Η εχθρική γειτονική Τουρκία


Του Ελευθέριου Καραγιάννη, Πρέσβη ε.τ.*

Πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1992 δέχθηκα τηλεφώνημα από το Γραφείο του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ότι ο Πρωθυπουργός ήθελε να με συναντήσει την επομένη το απόγευμα στο Μαξίμου. Οι απογευματινές αυτές συναντήσεις ελάμβαναν χώρα  στις 18.00΄ και ήταν συχνές διότι ο Πρωθυπουργός λόγω των δραματικών εξελίξεων  στην Γιουγκοσλαβία ήθελε να έχει και μία προφορική συζήτηση με τον τότε Πρέσβυ της χώρας στην Γιουγκοσλαβία που ήταν ο υπογράφων το άρθρο. Η συνάντηση πάγια προέβλεπε  ελληνικό καφέ και ένα τσιγάρο που κάπνιζε ο Πρωθυπουργός που του προσέφερε ,ώστε να ελέγχει να μην υπερβούν τα πέντε τσιγάρα την ημέρα, ο υπεύθυνος της ασφάλειας  του Μανούσος εκ των πλέον εμπίστων συνεργατών του. Την συζήτηση άνοιγε ο Πρωθυπουργός εκτός από εκείνη την ημέρα που παρέμενε σιωπηλός και φαινόταν σκεπτικός. Για να σπάσω την σιωπή μετά από λίγα λεπτά είπα στον Πρωθυπουργό ότι οι εξελίξεις εκείνες τις ημέρες στην Γιουγκοσλαβία δεν είχαν κάτι το εξαιρετικό και πριν προλάβω να τελειώσω με διέκοψε για να μου πει ότι αυτό που τον απασχολεί και ανησυχεί είναι το αδιέξοδο στις σχέσεις μας με την Τουρκία παρ’ όλες τις καλές σχέσεις και επαφές που είχε με ηγετικά πολιτικά πρόσωπα της γείτονος που όμως δεν έβλεπε το κλίμα να βελτιώνεται.

Δεν θα υπεισέλθω στην διεξαχθείσα συζήτηση την οποίαν αντανακλούσε η μετά από ελάχιστες ημέρες δημόσια δήλωση του Πρωθυπουργού ότι θα δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη διμερών σχέσεων περιφερειακής ή χαμηλής πολιτικής με την Τουρκία ώστε να εδραιωθεί σταδιακά κλίμα εκατέρωθεν εμπιστοσύνης.

Αναφέρω το περιστατικό αυτό για να υπογραμμίσω ότι ενώ τα βλέμματα όλων ήσαν στραμμένα  στο κύριο πρόβλημα που αντιμετώπιζε τότε όχι μόνο η Κυβέρνηση και η χώρα  αλλά και η υπόλοιπη Ευρώπη που ήταν η διάλυση της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας και οι εξ αυτής συνέπειες ,οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις και το κλίμα που επικρατούσε μεταξύ των δύο χωρών  παρέμεναν πάντοτε στην πολιτική θεώρηση του Έλληνα Πρωθυπουργού και οφείλω να πω και των μετέπειτα Πρωθυπουργών ανεξάρτητα από την τροπή που έλαβαν κάποιες εξελίξεις.

Το υπόβαθρο της διαχρονικής μεταπολεμικής ελληνικής πολιτικής απέναντι στην ανατολική μας γείτονα ήταν η εξεύρεση τρόπων ειρηνικής και αγαστής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών ώστε να ξεπεραστεί το αρνητικά βεβαρυμμένο ιστορικό παρελθόν και οι δύο χώρες να οδεύσουν προς την πρόοδο στηριζόμενες στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα συνεργασίας.

Η προσπάθεια αυτή αντί να προϊδεάσει θετικά την τουρκική πολιτική ηγεσία, όχι μόνον δεν βρήκε ανταπόκριση αλλά τουναντίον εξελήφθη ως αδυναμία και η αρνητική μέχρι εχθρότητας πολιτική της απέναντι μας αυξήθηκε σταδιακά και σταθερά για να φτάσει στα σημερινά εκρηκτικά επίπεδα.

Τίθεται ως εκ τούτου το ερώτημα τι πραγματικά έφταιξε ώστε ενώ εμείς κρατούσαμε τον κλάδο ελαίας η τουρκική πλευρά κρατούσε την σπάθα της βαρβαρότητας;

Γιατί όλες αυτές τις δεκαετίες δεν έγινε μία  πολιτική και στρατηγική ανάλυση των αιτίων που μας κρατούσαν δέσμιους και υποχείριους της τουρκικής εχθρικής πολιτικής που εμφανίζει την χώρα μας να υφίσταται διαχρονικά και ανεξαρτήτως κόμματος εξουσίας αλλεπάλληλες στρατηγικές ήττες που προσκομίζουν στην αντίπαλη πλευρά μόνον κέρδη και καμία ζημία;

Είναι προφανές ότι τα δύο μεγάλα κόμματα που κυβέρνησαν τον τόπο τον τελευταίο μισό αιώνα είχαν και τα έμπειρα κομματικά στελέχη αλλά και τους κρατικούς λειτουργούς που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην χάραξη επιτυχούς και αποτελεσματικής πολιτικής.

Δεδομένου όμως ότι ο εξ ανατολών κίνδυνος παρέμενε σταθερός και  διαχρονικός δίδοντας την εικόνα κρατικής υπόστασης ανεξαρτήτως πολιτικών αλλαγών στην Τουρκία, μήπως η δική μας προσέγγιση στο πρόβλημα ήταν λανθασμένη διότι περιοριζόταν μόνο στην κομματική ανάλυση και άσκηση πολιτικής  αποκλείοντας έτσι την σταθερή και διαχρονικά συνεπή πολιτική ανεξαρτήτως κόμματος εξουσίας , τουτέστιν από την πολιτική μας απέναντι στην Άγκυρα έλειπε το ουσιαστικό και συστατικό στοιχείο του κρατικού σχεδιασμού και υλοποίησης  δηλαδή δεν είχαμε εθνική στρατηγική αλλά κομματική στρατηγική;

Όλες αυτές τις δεκαετίες η τουρκική πολιτική πετύχαινε τους στόχους της όχι μόνο με την απλή προβολή αξιώσεων  που ήσαν όλες ανεξαιρέτως είτε τελείως αβάσιμες από απόψεως διεθνούς δικαίου είτε η ελάχιστη βασιμότητα τους στο διεθνές δίκαιο και νομολογία διογκωνόταν κατά τρόπο τόσο υπερβολικό που τις καθιστούσε απορριπτέες,  αλλά ταυτόχρονα συνδύαζε την ρητορική της αυτή με την απειλή ή την υπολογισμένη χρήση στρατιωτικών μέσων.

Τουτέστιν η Τουρκία εφάρμοζε κατά γράμμα  την θεωρία της κτήσης πολεμικών κερδών χωρίς πόλεμο.

Τα Τουρκικά αυτά κέρδη αντανακλούνται στις κατωτέρω γραπτές δεσμεύσεις Ελλήνων Πρωθυπουργών και Υπουργών Εξωτερικών που αναφέρονται συνοπτικά:

–Το Πρακτικό της Βέρνης (μετά την κρίση με το «Χόρα») τον Νοέμβριο του 1976 μεταξύ Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και τούρκου Προέδρου Σ. Ντεμιρέλ, με το οποίο δεσμεύονταν οι δύο χώρες να μην προβούν σε ενέργειες που θα παρενοχλούσαν τις διαπραγματεύσεις. Ουσιαστικά, πάγωσαν έκτοτε οι ενέργειες για έρευνα και εκμετάλλευση τυχόν κοιτασμάτων πετρελαίου πέρα από τα χωρικά ύδατα των 6 μιλίων από τις ηπειρωτικές ακτές εκάστης χώρας.

–Η Συμφωνία του Νταβός (μετά την κρίση του 1987 με το «Σισμίκ»), τον  Φεβρουάριο του 1988 μεταξύ Πρωθυπουργών Α. Παπανδρέου -Τ. Οζάλ, με την οποία οι δύο χώρες συμφωνούν να περιορίσουν την ερευνητική τους δραστηριότητα για ανεύρεση κοιτασμάτων πετρελαίου στην αιγιαλίτιδα ζώνη τους. Επαναβεβαίωση του Πρακτικού της Βέρνης και μεταγενέστερη αποδοχή λάθους από τον Έλληνα Πρωθυπουργό με την περίφημη φράση «mea culpa»

— Η Συμφωνία της Μαδρίτης, τον Ιούλιο του 1997 ( Σύνοδος ΝΑΤΟ)(μετά την κρίση των Ιμίων )μεταξύ Πρωθυπουργού Κ. Σημίτη και τούρκου Προέδρου Σ. Ντεμιρέλ, με την οποία η Ελλάδα αναγνωρίζει νόμιμα και  ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο κλπ

— Οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999, όπου στο πλαίσιο της ενεργοποίησης της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας η Ελλάδα αποδέχθηκε την ύπαρξη προς διευθέτηση «συνοριακών διαφορών».

–Το Μνημόνιο της Βουλιαγμένης του 1988, μεταξύ των τότε υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας Κ. Παπούλια και της Τουρκίας Μ. Γιλμάζ. Είναι η βάση των Νατοϊκής έμπνευσης ΜΟΕ (Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης).Στο άρθρο 3  προβλεπόταν η μη σχεδιασμός και διεξαγωγή εθνικών στρατιωτικών ασκήσεων στην ανοιχτή θάλασσα και στον διεθνή εναέριο  χώρο στο Αιγαίο κατά τη διάρκεια της αιχμής της τουριστικής περιόδου και των κυριότερων εθνικών και των θρησκευτικών εορτών των δύο χωρών.

Η ανυπαρξία εθνικής στρατηγικής η οποία προκάλεσε τις ανωτέρω εθνικά επιζήμιες υποχωρήσεις και υποθήκες εις βάρος μας προς όφελος του τουρκικού πολιτικού οπλοστασίου ενώ θα έπρεπε να μας προβληματίσουν  και παραδειγματίσουν ώστε να αποφύγουμε παρόμοιες  δυσμενείς εξελίξεις δυστυχώς επανελήφθησαν και την τρέχουσα περίοδο.

Την πρώτη συμφωνία οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ που υπέγραψε η χώρα μας ήταν με την Αλβανία τον Ιούνιο του 2009 που όμως είχε ατυχή κατάληξη καθ’ όσον ακυρώθηκε από το Συνταγματικό Αλβανικό Δικαστήριο ως ετεροβαρής για την Αλβανία. Η χώρα μας ανέμενε την απόφαση του αλβανικού δικαστηρίου για να αποφασίσει αν θα κυρώσει η Ελληνική Βουλή την συμφωνία!!!! με αποτέλεσμα να απολέσουμε οποιαδήποτε διεθνή επιχειρηματολογία .

Η χώρα μας υπέγραψε στις 9 Ιουνίου 2020 την  οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης με την Ιταλία με την οποίαν είχε ήδη υπογράψει οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας από το 1977. Στην συμφωνία αυτή η Κυβέρνηση δέχθηκε να παραιτηθεί της κυριαρχίας μας στα θέματα αλιείας δεχόμενη συνεκμετάλλευση με την Ιταλία στην ζώνη των χωρικών μας υδάτων από τα έξη (6) στα δώδεκα ( 12 ) μίλια οψέποτε επεκτείνουμε την αιγιαλίτιδα μας ζώνη (χωρικά ύδατα)  από τα έξη (6) σημερινά στα δώδεκα (12) με ταυτόχρονη δέσμευση μας έναντι της ΕΕ στα θέματα αλιευτικής πολιτικής. Το Ιταλικό αίτημα που ικανοποιήσαμε στηριζόταν, όπως ισχυρίστηκαν, σε παραδοσιακά ιστορικά δικαιώματα αλιείας που είχαν στην περιοχή. Η Ελληνική πλευρά έπρεπε να επεκτείνει πρώτα τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια και μετά να προχωρήσει στην οριοθέτηση ΑΟΖ με την Ιταλία.

Στις 6 Αυγούστου 2020 υπεγράφη  η μερική οριοθέτηση ΑΟΖ  Ελλάδος Αιγύπτου  από τον 27ο  μεσημβρινό (027-59-02.00Ε και 027-30-42.47 Ε ) μέχρι τον 26ο ανατολικά  και με την οποίαν δεχθήκαμε, σε κατάφωρη παραβίαση των όσων ισχυριζόταν η Ελληνική πολιτική ηγεσία , σαφώς μειωμένη επήρεια των νήσων μας Κρήτη , Ρόδος ,αποκλεισμό νησιωτικού συγκροτήματος Μεγίστης κλπ., αποδεχόμενοι  στην  πράξη  την τουρκική επιχειρηματολογία που διεκδικούσε τις θαλάσσιες ζώνες από τον 28ο μεσημβρινό και ανατολικά αποκλείοντας πλέον οποιαδήποτε οριοθέτηση Ελλάδος- Κύπρου υποχρεώνοντας την Λευκωσία να διαπραγματευθεί με την Τουρκία την μεταξύ τους ΑΟΖ  . Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του τούρκου Υπουργού Εξωτερικών της 10ης Αυγούστου 2020 «  Έτσι όπως φαίνεται, έχουν γίνει υποχωρήσεις από τα κυριαρχικά δικαιώματα των νησιών και της Κρήτης κι αυτό ουσιαστικά ενισχύει τις θέσεις μας. Αυτή η συμφωνία μας συμφέρει, διότι κανένας δεν μπορεί να μας πει πως προκαλούμε ένταση. Kανένας  δεν μπορεί να μας πει να μην πάμε στις περιοχές αυτές. Κανένας δεν μπορεί οτιδήποτε για τις έρευνες και τις γεωτρήσεις που κάνει η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο”. Επίσης, η οριοθέτηση μεταξύ Αιγύπτου και Κρήτης έγινε στο 45% για εμάς και 55% για τους αιγύπτιους. Ο Λόγος της επιμονής των αιγυπτίων να μην χαραχθεί το όριο στην μέση γραμμή είναι ο υποθαλάσσιος πλούτος της Λεκάνης Ηροδότου που εκτιμάται από τους ειδικούς από τους πλουσιότερους στον κόσμο  και τον οποίον θέλει να εκμεταλλευτεί αποκλειστικά η αιγυπτιακή πλευρά στην οποίαν προσφέραμε επί πλέον μερικά δισεκατομμύρια μη επιμένοντας στην μέση γραμμή.

Ωσαύτως, η μερική αυτή οριοθέτηση  υπονόμευσε τις θέσεις μας όχι μόνο στην επικείμενη διαπραγμάτευση με την Τουρκία αλλά και στο ενδεχόμενο προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Επίσης, αφήνει πεδίον διεκδίκησης εκ μέρους της Τουρκίας για οριοθέτηση με Αίγυπτο ανατολικά του 28ο μεσημβρινού και επί πλέον υπονομεύσαμε και τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις οριοθέτησης με την Λιβύη διότι δεχθήκαμε ήδη μειωμένη επήρεια νήσων ,επιχείρημα που προέβαλε η Λιβυκή πλευρά κατά τις σχετικές διμερείς μας συνομιλίες. Πρακτικά δώσαμε αλλά δεν πήραμε.

Έτι περαιτέρω, το επιχείρημα που προβάλλεται για να αιτιολογήσει την  συμφωνία αυτή με τα τόσα αρνητικά και εθνικώς επιβλαβή αποτελέσματα ότι στόχευε στην ακύρωση του παράνομου και άκυρου Τουρκολιβυκού συμφώνου οριοθέτησης ΑΟΖ , δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα διότι η οριοθέτηση αυτή δεν επικαλύπτει πλήρως την ανυπόστατη και παράνομη Τουρκολιβυκή συμφωνία. Αλλά και αν ακόμη ο ισχυρισμός αυτός ήταν έγκυρος αξίζει η θυσία τόσων κυριαρχικών δικαιωμάτων μας που θα  βαρύνει τις μελλοντικές γενεές για ένα ανυπόστατο και άκυρο σύμφωνο όπως ισχυριζόταν όλη η σημερινή πολιτική ηγεσία;

Τέλος, σχετικά με την τρέχουσα κρίση με το ερευνητικό τουρκικό σκάφος Oruc Reis και το ερώτημα αν παραβιάζει κυριαρχικά δικαιώματα μας ,κατά την άποψη έγκριτων ειδικών, η περιοχή που πλέει το Oruc Reis δεν αφορά οριοθετημένη ελληνική υφαλοκρηπίδα και αυτό στερεί καταρχήν την Ελλάδα από την δυνατότητα νόμιμης δυναμικής παρέμβασης εναντίον του ερευνητικού και περιορίζει την πειστικότητα των ελληνικών επιχειρημάτων προς την διεθνή κοινότητα που αντιλαμβάνεται την περιοχή ως «διεκδικούμενη» από την Ελλάδα και την Τουρκία.

* Ο κ Ε.Ν.Καραγιάννης Πρέσβυς ε.τ., διετέλεσε Διπλωματικός Σύμβουλος Υπουργών Άμυνας.

Πηγή: “Μακεδονία”

** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια