Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι είχε ένα συνεκτικό πρόγραμμα το οποίο δεν είναι απλώς επίκαιρο αλλά είναι και το μόνο που έχουμε μέχρι σήμερα στο τραπέζι
Γράφει ο Παντελής Καψής
Δεν ξέρω αν το έχετε καταλάβει αλλά, κατά τα φαινόμενα, η φάση που περνά σήμερα η χώρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί δεύτερη περίοδος Σημίτη. Όπου μπορεί μεν να μην είναι πια πρωθυπουργός αλλά καθορίζει όχι μόνο τα της κυβέρνησης αλλά και τις εξελίξεις στην αντιπολίτευση. Κι αυτό δεν το λένε οι οπαδοί του αλλά μερικοί από τους πιο φανατικούς αντιπάλους του.
Πρόσφατα, για παράδειγμα, η δεξιά Εστία κυκλοφόρησε με βασικό τίτλο «Συγκυβέρνησις Μητσοτάκη-Σημίτη». Σε ανάλογο κλίμα μια σειρά από ακροδεξιά μπλογκ μιλούσαν για «απόβαση» Σημίτη στην κυβέρνηση ενώ και σε εφημερίδες της αριστεράς είδαν το φως άρθρα για το «πόσα οφείλει ο Μητσοτάκης στον Σημίτη». Στην απέναντι όχθη ο Νίκος Κοτζιάς, κάνοντας επίθεση σε όσους από τον ΣΥΡΙΖΑ τόλμησαν να χαρακτηρίσουν θετική τη συμφωνία με την Αίγυπτο, μίλησε για «νεοσημιτικούς». Λίγους μήνες πριν εξάλλου ο Παύλος Πολάκης είχε κάνει επίθεση στον ίδιο τον Σημίτη προκαλώντας αιχμηρές απαντήσεις από στελέχη της Προοδευτικής Συμμαχίας και τίτλους στα μέσα ενημέρωσης για εμφύλιο με «σημιτοφύλακες». Με αφορμή αυτή την επίθεση μάλιστα, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αναρωτιόνταν αν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που «φιλοξενεί προσωπικότητες που συγκροτούν την προοδευτική συμμαχία ή, αντίθετα, η Προοδευτική Συμμαχία που φιλοξενεί τον ΣΥΡΙΖΑ».
Η συνεχιζόμενη επίκληση του Κώστα Σημίτη απαιτεί μια ερμηνεία. Εν μέρει θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο ίδιος ο Σημίτης δεν τους αφήνει ήσυχους. Έχει κάνει δύο κορυφαίες παρεμβάσεις, οι οποίες και οι δύο έχουν δικαιωθεί. Η πρώτη αφορούσε την υπαγωγή της Ελλάδας στο ΔΝΤ και η δεύτερη, πιο πρόσφατη, για τον κίνδυνο να οδηγηθούμε σε νέα Ίμια. Το ΔΝΤ το ζήσαμε την προηγούμενη δεκαετία, τον κίνδυνο που δημιουργεί η νέα κρίση με την Τουρκία τη ζούμε σήμερα. Και υπάρχουν ευθύνες για το πώς οδηγηθήκαμε ως εδώ. Είναι οι αρνητικές συνέπειες της πολιτικής της αδράνειας που εγκαινίασαν οι Καραμανλής - Μολυβιάτης.
Η διαφορά ανάμεσα στην πολιτική Σημίτη και στα όσα ακολούθησαν δεν είναι καθόλου κολακευτική για τους επιγόνους. Από την Ελλάδα που μπήκε στο ευρώ, έκανε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και πέτυχε την ένταξη της Κύπρου στην Ευρώπη, φτάσαμε στη χρεοκοπία και στην εναγώνια αναζήτηση μεσολάβησης με την Τουρκία. Την ώρα μάλιστα που ο Ερντογάν αμφισβητεί εμπράκτως τόσο την εθνική κυριαρχία της Κύπρου όσο και κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας.
Αλλά βέβαια δεν είναι δύο άρθρα του πρώην πρωθυπουργού που μπορεί να ερμηνεύσουν όλη αυτή τη μήνι. Άλλωστε η έννοια, ή μάλλον η κατηγορία του σημιτισμού, απευθύνεται περίπου με τον ίδιο τρόπο που κατηγορείται κάποιος για νεοφιλελευθερισμό. Που πάει να πει ότι δεν έχει κυριολεκτική χρήση, δεν είναι πράγματι άνθρωποι του Σημίτη όσοι κατηγορούνται για σημιτισμό. Η χρήση του όρου περνά ένα μήνυμα για τη γενικότερη πολιτική και ιδεολογική ταυτότητα ενός προσώπου. Την αναγνώριση της ανάγκης μεταρρυθμίσεων, τη σύγκρουση με τον συντεχνιασμό και τον λαϊκισμό της αριστεράς και της λαϊκής δεξιάς, τη μετριοπάθεια στην εξωτερική πολιτική και, φυσικά, τον σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Το ότι όσοι υιοθετούν μια τέτοια στάση χαρακτηρίζονται σημιτικοί δεν είναι καθόλου τυχαίο. Γιατί ο Κώστας Σημίτης είναι ο μόνος πολιτικός της μεταπολίτευσης που κατάφερε να διατυπώσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα όχι μόνο για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας αλλά και για τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη και τον κόσμο. Το «ρεύμα» του εκσυγχρονισμού. Αυτό δεν μειώνει τη συνεισφορά άλλων. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε πρώτο του μέλημα, που το έφερε σε πέρας, την προστασία της Δημοκρατίας μέσα και από την ένταξη στην τότε ΕΟΚ. Ο Ανδρέας προχώρησε σε ένα γενναίο πρόγραμμα ανακατανομής των εισοδημάτων, ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους και κατάργησης των κατάλοιπων του εμφυλιοπολεμικού κράτους. Στην οικονομία, μετά από πολλά μπρος πίσω, υιοθέτησε την πολιτική της σύγκλισης το 1993. Ήταν ο Σημίτης όμως ο οποίος διατύπωσε μια ολοκληρωμένη πρόταση για την Ελλάδα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Σίγουρα δεν την έφερε σε πέρας και ασφαλώς μπορεί κάποιος να διαφωνεί με ορισμένες ή και όλες τις πολιτικές του. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί όμως ότι είχε ένα συνεκτικό πρόγραμμα το οποίο, μας αρέσει ή όχι, δεν είναι απλώς επίκαιρο αλλά είναι και το μόνο που έχουμε μέχρι σήμερα στο τραπέζι. Αυτός είναι και ο λόγος που «σημιτικούς», με παραλλαγές, θα βρούμε τόσο στη συντηρητική παράταξη όσο και στην αντιπολίτευση. Κι αυτό είτε μιλάμε για την οικονομία είτε για την εξωτερική πολιτική.
Εξίσου ενδιαφέρον είναι φυσικά το ότι το ΠΑΣΟΚ, με περίσσευμα αφροσύνης, έσπευσε να αποκηρύξει αυτή του την κληρονομιά, διαγράφοντας μάλιστα τον πρώην πρόεδρό του. Δεν είναι να απορεί κανείς που σήμερα βολοδέρνει αναζητώντας το πολιτικό του στίγμα.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια