Οι πιθανότητες περαιτέρω κλιμάκωσης της έντασης είναι σοβαρές. Η Τουρκία μοιάζει να προκρίνει ακόμη και την πρόκληση μίας ελεγχόμενης κρίσης προκειμένου να καταφέρει να επιβάλει τους δικούς της όρους στον διάλογο. Εκτιμά ότι σε μία τέτοια περίπτωση, ο δυτικός παράγοντας, θορυβημένος από τον κίνδυνο σύρραξης και κυρίως προσμετρώντας τις παρενέργειες στα συμφέροντά του στην περιοχή (και σε σχέση με τρίτες χώρες), θα σπεύσει να παρέμβει, αδιαφορώντας για την ατζέντα της συζήτησης, παρά μόνο για το αποτέλεσμα.
Εξίσου, η Αγκυρα επενδύει στην ανησυχία του Βερολίνου για το προσφυγομεταναστευτικό ζήτημα, που εμφανώς το «φρενάρει», μεταξύ άλλων λόγων στη λήψη κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας. Η τελευταία συνειδητά αυξάνει την ένταση και κατ’ επέκταση την πίεση προς την ΕΕ, ώστε να εξαλείψει και την παραμικρή πιθανότητα επιβολής σκληρών κυρώσεων σε βάρος της. Δείχνει διατεθειμένη να πολλαπλασιάσει το κόστος, κυρίως για Ελλάδα και Κύπρο, ποντάροντας στη χλιαρή μέχρι τώρα αντίδραση των Ευρωπαίων, εν γνώσει της ότι η τουρκική οικονομία είναι αρκετά εύθραυστη.
Ετερο ανησυχητικό στοιχείο είναι πως η Ελλάδα έχει πλέον εδραιωθεί στο πρώτο πλάνο του κάδρου δαιμονοποίησης της τουρκικής ηγεσίας. Ο Ερντογάν επιτρέπει στον Μπαχτσελί να οργανώνει φιέστες με απαίτηση την «επιστροφή» των Δωδωκανήσων στην Τουρκία, έχει ενθυλακώσει τις πιο ακραίες φωνές και απόψεις σχετικά με την κυριότητα ελληνικών νησιών (ακόμη δεν αποτελούν επίσημη θέση αλλά διόλου δεν αποκλείεται να υιοθετηθούν) και σχεδόν καθημερινά προσδίδει στην Ελλάδα χαρακτηριστικά εχθρικής δύναμης. Ενίοτε μας θεωρεί πιόνια των δυτικών, άλλες φορές μας χρεώνει πως εμείς δίνουμε τον τόνο της αντιπαράθεσης, κινώντας τα νήματα.
Σε κάθε περίπτωση, σήμερα η τουρκική ηγεσία εμφανίζει ένα πρόσωπο επιθετικά αναθεωρητικό και δηλώνει προς πάσα κατεύθυνση ότι έχει απολέσει την εμπιστοσύνη της στην Ελλάδα. Μάλιστα, είναι προφανές ότι επιζητά την ταπείνωση της ελληνικής ηγεσίας αλλά και να της μεταφέρει την πίεση (ίσως και το βάρος να ρίξει την πρώτη βολή), αδυνατώντας να «χωνέψει» την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία. Βέβαια, ο Ερντογάν ναι μεν έχει εγκλωβιστεί στη ρητορική της όξυνσης και των απειλών, αλλά, ελέγχοντας το μιντιακό σύστημα σχεδόν ολοκληρωτικά, είναι σε θέση να αναδιπλωθεί ευπρόσωπα.
Η Ελλάδα από την πλευρά της, καλείται να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο η επόμενη (τέταρτη στη σειρά NAVTEX) να φτάνει στα όρια των ελληνικών χωρικών υδάτων. Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει ήδη να έχει διαμηνύσει στους εταίρους της ότι αν η Τουρκία επιχειρήσει έναν οιονεί αεροναυτικό αποκλεισμό (περίσφιξη) του Καστελλορίζου η σύγκρουση θα καταστεί αναπόφευκτη. Εξίσου σημαντικό είναι από τώρα να προσδιορίσουμε με απόλυτα ακριβή τρόπο τις αντιδράσεις μας ανάλογα το μέγεθος της τουρκικής απειλής. Επίσης, έστω και καθυστερημένα, πρέπει να αναδείξουμε ενώπιον του διεθνούς ακροατηρίου το νομικό μας οπλοστάσιο και να εξαπολύσουμε την ανάλογη επικοινωνιακή αντεπίθεση, προσαρμοσμένη στη γλώσσα που κατανοούν στο εξωτερικό, με κύριο επιχείρημα ότι υπερασπιζόμαστε τη διεθνή έννομη τάξη.
Προς τούτο, αποκτά πρακτική αξία η προοπτική προσφυγής στο ΣΑ του ΟΗΕ, εφόσον έχουμε εξασφαλίσει τις κατάλληλες συμμαχίες. Μέσα σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον, η Αθήνα οφείλει να είναι προσεκτική απέναντι σε προβοκάτσιες και να παραμείνει προσηλωμένη στον οριοθετημένο διάλογο, αναζητώντας τη βαλβίδα εκτόνωσης. Δεν μπορεί, όμως, να μην προετοιμάζεται και για το σενάριο του διαλόγου κατόπιν δραματικής όξυνσης της κατάστασης.
* O Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ. Κυκλοφορεί η 2η έκδοση του βιβλίου «Η Ελλάδα στη γειτονιά της» (εκδόσεις Παπαδόπουλος)
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Εξίσου, η Αγκυρα επενδύει στην ανησυχία του Βερολίνου για το προσφυγομεταναστευτικό ζήτημα, που εμφανώς το «φρενάρει», μεταξύ άλλων λόγων στη λήψη κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας. Η τελευταία συνειδητά αυξάνει την ένταση και κατ’ επέκταση την πίεση προς την ΕΕ, ώστε να εξαλείψει και την παραμικρή πιθανότητα επιβολής σκληρών κυρώσεων σε βάρος της. Δείχνει διατεθειμένη να πολλαπλασιάσει το κόστος, κυρίως για Ελλάδα και Κύπρο, ποντάροντας στη χλιαρή μέχρι τώρα αντίδραση των Ευρωπαίων, εν γνώσει της ότι η τουρκική οικονομία είναι αρκετά εύθραυστη.
Ετερο ανησυχητικό στοιχείο είναι πως η Ελλάδα έχει πλέον εδραιωθεί στο πρώτο πλάνο του κάδρου δαιμονοποίησης της τουρκικής ηγεσίας. Ο Ερντογάν επιτρέπει στον Μπαχτσελί να οργανώνει φιέστες με απαίτηση την «επιστροφή» των Δωδωκανήσων στην Τουρκία, έχει ενθυλακώσει τις πιο ακραίες φωνές και απόψεις σχετικά με την κυριότητα ελληνικών νησιών (ακόμη δεν αποτελούν επίσημη θέση αλλά διόλου δεν αποκλείεται να υιοθετηθούν) και σχεδόν καθημερινά προσδίδει στην Ελλάδα χαρακτηριστικά εχθρικής δύναμης. Ενίοτε μας θεωρεί πιόνια των δυτικών, άλλες φορές μας χρεώνει πως εμείς δίνουμε τον τόνο της αντιπαράθεσης, κινώντας τα νήματα.
Σε κάθε περίπτωση, σήμερα η τουρκική ηγεσία εμφανίζει ένα πρόσωπο επιθετικά αναθεωρητικό και δηλώνει προς πάσα κατεύθυνση ότι έχει απολέσει την εμπιστοσύνη της στην Ελλάδα. Μάλιστα, είναι προφανές ότι επιζητά την ταπείνωση της ελληνικής ηγεσίας αλλά και να της μεταφέρει την πίεση (ίσως και το βάρος να ρίξει την πρώτη βολή), αδυνατώντας να «χωνέψει» την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία. Βέβαια, ο Ερντογάν ναι μεν έχει εγκλωβιστεί στη ρητορική της όξυνσης και των απειλών, αλλά, ελέγχοντας το μιντιακό σύστημα σχεδόν ολοκληρωτικά, είναι σε θέση να αναδιπλωθεί ευπρόσωπα.
Η Ελλάδα από την πλευρά της, καλείται να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο η επόμενη (τέταρτη στη σειρά NAVTEX) να φτάνει στα όρια των ελληνικών χωρικών υδάτων. Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει ήδη να έχει διαμηνύσει στους εταίρους της ότι αν η Τουρκία επιχειρήσει έναν οιονεί αεροναυτικό αποκλεισμό (περίσφιξη) του Καστελλορίζου η σύγκρουση θα καταστεί αναπόφευκτη. Εξίσου σημαντικό είναι από τώρα να προσδιορίσουμε με απόλυτα ακριβή τρόπο τις αντιδράσεις μας ανάλογα το μέγεθος της τουρκικής απειλής. Επίσης, έστω και καθυστερημένα, πρέπει να αναδείξουμε ενώπιον του διεθνούς ακροατηρίου το νομικό μας οπλοστάσιο και να εξαπολύσουμε την ανάλογη επικοινωνιακή αντεπίθεση, προσαρμοσμένη στη γλώσσα που κατανοούν στο εξωτερικό, με κύριο επιχείρημα ότι υπερασπιζόμαστε τη διεθνή έννομη τάξη.
Προς τούτο, αποκτά πρακτική αξία η προοπτική προσφυγής στο ΣΑ του ΟΗΕ, εφόσον έχουμε εξασφαλίσει τις κατάλληλες συμμαχίες. Μέσα σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον, η Αθήνα οφείλει να είναι προσεκτική απέναντι σε προβοκάτσιες και να παραμείνει προσηλωμένη στον οριοθετημένο διάλογο, αναζητώντας τη βαλβίδα εκτόνωσης. Δεν μπορεί, όμως, να μην προετοιμάζεται και για το σενάριο του διαλόγου κατόπιν δραματικής όξυνσης της κατάστασης.
* O Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ. Κυκλοφορεί η 2η έκδοση του βιβλίου «Η Ελλάδα στη γειτονιά της» (εκδόσεις Παπαδόπουλος)
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια