Η αντεπίθεση των κρατιστών και οι κόκκινες γραμμές του Μητσοτάκη


Δύο σχολές σκέψεις αντιπαρατίθενται αυτή την στιγμή μέσα στην κοινωνία. Δύο σχολές που αποτυπώνουν δύο διαφορετικά κοινωνικά ρεύματα, το ένα που είναι κοντόφθαλμο, κοιτάζει το παρόν και απλώνει την παλάμη και το άλλο που οσμώνεται με τον εκσυγχρονισμό και έχει την ματιά στο μέλλον.

Η πρώτη αυτή σχολή σκέψης που εκφράζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ και από ορισμένα μέλη της κυβέρνησης, αν και ενδεχομένως αναγνωρίζει ότι τα προβλήματα είναι πολλά και απαιτούν γενναίες λύσεις, εντούτοις δεν θέλει να χάσει την επαφή με ευρύτερα πολιτικά στρώματα που έχουν βρεθεί σε δυσκολία την τελευταία δεκαετία. Η δεύτερη σχολή ζητά λιγότερο και καλύτερο κράτος, αντιλαμβάνεται ότι κάθε προσπάθεια πνίγεται με την υπερφορολόγηση και τα γραφειοκρατικά εμπόδια και ζητά επειγόντως μεταρρυθμίσεις.

Αυτές οι δύο σχολές αντιπαρατίθενται σε κρίσιμα συνταξιοδοτικά, φορολογικά, ασφαλιστικά αλλά και ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, από την καταβολή των αναδρομικών, μέχρι την διαχείριση των χρημάτων του COVID19, αλλά και της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Στο θέμα των αναδρομικών για παράδειγμα, υπήρξαν εισηγήσεις να δοθούν στους συνταξιούχους 4 δισ ευρω, τελικά ωστόσο ο πρωθυπουργός τα περιόρισε στα 1,4 δισ, δαπάνη που αγγίζει τα όρια των δημοσιονομικών δυνατοτήτων του τόπου.

Στο θέμα του ασφαλιστικού, κάποιοι επιμένουν να κλείνουν το μάτι στην πελατεία τους και να εισηγούνται ότι πρέπει το κράτος να συνεχίσει να καταβάλει το 100% των συντάξεων, μοντέλο της δεκαετίας ’80, το οποίο έχει εγκαταλειφθεί από τον σύγχρονο δυτικό κόσμο. Συνειδητά οι υπέρμαχοι του σημερινού συστήματος αρνούνται να συζητήσουν ότι σε μια χώρα με έντονο δημογραφικό, όπου ολοένα και λιγότεροι εργαζόμενοι καλούνται να συντηρήσουν με τις εισφορές τους ολοένα και περισσότερο συνταξιούχους, μόνο η αναπλήρωση των κρατικών συντάξεων με επαγγελματικές και ιδιωτικές, μέσω του συστήματος των τριών πυλώνων, θα γλιτώσει το ασφαλιστικό από μια νέα χρεοκοπία.

Στο θέμα πάλι της φορολογίας, κάποιοι υπουργοί επιμένουν ότι πρέπει να μειωθούν οι φόροι στην κατανάλωση, δηλαδή ο ΦΠΑ, καθώς επίσης ο ΕΝΦΙΑ στους μικροιδιοκτήτες, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι έτσι θα πάρει μπροστά η οικονομία. Στην πραγματικότητα, η πρόθεσή τους αυτή θυσιάζει ξανά στο βωμό της κατανάλωσης, από την οποία πηγάζει παραδοσιακά σχεδόν το 70% του ετησίου παραγόμενου εισοδήματος στην Ελλάδα, κάθε προοπτική ενίσχυσης της παραγωγής. Δηλαδή της μόνιμης ανάπτυξης. Καμία μικρή ή μεγαλύτερη επένδυση δεν πρόκειται να περπατήσει αν δεν μειωθούν τα βάρη στην μισθωτή εργασία. Καμία επιχειρήση, ελληνική ή ξένη δεν πρόκειται να πάει μπροστά, αν δεν είναι σε θέση να προσελκύσει εργαζόμενους υψηλών προοπτικών, κάτι που με την σειρά του είναι αδύνατο, όταν στην Ελλάδα είναι τόσο υψηλοί οι φόροι στην μισθωτή εργασία.

Σήμερα, για ένα μεικτό εισόδημα 12.500 ευρώ μεικτά, το άθροισμα της φορολογικής επιβάρυνσης στην Ελλάδα, δηλαδή ο φόρος εισοδήματος συν οι ασφαλιστικές εισφορές, βρίσκεται στο 32%. Στα 100 ευρώ του μισθολογικού κόστους ενός εργαζόμενου, τα 32 καταλήγουν στο κράτος. Για 25.000 ευρώ μεικτό εισόδημα η φορολογία φτάνει το 45%, για 30.000 ευρώ ανεβαίνει στο 55% και για 50.000 ευρώ το κράτος κρατά το 61%.

Δημόσιο, Δικαιοσύνη, Υγεία

Στα παραπάνω οι διαφορετικές θέσεις έχουν ήδη καταγραφεί. Το αν σε αυτές θα προστεθούν αντιδράσεις και για άλλες ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις σε πεδία κρίσιμα για την επόμενη ημέρα της χώρας, όπως αυτές που προτείνει η επιτροπή Πισσαρίδη για την Δικαιοσύνη, το Δημόσιο και την Υγεία, μένει να φανεί.

Στην Δικαιοσύνη για παράδειγμα, προτείνεται η ενίσχυση των διαδικασιών αξιολόγησης των Δικαστών και η σύσταση νέων δικαστηρίων για υποθέσεις σημαντικού οικονομικού ενδιαφέροντος.

Στο Δημόσιο, η εισήγηση στην κυβέρνηση είναι η εφαρμογή ενός πιο αξιόπιστου μηχανισμού κινητικότητας και η θεσμική ενίσχυση των ανώτερων διοικητικών θέσεων, μέσω αύξησης της θητείας τους. Συστήνεται επίσης η καθολική εφαρμογή αξιολόγησης, να αναβαθμιστεί το ΑΣΕΠ, να μειωθεί ο φορμαλισμός στις διαδικασίες προσλήψεων, να πάει σε βάθος η ψηφιοποίηση.

Στο κεφάλαιο εργασία, η επιτροπή μιλά για μια εκ βάθρων αναδιάρθρωση του ΟΑΕΔ, η επαγγελματική κατάρτιση των ανέργων να γίνει ουσιαστική και να οδηγεί σε συγκεκριμένες δεξιότητες που να μπορούν να πιστοποιηθούν. Δηλαδή, να μετατραπεί το σημερινό σύστημα που κατα κάποιο τρόπο θεωρεί τον άνεργο καταδικασμένο στο μόνιμο περιθώριο, σ’ ένα που τον αντιμετωπίζει ως εν δυνάμει εργαζόμενο και τον θωρακίζει. Εισηγείται επίσης την αναδιάρθρωση των κοινωνικών επιδομάτων, ώστε να μην λειτουργούν ως αντικίνητρο για την εργασία, αλλά και ενεργά προγράμματα κατάρτισης μεταναστασών με στόχο την ένταξή τους στον κοινωνικό και παραγωγικό ιστό.

Στο Ασφαλιστικό, εκτός από μετάβαση σε ένα κεφαλαιοποιητικό συστημα επικουρικών συντάξεων με άμεση εφαρμογή για όσους εισέρχονται στην αγορά εργασίας και εθελοντική για τους υπόλοιπους, η επιτροπή προτείνει γενναία μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Ενδεικτικά έχει εισηγηθεί να θεσπιστούν flat εισφορές υγείας και ανώτατο όριο ασφαλιστέου εισοδήματος. Επίσης μιλά για ένα νέο πλαίσιο εποπτείας για τα ασφαλιστικά ταμεία.

Τέλος στην Υγεία, μιλά για αναδιάρθρωση του ΕΣΥ. Για ένα ενιαίο σύστημα ψηφιακού φακέλου ασθενούς με πλήρη διαφάνεια και για ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας και πρόληψης- μια παγκοσμια πλέον τάση όλων των συστημάτων υγείας. Κάνει επίσης λόγο για εξορθολογισμό της δαπάνης των προμηθειών, με αύξηση του όγκου των γενόσημων φαρμάκων και διασύνδεση των επιστροφών με δράσεις καινοτομίας και επενδύσεων.

Γιώργος Φιντικάκης

* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια