Του Κώστα Ράπτη
Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς και για νομιμοποίηση εξωσυζυγικής σχέσης. Η συμφωνία ομαλοποίησης των σχέσεων Ισραήλ και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων την οποία ανακοίνωσε ο Ντόναλντ Τραμπ φέρνει στο προσκήνιο μια διακριτική συνεργασία η οποία, χωρίς τυμπανοκρουσίες, καλλιεργούνταν στον τομέα της οικονομίας και των πληροφοριών εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Με αυτή την έννοια δεν συνιστά έκπληξη. Ωστόσο, η επισημοποίηση αυτής της συνεργασίας, και μάλιστα στην παρούσα συγκυρία, δεν παύει να αποτελεί μείζον γεγονός.
Μέχρι τώρα, οι μόνες αραβικές χώρες οι οποίες συνδέονταν με το Ισραήλ με διπλωματικές σχέσεις και συμφωνίες ασφαλείας ήταν η Αίγυπτος και η Ιορδανία. Μάλιστα όταν η Αίγυπτος, επί Ανουάρ Σαντάτ, έκανε με τις Συμφωνίες του Καμπ Ντέβιντ το μεγάλο άνοιγμα προς το Ισραήλ βρέθηκε σε καθεστώς "παρία” μεταξύ των αραβικών κρατών και έχασε για μερικά χρόνια το προνόμιο να φιλοξενεί στο Κάιρο την έδρα του Αραβικού Συνδέσμου. Από εκείνους τους καιρούς μοιάζει σαν να μας χωρίζουν αιώνες.
Το ότι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έκαναν τώρα πρώτα το βήμα της ομαλοποίησης των σχέσεων με το Ισραήλ ως προπομπός, όπως εκτιμάται ευρέως, και άλλων μοναρχιών του Περσικού Κόλπου που πρόκειται να ακολουθήσουν, δεν οφείλεται μόνο στην υφιστάμενη προεργασία, αλλά αποτελεί δείκτη και του αναβαθμισμένου ρόλου που διεκδικεί πλέον το Αμπού Ντάμπι στα πράγματα της περιοχής.
Σε πολλές περιπτώσεις, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δείχνουν να "προπορεύονται” της φυσικής ηγέτιδας της Αραβικής Χερσονήσου, Σαουδικής Αραβίας, επιδεικνύοντας μιαν ευελιξία (και φιλοδοξία) ταιριαστή με την εθνική τους φυσιογνωμία ως ναυτικής δύναμης (και πλέον και διεθνούς χρηματοπιστωτικού κέντρου), χωρίς τις αγκυλώσεις των "ανθρώπων της ερήμου”. Ο διάδοχος και ισχυρός άνδρας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων πρίγκηπας Μοχάμεντ μπιν Ζαγιάν φερόταν μέχρι πρότινος να αποτελεί τον "μέντορα” του ομολόγου του της Σαουδικής Αραβίας, πρίγκηπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, με τις μάλλον ωμές αντιλήψεις περί "εκσυγχρονισμού”. Ωστόσο, ο πόλεμος της Υεμένης, στο οποίο οι δύο αυτές χώρες συμπολέμησαν, άνοιξε ρήγμα μεταξύ τους, καθώς τα Εμιράτα εγκατέλειψαν την κοινή προσπάθεια, αφότου εξασφάλισαν τον έλεγχο των λιμένων του υεμενικού νότου και της νήσου Σοκότρα στην έξοδο του Κόλπου του Άντεν, και έθεσαν (απομακρύνοντας τους εκλεκτούς του Ριάντ) τα θεμέλια για μία εκ νέου διαίρεση της χώρας, που θα επέτρεπε μια συνεννόηση με τους φιλοϊρανούς αντάρτες Χούθι που ελέγχουν τον Βορρά.
Αντίστοιχα, μετά τις "ορφανές” επιθέσεις εναντίον δεξαμενοπλοίων τους στα Στενά του Ορμούζ και την επίθεση των Χούθι στην καρδιά της πετρελαιοπαραγωγής της Σαουδικής Αραβίας, το Αμπού Ντάμπι προσέλαβε τα μηνύματα της Τεχεράνης και εγκαινίασε υπόγειο διάλογο μαζί της.
Με αυτή την έννοια, όσο και αν για το Ισραήλ υπ' αριθμόν ένα μέλημα και περιφερειακός αντίπαλος είναι το Ιράν, για τα Εμιράτα η κύρια πηγή ανησυχίας βρίσκεται αλλού: είναι η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν.
Για την πλειοψηφία των αραβικών καθεστώτων, με τα Εμιράτα σε ρόλο πρωταγωνιστή, η ανάδυση της Τουρκίας, η σύμπλευσή της με το Κατάρ και η από μέρους τους στήριξη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας αποτελεί υπαρξιακή απειλή. Εξού και το Αμπού Ντάμπι όχι μόνο στήριξε τον προ τριετίας αποκλεισμό του Κατάρ από τους γείτονές του, αλλά αντιμάχεται την Τουρκία σε οποιοδήποτε πιθανό μέτωπο, ιδίως όπου κρίνεται ο έλεγχος θαλασσίων οδών. Στην ανάπτυξη τουρκικών δυνάμεων στη Σομαλία, απαντά με ανάπτυξη εμιρατιανών δυνάμεων στην αποσχισθείσα Σομαλιλάνδη. Στην υιοθέτηση της κυβέρνησης Σαράτζ στη Λιβύη, απαντά με τη στήριξη του Χάφταρ και του λιβυκού κοινοβουλίου του Τομπρούκ. Κατά τους οπαδούς του Ερντογάν, τα Εμιράτα έφθασαν μέχρι του σημείου να χρηματοδοτήσουν το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 στην Τουρκία.
Οι σχέσεις των Εμιράτων με την Γαλλία (και το πολιτικό προσωπικό της) είναι στενές, ξεκινώντας από την φιλοξενία γαλλικής βάσης και φθάνοντας μέχρι το συμβολικό επιστέγασμα της δημιουργίας "δεύτερου Λούβου” στο Αμπού Ντάμπι. Όμως η μεγάλη ρευστότητα στα ζητήματα της περιοχής επιβάλλει την αναζήτηση και άλλων στηριγμάτων.
Προφανώς η πολύπλευρη οικονομική, εξοπλιστική και στρατιωτική συνεργασία που δρομολογείται με το Ισραήλ εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο. Το δε timing της συμφωνίας των δύο πλευρών αποπνέει ένα άγχος για το τι μέλλει γενέσθαι στην μετά τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου εποχή, καθώς και την έντονη επιθυμία να φιλοδωρηθεί ο Ντόναλντ Τραμπ με μια διπλωματική επιτυχία κατά την προεκλογική του περίοδο.
Όμως εκεί που σημειώνεται δραματική "αλλαγή παραδείγματος” είναι στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη. Μόλις το 2002, ο Αραβικός Σύνδεσμος, με πρωτοβουλία του τότε διαδόχου και μετέπειτα βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας Αμπντουλάχ, είχε προτείνει, χωρίς ποτέ να του δοθεί απάντηση, ένα σχέδιο συνολικής ομαλοποίησης των σχέσεων των κρατών της περιοχής με το Ισραήλ, υπό τον όρο της επίτευξης μιας λύσης δύο κρατών στο Μεσανατολικό, δηλ. με επιστροφή στα σύνορα του 1967 και ίδρυση παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα της ανατολική Ιερουσαλήμ.
Το σχέδιο αυτό υπονομεύεται πλέον από δυνάμεις στους κόλπους του Αραβικού Συνδέσμου, με αποτέλεσμα ο μεν ρόλος του κήρυκα των παλαιστινιακών εθνικών δικαίων να περνά στο Ιράν και την Τουρκία, τα δε σχέδια για μελλοντική προσάρτηση στο Ισραήλ των Κατεχομένων να διευκολύνονται. Η ευρωπαϊκή διπλωματία επέλεξε να προσπεράσει την ουσία και να χαιρετήσει το "φύλλο συκής” που συνόδευε την συμφωνία Ισραήλ-ΗΑΕ, ήτοι την "αναβολή” (αλλά όχι ακύρωση) της, προφανώς παράνομης, σχεδιαζόμενης προσάρτησης της Κοιλάδας του Ιορδάνη. Από αυτή την άποψη, οι αριστερές αμερικανοεβραϊκές οργανώσεις που επικρίνουν τη συμφωνία βρίσκονται πιο μπροστά.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια