Sponsor

ATHENS WEATHER

Πώς η Τουρκία μεταμορφώθηκε σε "πολεμικό καθεστώς"


Του Κώστα Ράπτη

Η πρόσφατη ιστορία της χώρας του Ταγίπ Ερντογάν σημαδεύεται από τομές των οποίων τη σημασία δεν έχουμε αντιληφθεί πλήρως. Και πάντως η συμπεριφορά της Τουρκίας σε μέτωπα όπως το ελληνοτουρκικό δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί χωρίς αναφορά σε εξελίξεις όπως η εισβολή στη βόρεια Συρία το περασμένο φθινόπωρο. Διότι αυτή αποτελεί το σημαντικότερο ορόσημο, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του καλοκαιριού του 2016, στην μετατροπή της γειτονικής χώρας σε "πολεμικό καθεστώς”.

Αυτό υποστηρίζει σε σειρά άρθρων που έχει δημοσιεύσει στο Ahval News ο (κουρδικής καταγωγής) κοινωνικός ανθρωπολόγος του Πανεπιστημίου Duke των ΗΠΑ, Μεσούτ Τουρκγιλμάζ, πρώτος επιστήμονας από την Τουρκία ο οποίος είχε τη δυνατότητα να μελετήσει τα Εθνικά Αρχεία της Αρμενίας και "φιλοδωρήθηκε” για αυτό με μία ακατανόητη σύλληψη το 2005.

Κατά τον Τουρκγιλμάζ, η πορεία που ξεκινά με τις διαδηλώσεις του Γκεζί και την διάρρηξη της συμμαχίας Ερντογάν-Γκιουλέν το 2013, συνεχίζεται με την απορρόφηση από το συριακό αδιέξοδο και την αναθέρμανση του Κουρδικού εντός και εκτός συνόρων και καταλήγει στην απόπειρα του πραξικοπήματος του 2016, έχει οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας κατάστασης μεγάλης ευαλωτότητας και ταυτοχρόνως επιθετικότητας του καθεστώτος.

Οι εσωτερικοί παράγοντες που το προσδιορίζουν περιγράφονται από τη σύγκλιση τεσσάρων δυναμικών: την αποδυνάμωση και τον κατακερματισμό του κρατικού μηχανισμού σε ανταγωνιστικές "φυλές” με απώλεια της γραφειοκρατικής "θεσμικής μνήμης”, την λατρεία της προσωπικότητας του Ερντογάν, το αυτοκρατορικό μεγαλείο ως συγκολλητική ύλη της πολιτικής ρητορικής και την διαρκή διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων, που πλέον συνιστά μη αντιστρεπτή διαδικασία.

Η αδυναμία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (που έχει ήδη περιθωριοποιήσει τα ιδρυτικά του μέλη) να δημιουργήσει μια δική του γενιά κρατικών στελεχών, το οδηγεί σε διαρκή αναζήτηση "μετεγγραφών”, η οποία μετά την ρήξη με τον Γκιουλέν και τις ευρύτατες εκκαθαρίσεις στον δημόσιο τομέα λόγω της απόπειρας πραξικοπήματος, μεταφράζεται σε εξεύρεση συμμάχων όχι μόνο μεταξύ των Εθνικιστών του Ντεβλέτ Μπαχτσελί αλλά και πολλών διαφορετικών ομαδοποιήσεων στο κράτος και τον στρατό (λ.χ. αντι-ατλαντιστές κεμαλικούς) ή σουνιτικών θρησκευτικών ταγμάτων.

Όλοι αυτοί συνυπάρχουν σε μία ασταθή ισορροπία, προσβλέποντας στην "κατάκτηση” του κράτους, με όχημα την προβολή "υπακοής” στον Ερντογάν – αν και αυτή συχνά ενέχει και στοιχεία εκβιασμού.

Το αποτέλεσμα είναι το μπλοκ εξουσίας να αποτελείται από τέσσερα κύρια στρώματα: τον κύκλο όσων συνδέονται προσωπικά με τον Ερντογάν στη βάση του νεποτισμού, τους φανατικούς ακτιβιστές και διανοούμενους του ισλαμισμού, τους οπορτουνιστές κεντροδεξιούς που έχουν προσκολληθεί στην εξουσία, και κυρίως τις ομάδες και τα άτομα που χωρίς να προέρχονται ιδεολογικά ή θεσμικά από τον χώρο του κυβερνώντος κόμματος το ακολουθούν για στρατηγικούς, τακτικούς ή προσωπικούς λόγους. Η τελευταία αυτή ομάδα είναι και η πιο ισχυρή, διότι ενδυναμώνεται είτε ο Ερντογάν κερδίζει είτε χάνει.

Η ήττα του κυβερνώντος κόμματος στις δημοτικές εκλογές του 2019 θέτει σε δοκιμασία αυτή τη συμμαχία, καθώς οι κεντροδεξιοί οπορτουνιστές ήδη αρχίζουν να αναζητούν την τύχη τους αλλού, ο οικογενειακός κύκλος Ερντογάν έχει φθάσει στο απόγειο της ισχύος του, ενώ οι σύμμαχοι της τέταρτης ομάδας, φιλοδοξούν να διαμορφώσουν την μετα-ερντογανική εποχή.

Το κρισιμότερο στοιχείο, ωστόσο, είναι ότι η ηγετική ελίτ διαμόρφωσε μετά το 2016 μιαν αντίληψη "επαναστατικής πρωτοπορίας” η οποία οικοδομεί κατεδαφίζει την "παλιά Τουρκία" και αντλεί την νομιμοποίησή της όχι από την επικράτηση στις κάλπες, αλλά από το "αίμα των μαρτύρων” που αντιστάθηκαν στους πραξικοπηματίες, καθώς και από μια παρανοϊκή και ρεβανσιστική ψυχολογία που διακρίνει παντού συνωμοσίες και εχθρούς.

Όσοι διαφωνούν αντιμετωπίζονται ως "εχθροί του κράτους” και αυτή η κατηγορία δεν περιλαμβάνει πιο μόνο τα "τρία Κ” (Κομμουνιστές, Κούρδους και Κιζιλμπασήδες, δηλ. Αλεβίτες), όπως συνηθιζόταν στην Τουρκία.

Σύμφωνα με τον Τουρκγιλμάζ, η λατρεία της προσωπικότητας πηγαίνει χέρι-χέρι με την αποδυνάμωση του κρατικού μηχανισμού και η "ρητορική της θυματοποίησης” των ισλαμιστών δίνει τη θέση της σε έναν συλλογικό ναρκισσισμό που προτάσσει τα στοιχεία της "εθνικής βούλησης”, του αυτοκρατορικού μεγαλείου και της σουνιτικής πρωτοκαθεδρίας.

Πρόκειται για μία λογική η οποία ολοένα και πιο συχνά "διαγράφει” τον αντίπαλο ή και τα ίδια τα προβλήματα, είτε αυτά προέρχονται από το εσωτερικό είτε από το εξωτερικό, και αντιμετωπίζει τις κρίσεις με μαξιμαλιστικό βολονταρισμό, δημιουργώντας διαρκώς μεγαλύτερες.

Αυτή η "μάχη επιβίωσης”, όπως την περιγράφουν οι ίδιοι οι κυβερνώντες, αναπόφευκτα μεταφέρεται εκτός συνόρων, με αναθεωρητικές-επεκτατικές βλέψεις, που όμως ταυτόχρονα καταλύουν παλιές συμμαχίες, διασκορπίζουν το συσσωρευμένο διπλωματικό κεφάλαιο της Τουρκίας και δημιουργούν αντισυσπειρώσεις στο διεθνές πεδίο.

Όπως και στο εσωτερικό, οι "νίκες” που καταγράφει το καθεστώς Ερντογάν στο εξωτερικό δεν μπορούν να οδηγήσουν σε σταθεροποίηση και κατακτώνται με πολύ υψηλό κόστος – το πλήρες μέγεθος του οποίου δεν έχει ακόμη φανεί.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια