Ο βασικός ρόλος της αντιπολίτευσης είναι, αναμφίβολα, το καθήκον και συνάμα η υποχρέωση να ασκεί κριτική στα πεπραγμένα και τις παραλείψεις της κυβερνητικής πολιτικής. Όταν μάλιστα, πράγμα σπάνιο, ο ρόλος αυτός ασκείται ταυτοχρόνως με τη διατύπωση εφικτών εναλλακτικών προτάσεων, τότε μιλάμε για την απόλυτα επιτυχημένη αντιπολιτευτική τακτική.
Όλα αυτά βεβαίως ισχύουν όταν οι χώρες βρίσκονται σε καθεστώς κανονικότητας, τέτοιο που να επιτρέπει την απρόσκοπτη λειτουργία των θεσμών του πολιτικού συστήματος. Αντιθέτως, όταν επικρατούν ακραία έκτακτες συνθήκες, όπως, π.χ., ένας πόλεμος ή μια πανδημία, η κατάσταση αλλάζει δραματικά, καθώς εκείνο που, εκ των πραγμάτων, προέχει σε τέτοιες περιστάσεις είναι η διάσωση της κοινωνίας από τις ασύμμετρες απειλές με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι αμέσως μετά την κήρυξη πολέμου κατά της Ελλάδας από την Ιταλία του Μουσολίνι, τον Οκτώβριο του 1940, ακόμη και τα φυλακισμένα από το διδακτορικό καθεστώς Μεταξά στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος, ζήτησαν να επιστρατευθούν και να πολεμήσουν για την υπεράσπιση της εθνικής αξιοπρέπειας. Είκοσι χρόνια νωρίτερα, εξάλλου, οι οξείες πολιτικές αντιδικίες και οι αθέμιτου ανταγωνισμοί των δύο μεγάλων παρατάξεων της εποχής είχαν διευκολύνει τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Στο ερώτημα αν μπορεί να συγκριθούν οι πολεμικές συρράξεις, όπως οι προαναφερόμενες, με την τρέχουσα υγειονομική κρίση, η απάντηση είναι προφανώς θετική. Και τούτο διότι το τίμημα που καλούμαστε να πληρώσουμε εξαιτίας της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης τόσο σε χαμένες ανθρώπινες ζωές όσο και στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν είναι συγκρίσιμο με πολεμικές κρίσεις.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι μάλλον απορίας άξιον γιατί οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις στη χώρα μας, διαγ(κ)ωνιζόμενες μεταξύ τους, «χαλούν τον κόσμο» με την κριτική τους για το νέο lockdown στο οποίο εκούσα άκουσα οδηγήθηκε η κυβέρνηση μετά τη «φοβερή ταχύτητα» που, σύμφωνα με τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, παρουσίασε τις τελευταίες ημέρες η μετάδοση της πανδημίας.
Είναι περισσότερο από προφανές ότι για να φθάσουμε στην εκθετική αύξηση των κρουσμάτων, που παρατηρήθηκε τις τελευταίες ημέρες, έγιναν λάθος χειρισμοί. Χειρισμοί για τους οποίους, χωρίς να απαλλάσσονται όλοι όσοι δεν τηρούν τους κανόνες αυτοπροστασίας, την κύρια, αλλά όχι την αποκλειστική, ευθύνη την έχουν αναμφισβήτητα οι κυβερνητικοί ιθύνοντες.
Εστιάζοντας, άλλωστε, κανείς στη μεγάλη εικόνα, η οποία δεν είναι άλλη από την κατάσταση που επικρατεί στις περισσότερες χώρες του πλανήτη και είναι αναλογικά πολύ χειρότερη από εκείνη που αντιμετωπίζει η χώρα μας, δεν μπορεί να μην επισημάνει ότι η σφοδρή κριτική που γίνεται από κάποιες αντιπολιτευτικές δυνάμεις είναι αναντίστοιχη με την πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο που η κριτική αυτή δεν συνοδεύεται και από την υπόδειξη των συγκεκριμένων λανθασμένων χειρισμών και την παράθεση εφικτών εναλλακτικών προτάσεων, αλλά αναλώνεται σε αστεία αιτήματα για… δημοσιοποίηση πρακτικών (!) από τις συνεδριάσεις της Επιτροπής των Λοιμοξιολόγων.
Δεν μπορεί, για παράδειγμα, από τη μια να επικρίνεται η κυβέρνηση τον Μάιο για καθυστέρηση στο άνοιγμα του τουρισμού και τον Αύγουστο να της ασκείται κριτική επειδή επέτρεψε την έλευση τουριστών. Ούτε είναι λογικό να στηλιτεύεται η μη έγκαιρη λήψη μέτρων όταν ελάχιστες μέρες νωρίτερα χαρακτηριζόταν «πρόσχημα» το κλείσιμο της εστίασης, ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης πήγαινε σε θεατρική παράσταση με στόχο να υποδηλώσει τη διαφωνία του με την αναστολή των πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Όπως και έχει, πάντως, το μόνο βέβαιο είναι ότι, όπως προκύπτει και από τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, οι πολίτες, όσο και αν είναι δυσαρεστημένοι με όσα συμβαίνουν γύρω μας, δεν δείχνουν να επικροτούν τη στάση της αντιπολίτευσης. Η διαρκής γκρίνια, ιδίως όταν συνδυάζεται με χαιρέκακη προσέγγιση και λαϊκίστικο χάιδεμα των αυτιών όλων όσοι πλήττονται από το lockdown, δεν λογίζεται ως εποικοδομητική στάση και ως εκ τούτου φαίνεται να ενοχλεί την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.
Με δεδομένη, λοιπόν, τη δυσκολία της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και την κρισιμότητα των στιγμών, θα είχε ενδιαφέρον αν κάποιο κόμμα έπαιρνε την πρωτοβουλία να κηρύξει ένα, έστω μονομερές, «μορατόριουμ» στην αντιπαράθεση με την κυβέρνηση για τις επόμενες τρεις εβδομάδες που ισχύει το νέο απαγορευτικό το οποίο θα μας κλείσει και πάλι τους περισσοτέρους εξ ημών στα σπίτια μας.
Θα μπορούσε, χωρίς φυσικά να δίνει συγχωροχάρτι, να συλλέγει στοιχεία με τα τυχόν λάθη και τις αστοχίες που θα συμβούν σε αυτό το διάστημα. Και όταν αλλάξουν τα πράγματα να κάνει μια συνολική, υπεύθυνη και αξιόπιστη αποτίμηση της κατάστασης, καταλογίζοντας τις πραγματικές ευθύνες εκεί που όντως ανήκουν. Το κέρδος από μια τέτοια πρωτοβουλία θα ήταν πολλαπλό. Θα ήταν πρωτίστως κέρδος, το οποίο θα το καρπώνονταν οι πολίτες. Οι οποίοι, εν τέλει, είναι βέβαιο ότι θα το μεταβίβαζαν στην πολιτική δύναμη που κήρυξε το «μορατόριουμ».
Καταλήγοντας, αν με ρωτάτε πόσες πιθανότητες δίνω να συμβεί κάτι τέτοιο, η απάντηση που μου έρχεται αβίαστα στον νου είναι η εξής: μηδαμινές. Όσο, άλλωστε, ασκείται κριτική από κοινοβουλευτικά στελέχη επειδή ο πρωθυπουργός αποκαλούσε με το μικρό του όνομα τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, όχι «μορατόριουμ» δεν θα δούμε, αλλά δεν θα περάσει μέρα που κάποιοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι δεν θα δημιουργούν συνθήκες εικονικής πολεμικής σύρραξης, αφού είναι οι μόνες που τους «τρέφουν»…
Γρηγόρης Τζιοβάρας
0 Σχόλια