιχες θεραπείες έρχονται κατά κανόνα κατόπιν εορτής.
0 Σχόλια