Γράφει ο Δημήτρης Καμπουράκης
Την Τρίτη το πρωί βγήκα με το πλοίο στην Σούδα. Την Τρίτη το βράδυ ξαναμπήκα στο ίδιο πλοίο και πήρα την ανηφόρα για Πειραιά. Δώδεκα ώρες όλες κι όλες η επίσκεψη στα Χανιά, αλλά πρόλαβα να δω αυτά που πρέπει. Το καράβι της ΑΝΕΚ κανονικό χειρουργείο, το γράφω διότι υπάρχει ένας γενικός φόβος για διακοπές οι οποίες χρειάζονται θαλάσσια μεταφορά. Το πρόβλημα ήταν όταν βγήκα απ’ το πλοίο κι όχι μέσα σ’ αυτό.
Τείνω να καταλήξω ότι οι περιοχές της χώρας που μέσα στην πανδημία χαρακτηρίστηκαν ως covet free, τελικά ενδέχεται να την πατήσουν πολύ άσχημα. Ο απλός κόσμος σ’ αυτούς τους τόπους απέκτησε μια παράλογη και μεταφυσική πεποίθηση ότι για κάποιο άγνωστο λόγο ο κορονοϊός δεν ευδοκιμεί στο κλίμα τους. Την φράση «εδώ δεν έχουμε κορονοϊό» ή «εμάς εδώ δεν μας πιάνει», την άκουσα πάνω από είκοσι φορές μέσα σε δώδεκα ώρες. Δεν το λες και ευχάριστο.
Δεν αναφέρομαι στα μαγαζιά ή στις ομπρέλες της παραλίας ή στα λεωφορεία των τοπικών ΚΤΕΛ. Εκεί, λίγο οι φωνές των υπευθύνων που έχουν διαβάσει τα πρωτόκολλα, λίγο ο φόβος των προστίμων, το πράγμα ας πούμε ότι δουλεύει στοιχειωδώς. Μάσκες το προσωπικό (οι πιο πολλοί τέλος πάντων), απολυμαντικό σε κάθε αλλαγή παρέας στα τραπέζια (κι αν ξεφύγει καμιά φορά, σε γενικές γραμμές τηρείται), αποστάσεις ανάμεσα στα τραπέζια (κι αν έχουν κλέψει κάποια εκατοστά, γενικώς είναι εντός του πνεύματος του κανονισμού).
Το πρόβλημα είναι στην καθημερινότητα των ανθρώπων, πέραν της εστίασης ή της διασκέδασης τους. Η χαιρετούρα είναι στην ημερήσια διάταξη. Το «κόλα το ρε φίλε» ζει και βασιλεύει. Τον σταυρωτό φιλί σ’ αυτόν που έχουν να δουν καιρό συνεχίζει να γνωρίζει δόξες. Μανάδες, πατεράδες, μπαρμπάδες και σύντεκνοι, μόλις σμίξουν αγκαλιάζονται εγκάρδια και σταυροφιλιούνται. Όποιος εμφανιστεί στο χωριό του μετά από απουσία μηνών, αντί οι μόνιμοι κάτοικοι να τον κρατούν σε σχετική απόσταση, κάνουν ακριβώς το ανάποδο. Ορμούν κατά πάνω του και τον αρπάζουν σφιχτά-σφιχτά.
Δεν γράφω υπερβολές, πιστέψτε με. Οι μικρές κοινότητες, τα χωριά, οι γειτονιές, κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου. Η μάσκα, αν τυχόν και φορεθεί από κάποιον, γίνεται αντικείμενο έμμεσης ειρωνείας έως και απ’ ευθείας χλευασμού. Ο μασκοφόρος λογίζεται για ιδιόρρυθμος ή φοβητσιάρης. Η άρνηση χειραψίας μέχρι και που παρεξηγείται. Αυτός που βγάζει το αντισηπτικό απ’ την τσέπη του και το χρησιμοποιεί είτε για τα χέρια του είτε για τα έπιπλα, μπαίνει στην κατηγορία του τρελού του χωριού. Το όλον θέμα «κορονοϊός» αντιμετωπίζεται ως τηλεοπτικό θέαμα γυρισμένο στα στούντιο κάποιας μακρινής χώρας. Αλλού υπάρχει, εδώ «δεν μας πιάνει».
Η διασπορά μπορεί να μην γίνει μέσα σε μια ώρα, όπως σ’ ένα μπαρ της Μυκόνου, αλλά το ίδιο ακριβώς καταστροφικό αποτέλεσμα θα έρθει μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες μέσα από τις καθημερινές συναναστροφές, έτσι που γίνονται. Δεν θέλω να φανώ απαισιόδοξος, αλλά υπ’ αυτές τις συνθήκες αν ο ιός εισχωρήσει μέσα σε μια κοινότητα θα απλωθεί σαν φωτιά σε πευκοδάσος τον Αύγουστο. Μακάρι να βγω ψεύτης…
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια