Οι εξελίξεις προδιαγράφονται ιδιαίτερα ανησυχητικές, και καλό θα είναι να μην επαναπαυόμαστε στην επίπλαστη αίσθηση της ανακούφισης που δημιουργεί η ελεγχόμενη «αποκλιμάκωση» στην Ελληνοτουρκική αντιπαράθεση της προηγούμενης περιόδου…
Του Κ. Κυριακόπουλου
Άλλωστε η διαχείριση του καθεστώτος του ΜΗ πολέμου, ΟΥΔΕΠΟΤΕ ήταν προνομιακό πεδίο για την Ελληνική εξωτερική πολιτική, ενώ το ίδιο το κόστος διαχείρισης αυτού του γκρίζου περιβάλλοντος, ανέκαθεν υπήρξε δυσβάστακτο για την χώρα.
Πρώτον γιατί ως «προϊόν» το καθεστώς του ΜΗ πολέμου, ήταν κατά κανόνα «ελαττωματικό», και αυτό το επιβεβαιώνει πριν απ’ οτιδήποτε άλλο η μεταβατικότητα και φυσικά η προσωρινότητά του.
Δεύτερον γιατί η «αγορά» του είναι κατά κανόνα πανάκριβη, αφού το εκάστοτε τίμημα, είναι η αμετάκλητη κατάρρευση ενός μεγάλου μέρους από το νομικοπολιτικό οπλοστάσιο που έχει στην διάθεσή της η πατρίδα μας προκειμένου να διαχειριστεί τις κρίσιμες, σημαντικές και διαρκείς προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη.
Τρίτον γιατί η επάνοδος από το περιβάλλον του ΜΗ πολέμου στο καθαρά συγκρουσιακό περιβάλλον, πραγματοποιείται κάθε επόμενη φορά με ακόμη δυσμενέστερους όρους σε σχέση με κάθε προηγούμενη, αφού ΚΑΙ τα τετελεσμένα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα καθίστανται πολυπληθέστερα και περισσότερο δυσκολοξεπέραστα, αλλά ΚΑΙ η πραγματική θέση της στο περιφερειακό σύστημα ισορροπιών επιδεινώνεται σταθερά.
Σε όλα τα παραπάνω, που διατηρούν στο ακέραιο την επικαιρότητα και την σπουδαιότητά τους, θα πρέπει να συνυπολογιστεί πως η τελευταία κρίση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, διαφέρει ως προς τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά από κάθε προηγούμενη. Αυτή η κρίση, δεν ήταν μια αυτοτελής έξαρση στην παραδοσιακή Ελληνοτουρκική αντιπαλότητα, αλλά μέρος μιας βίαιης και πολυμετωπικής απόπειρας την οποία ενορχήστρωσε η Τουρκική Εξωτερική πολιτική, προκειμένου να αναδείξει ολοκληρωμένα την νέο-οθωμανική της ατζέντα και να την επιβάλει ως αναπόσπαστη παράμετρο στις περιφερειακές εξελίξεις αλλά και συνολικά στο Διεθνές Σύστημα. Αυτός είναι και ο λόγος που ο συγκεκριμένος κύκλος της κλιμάκωσης, χαρακτηρίστηκε από ιδιαίτερη πολυμορφία, διάρκεια αλλά και ένταση. Και κυρίως, αυτός είναι ο λόγος που αυτή η κλιμάκωση υπήρξε επιπροσθέτως ΚΑΙ πολυπαραγοντική.
Το δεύτερο στοιχείο που διαφοροποιεί σημαντικά αυτήν την κρίση από κάθε προηγούμενη, είναι ο «εκβιαστικός» τρόπος με τον οποίο εξανάγκασε την...
Ελληνική Εξωτερική πολιτική να αφυπνιστεί από την διαχρονική της Νιρβάνα, και να κινηθεί, έστω και ερμαφρόδιτα, στο επίπεδο της ανάληψης και διαχείρισης διπλωματικών πρωτοβουλιών. Υπήρξε με δυο λόγια η αφορμή, για την βίαιη ενηλικίωσή της, παράλληλα με την προσαυξημένη υποχρέωση του πολιτικού προσωπικού, να προσπαθήσει να ανταποκριθεί στο νέο επίπεδο των αυξημένων απαιτήσεων που διαμορφώθηκε αντικειμενικά.
Η συνισταμένη αυτών των παραμέτρων, δημιούργησε συνολικά μια καινούρια κατάσταση και ένα νέο πολυσύνθετο παζλ προκλήσεων, απειλών, τετελεσμένων, δυσκολιών αλλά και πρωτόγνωρων δυνατοτήτων, στο πλαίσιο του οποίου η χώρα μας ανέλαβε a priori την ιστορική υποχρέωση, να το διαχειριστεί πρωταγωνιστικά.
Όχι γιατί αυτό προκύπτει ως αυθαίρετη παραδοχή ενός δικού μας μικρομεγαλισμού στην αξιολόγηση των δεδομένων, αλλά διότι η θέση της, ο ρόλος της, η σχέση της με τους παραδοσιακούς της συμμάχους, η είσοδος καινούριων δρώντων σε αυτήν την σύνθετη γεωπολιτική εξίσωση και φυσικά η βαρύτητα των πραγματικών απειλών, αναγορεύουν αντικειμενικά την πατρίδα μας σε καταλύτη των εξελίξεων, στην συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία.
Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα είχε να διαχειριστεί:
Την απροκάλυπτη επιθετική ενέργεια της Τουρκίας, με την οργανωμένη μεταφορά αλλοδαπών στα Ελληνοτουρκικά σύνορα, προκειμένου να ασκηθεί πίεση στην χώρα μας και να καταρρεύσει η πρώτη χερσαία γραμμή άμυνάς της, με πολιορκητικό κριό την εγκληματική όσο και διαστροφική χρησιμοποίηση φανατικών αλλά και απελπισμένων ανθρώπων. Στο επιχειρησιακό επίπεδο η αντιμετώπιση της επίθεσης υπήρξε επιτυχής. Η νομικοπολιτική εργαλειοποίησή της όμως υπήρξε ελλιπέστατη, με αποτέλεσμα να μην βρεθεί τελικά η Τουρκία αντιμέτωπη με σοβαρά διπλωματικοπολιτικά αδιέξοδα που θα την υποχρέωναν να μετρήσει δυσβάστακτο κόστος.
Την πρωτοφανή πρόκληση- τετελεσμένο που δημιούργησε η Τουρκολιβυκή πειρατική συμφωνία, μέσα από την οποία η Τουρκία επιδίωξε να μεταβάλει στρατηγικά το φυσιογνωμικό status σε ολόκληρη την ΝΑ Μεσόγειο. Ατολμία, αναποφασιστικότητα, ολιγωρίες αλλά και η ανεπίτρεπτη ανοχή που επεδείχθη απέναντι στην Γερμανική προκλητικότητα, αφυδάτωσαν και εν τέλει ακύρωσαν την αυτονόητη δυναμική με την οποία θα μπορούσε η χώρα μας να εγκαινιάσει επιτέλους μια χειραφετημένη νομικοπολιτική παρουσία στα θεσμικά δρώμενα, ικανή να μεταβάλει ακόμη και τις ήδη κλονιζόμενες ισορροπίες στο πλαίσιο των συμμαχικών δομών.
Ένα ευρύτατο πακέτο αιτημάτων και αυθαιρεσιών με το οποίο η Τουρκία παρεμβαίνει σχεδιασμένα, επιδιώκοντας να θεμελιώσει τις νέο-οθωμανικές της ονειρώξεις, πάνω στην ανατροπή των Διεθνών συμφωνιών που οριοθέτησαν το status της περιοχής, μετά την κόλαση των δύο Παγκοσμίων πολέμων. Πρόκειται ουσιαστικά για μια ολοκληρωμένη απόπειρα παρέμβασης με ευρύτερες γεωπολιτικές προεκτάσεις, η οποία στοχοποιεί την πατρίδα μας, αμφισβητώντας το σύνολο της χερσαίας και θαλάσσιας οριογραμμής μεταξύ των δύο χωρών, αλλά και ολόκληρο το εύρος των εθνικών μας κυριαρχικών δικαιωμάτων. Στο επίπεδο δε της έμπρακτης προώθησης της αναθεωρητικής της ατζέντας, η Τουρκία εμφανίζεται αποφασισμένη να υποστηρίξει ΚΑΙ επιχειρησιακά, το ευρύ πακέτο των διεκδικήσεών της και αυτό ακριβώς έκανε όλη την προηγούμενη περίοδο.
Έτσι, με ενορχηστρωτή την Τουρκία, η ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου εισέρχεται σε μια φάση παρατεταμένης αποσταθεροποίησης, στην περιδίνηση της οποίας βρίσκεται η Ελλάδα, μιας και η γεωπολιτική της υπόσταση, λειτουργεί ως φυσικό ανάχωμα στον ανεξέλεγκτο τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό.
Είναι φανερό πλέον ότι τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά αυτής της σύγκρουσης, ΔΕΝ είναι διμερή. Η παραδοσιακή ελληνοτουρκική αντιπαράθεση με την αυτοτελή της υπόσταση, δεν υφίσταται πλέον. Οι προεκτάσεις που προσλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά αυτής της σύγκρουσης είναι ευρύτερες.
Αυτή η διαφοροποίηση μοιραία ενεργοποιεί και άλλους ισχυρούς δρώντες που διαβλέπουν τις Τουρκικές επιδιώξεις, και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αναβαθμίζεται πλέον αυτή η σύγκρουση σε πολυπαραγοντική.
Αίγυπτος, Γαλλία, Ισραήλ, ΗΑΕ, αλλά και Κατάρ, και Ιταλία, Γερμανία αλλά και ΗΠΑ πλασάρονται σταδιακά σε αυτήν την περίεργη σκακιέρα, με τον δικό τους τρόπο, για τους δικούς τους λόγους, και στην βάση των δικών τους ιδιαίτερων επιδιώξεων, η κάθε μια χώρα ξεχωριστά.
Στην κορύφωση της έντασης, η Ελλάδα προφανώς σε συνεννόηση αλλά και με την ενθάρρυνση τρίτων, προσπαθεί να διατηρήσει έναν ρόλο σε αυτό το σύνθετο σκηνικό. Αλλά τον διαχειρίζεται άτολμα, φοβικά, σε κάθε περίπτωση αποσπασματικά και αδυνατώντας να εντάξει τους επιμέρους βηματισμούς της, σε ένα μακρόπνοο εθνικό στρατηγικό σχέδιο που να βλέπει μπροστά και να εναρμονίζεται με τις απαιτήσεις τις επόμενης μέρας.
Η Ελλάδα ουσιαστικά αποδέχεται να παίξει τον ρόλο που της αναθέτουν και αρνείται να διεκδικήσει αυτόν που της αναλογεί ιστορικά, προκειμένου να ανταποκριθεί με επιτυχία στις προκλήσεις της εποχής.
Η Ελλάδα προσάρμοσε αυτόν τον ρόλο στο στενό κοστούμι των απαιτήσεων της ΜΗ σύγκρουσης, και αντί να κάνει πραγματική διαχείριση των στρατηγικών ευκαιριών που δημιουργήθηκαν, έκανε απλώς διαχείριση χρόνου. Για την ακρίβεια ροκάνισε τον χρόνο που ήταν πολύτιμος, υπηρετώντας τον «υψηλό στόχο» της διασφάλισης της συμμαχικής σταθερότητας, επειδή αυτό απαίτησαν οι Αμερικανοί και η κ. Μέρκελ.
Με αυτήν την επιλογή όμως, η Ελληνική Εξωτερική πολιτική αποσταθεροποίησε πλήρως το νέο περιβάλλον αυξημένων δυνατοτήτων που δημιουργήθηκε συγκυριακά, αποδεικνύοντας πως επιλέγει συνειδητά την ιδιότητα του ουραγού και του συμβιβασμένου, αλλά της είναι παντελώς άγνωστη η ιδιότητα του χειραφετημένου δρώντα, που διεκδικεί λόγο και ρόλο στις εξελίξεις της επόμενης μέρας, διασφαλίζοντας πρωτίστως το απαραβίαστο του ζωτικού της χώρου.
Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικά ασαφούς και απροσδιόριστης παρουσίας, προέκυψαν οι γνωστές συμφωνίες οριοθέτησης με την Ιταλία και με την Αίγυπτο, οι οποίες για μια σειρά από συγκεκριμένους λόγους, έχουν γίνει αντικείμενο έντονης κριτικής και όχι άδικα.
Καθηλωμένη σε αυτούς τους υπαγορευόμενους, επιτηρούμενους και ημιτελείς βηματισμούς, που συνεπικουρούνται και αβαντάρονται συστηματικά από τα παραδοσιακά φοβικά σύνδρομα, η Ελλάδα ΔΕΝ δρομολόγησε αντίστοιχη συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Κύπρο, αρνούμενη να πρωταγωνιστήσει έστω για μια φορά, έχοντας συμμάχους ακόμη και τα προσχήματα, στην καθ΄ όλα θεμιτή προσπάθεια να είναι αυτή που θα επιβάλει τετελεσμένα με όρους Διεθνούς Δικαίου και αυτό είναι το σημαντικό.
Μέσα σε έναν ορυμαγδό αλλεπάλληλων κλυδωνισμών και αρνούμενη να προσδώσει σαφές στρατηγικό στίγμα στους βηματισμούς της, η Ελληνική κυβέρνηση αδυνατεί να «διαβάσει» την ταυτότητα των εξελίξεων, και συνακόλουθα εμφανίζεται ανίκανη να ερμηνεύσει τις επιλογές εκείνων που επιλέγουν να προσεταιριστούν και να αβαντάρουν την επιθετική Τουρκία. Κυρίως όμως εμφανίζεται παντελώς ανίκανη να αξιολογήσει στρατηγικά το εύρος της δυνητικής διαφοροποίησης των δυνάμεων εκείνων που επιλέγουν να αποστασιοποιηθούν από αυτήν την λογική και να τοποθετηθούν απέναντι από τις τουρκικές επιδιώξεις.
Αυτή η ανικανότητα, εκδηλώνεται σε μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή κατά την οποία η χώρα μας θα έπρεπε να εγκαταλείψει οριστικά την θέση του παθητικού θεατή των εξελίξεων, και να λειτουργήσει ως στρατηγικός καταλύτης, ικανός να ενθαρρύνει διεργασίες και να συμπαρασύρει και άλλους δρώντες στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός ισχυρού Διηπειρωτικού Περιφερειακού Αντισταθμίσματος με συγκεκριμένη φυσιογνωμία και προτεραιότητες, επιβάλλοντας έτσι στους πάντες το δικαίωμά της να της αναγνωρίσουν έναν αναβαθμισμένο γεωστρατηγικό ρόλο στην υπό διαμόρφωσην νέα Αρχιτεκτονική. Δυστυχώς ΔΕΝ το έπραξε…
Ούτε όταν η Γαλλία «της έκλεισε το μάτι» προσβλέποντας σε μια εξωθεσμική στρατηγική συνεννόηση, σε διαδρομές παράλληλες και ανεξάρτητες από τις υπάρχουσες συμμαχικές δομές…
Ούτε όταν η Αιγυπτιακή ηγεσία προσπαθούσε να ισορροπήσει αναζητώντας την δική της περπατησιά μέσα ΚΑΙ από τις αυταπάτες της, αρνούμενη ίσως να δει πως η στοχοποίησή της είναι διαρκής στο πλαίσιο του νέο-οθωμανικού οράματος…
Ούτε όταν θα έπρεπε να ενθαρρύνει με κάθε τρόπο – ΚΑΙ με την γοητεία ενός ολοκληρωμένου στρατηγικού περιφερειακού σχεδιασμού – την περαιτέρω εμπλοκή των ΗΑΕ, στην διαμόρφωση των όρων για μια νέα περιφερειακή ισορροπία με ακόμη λιγότερη ή ακόμη και με πλήρως αποδυναμωμένη την Τουρκική παρουσία.
Την στιγμή δηλαδή που η Ελλάδα θα έπρεπε να αποδείξει στους πάντες την δυνατότητά της να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στον περιφερειακό σχεδιασμό, η Ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να ευνουχίσει αυτήν την δυνατότητα, αναμασώντας τα παραμύθια του Πάιατ περί «νησίδας περιφερειακής σταθερότητας», και να αφήνει τις ευκαιρίες να περνούν αναξιοποίητες, γιατί προτίμησε να αλληθωρίζει προκειμένου να συναντήσει το νεύμα της Μέρκελ και να ακούει τις άγαρμπες υποδείξεις του κ. Τράμπ.
Μέχρι που ήρθε η αποκάλυψη των παράλληλων μυστικών συζητήσεων στις οποίες εγκλωβίστηκε καθ’ υπόδειξη και με απαίτηση Μέρκελ, για να γκρεμίσει κάθε ίχνος σοβαρής προσδοκίας που θα μπορούσε να έχει οποιοσδήποτε σοβαρός συνομιλητής και στρατηγικός συνεργάτης με το πολιτικό προσωπικό αυτής της χώρας.
Ο εκκολαπτόμενος επιτηρούμενος διάλογος στον οποίο η κυβέρνηση έχει εναποθέσει τα πάντα, δεν είναι παρά η προτελευταία πράξη του δράματος, αν η κοινωνία δεν αφυπνιστεί και δεν μπλοκάρει εν τη γενέσει τους τις κυοφορούμενες εξελίξεις.
Η Ελλάδα ουσιαστικά έχει ρίξει λευκή πετσέτα.
Διέψευσε τις προσδοκίες όσων επένδυσαν σε αυτήν. Ακύρωσε συνειδητά τα πολύ σημαντικά όπλα που είχε στην διάθεσή της, για να εξαναγκάσει την Τουρκία σε πανάκριβο τίμημα. Προδίδει την Κύπρο. Την εγκαταλείπει έρμαιο στους εκβιασμούς των αδίστακτων δήθεν «συμμάχων» μας. Έχει παραιτηθεί από όλα τα κρίσιμα εθνικά αιτήματα που θα μπορούσε να προβάλει ως προαπαιτούμενα για να τουμπάρει ολοκληρωτικά την παρτίδα και να καταστήσει την Τουρκία αμυνόμενη και απολογούμενη. Και ετοιμάζεται να αποδεχτεί πλαίσιο συμφωνίας με απαράδεκτες υπαναχωρήσεις, που στον επόμενο παροξυσμό της Τουρκικής επιθετικότητας, θα της το τρίβουν στα μούτρα φίλοι και εχθροί.
Να γιατί επιμένουμε από την πρώτη στιγμή πως η ουσιαστική αποτίμηση των πεπραγμένων μιας κυβέρνησης που καλείται να διαχειριστεί κρίσιμες εθνικές υποθέσεις μέσα σε ένα περιβάλλον συγκρουσιακό, δεν μπορεί να εξαντλείται στην απλή καταγραφή επιμέρους αποσπασματικών παρεμβάσεων, στο πλαίσιο μιας ρηχής και ανούσιας απαρίθμησής τους, αλλά θα πρέπει να επεκτείνεται στην αξιολόγηση της ικανότητάς της να κεφαλαιοποιεί σωρευτικά το αποτέλεσμά τους στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού με στρατηγικό αποτύπωμα.
Δυστυχώς… ΚΑΙ αυτή η κυβέρνηση απέδειξε ότι είναι πολύ κατώτερη των περιστάσεων. Επιδιώκει να διαχειριστεί επικοινωνιακά ένα πακέτο μαζικής κοινωνικής εξαπάτησης, με επίδικο την παραμονή της στην εξουσία, ενώ με τους παρασκηνιακούς της χειρισμούς, είναι βέβαιο πως όταν εγκαταλείψει την εξουσία, θα παραδώσει μια Ελλάδα που θα ασκεί ακόμη λιγότερα κυριαρχικά δικαιώματα σε έναν δραστικά ακόμη πιο περιορισμένο ζωτικό χώρο.
Η κοινωνία θα πρέπει να αφυπνιστεί. Η πίστωση χρόνου και ευκαιριών που δίνει η Ιστορία, ΔΕΝ έχει λευκή ημερομηνία.
Το πολιτικό υποκείμενο που λείπει από την χώρα για να την στήσει όρθια και να σηκώσει το γάντι σε μια περίοδο κρίσιμων ανατροπών, θα πρέπει να το δημιουργήσουμε σήμερα. Σε διαφορετική περίπτωση αυτό που θα έχει να διαχειριστεί, θα είναι ερείπια και την χλεύη της Ιστορίας.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια