Του Γιώργου Λουκά *
Η ραγδαία και απροσδόκητη εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού βρήκε την Ευρώπη και τον πλανήτη εντελώς απροετοίμαστους να αντιμετωπίσουν μία τέτοια πρωτοφανή απειλή. Πέραν, όμως, των δεδομένων ανυπολόγιστων οικονομικών ζημιών και κοινωνικών συνεπειών, οι οποίες είναι από πολύ νωρίς ορατές και τις οποίες ήδη βιώνουμε, φαίνεται να αναδεικνύεται και μία άλλη διάσταση του θέματος, η οποία δεν είναι τόσο ορατή, δεν είναι άμεσα διαπιστώσιμη και δεν απασχολεί ή δεν αγγίζει προς το παρόν τους πολίτες, οι οποίοι, εγκλωβισμένοι στη μοναχική ζωή της καραντίνας, με τα καθημερινά τους προβλήματα και ανησυχίες και με το άγχος πλέον της επιβίωσης, έχουν άλλα πράγματα, τρέχοντα και πιο σημαντικά, να τους απορροφούν την προσοχή. Θα απασχολήσει, όμως, σίγουρα τον ιστορικό του μέλλοντος.
Η επέλαση του κορωνοϊού ανέδειξε την ανικανότητα ή και απροθυμία υπερεθνικών οργανισμών να διαχειριστούν την κρίση και να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά την απειλή σε υπερεθνικό επίπεδο, προχωρώντας σε πράξεις και όχι μένοντας σε λόγια, σε διαπιστώσεις, σε υποσχέσεις και σε ευχολόγια. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία, μακριά πλέον από το όραμα των "Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης", παρακολουθεί αμήχανα τις αλληλοκατηγορίες και τις λεκτικές αλληλοεπιθέσεις μεταξύ των κρατών που την απαρτίζουν. Η απρόσωπη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, εγκλωβισμένη στην έκδοση δυσνόητων και τεχνοκρατικών Οδηγιών και Κανονισμών και στοχοπροσηλωμένη σε σύμφωνα σταθερότητας και ρήτρες μηδενικών ελλειμμάτων, δείχνει να έχει αποξενωθεί και να έχει χάσει την επαφή της με τους πολίτες, οι οποίοι, μη συμμεριζόμενοι πλέον με τον αρχικό ενθουσιασμό την ευρωπαϊκή ιδέα, εμπιστεύονται όλο και περισσότερο τις εθνικές τους κυβερνήσεις ως τις μόνες που είναι σε θέση να αφουγκραστούν τις ανησυχίες τους και τα καθημερινά τους προβλήματα.
Ωστόσο, το έναυσμα για μία τέτοια διαπίστωση δεν είναι σε καμία περίπτωση οι πρόσφατες διαφωνίες και οι έντονες αντιπαραθέσεις για την έκδοση ή μη του λεγόμενου "κορονοομολόγου", με τις βόρειες προτεσταντικές χώρες, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, να απορρίπτουν την πρόταση αυτή και τις νότιες καθολικές χώρες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, να πιέζουν προς την κατεύθυνση αυτή. Εξ’ άλλου, η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη δεν είναι θέμα χρημάτων και μόνο, και η τυχόν διοχέτευση πακτωλού χρημάτων στα πληγέντα κράτη δεν αποτελεί ipso facto περίτρανη εκδήλωση αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών. Σε κάθε περίπτωση, η περιζήτητη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη θα μπορούσε να αναδειχθεί έμπρακτα και με άλλους τρόπους, όπως η μεταφορά και η νοσηλεία ασθενών από μία βαριά πληγείσα από τον κορονοϊό χώρα σε άλλη, πράγμα που, για να είμαστε δίκαιοι, έγινε σε μικρό, όμως, βαθμό όταν η Γερμανία δέχθηκε στο έδαφός της ασθενείς από τη Βόρεια Ιταλία για να τους νοσηλεύσει (βέβαια, η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη δεν έχει καν εκδηλωθεί και ουδέποτε εκδηλώθηκε στις κατά καιρούς απροκάλυπτες απειλές της γείτονος χώρας προς την Ελλάδα και προς την Κύπρο, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία).
Σκοπός του άρθρου δεν είναι να ασχοληθεί με τη σύγκριση οικονομικών μέτρων και πολιτικών για το ποια είναι τα καταλληλότερα και προσφορότερα για να διασώσουν τις ήδη ρημαγμένες οικονομίες των περισσοτέρων ευρωπαϊκών κρατών. Εξάλλου, κάθε οικονομική - χρηματοδοτική πρόταση και ιδέα έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της. Αυτό θα ήταν το λιγότερο. Άλλωστε, και για να επανέλθουμε στο θέμα της εκδόσεως ή μη του κορονοομολόγου, είναι – θεωρούμε – λογικό ένα κράτος να μην επιθυμεί να διαθέσει τα χρήματα των φορολογουμένων πολιτών του για τη διάσωση της οικονομίας ενός άλλου κράτους. Ωστόσο, η άνω διατυπωθείσα διαπίστωσή μας περί παραγκωνισμού του υπερεθνικού ευρωπαϊκού οργανισμού και περί επιστροφής της χάραξης πολιτικής στα εθνικά κράτη πηγάζει από τη διαφορετική προσέγγιση καθ’ εαυτή και από το διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης της απειλής του κορονοϊού από κάθε κράτος χωριστά και όχι ενιαία, στα πλαίσια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία "λάμπει δια της απουσίας της" σε αυτήν την ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο που κάποιοι λαοί θρηνούν χιλιάδες νεκρών και που κάποιες εθνικές οικονομίες καταρρέουν. Με δεδομένη την απουσία κοινής πολιτικής ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού, η γραφειοκρατία των Βρυξελλών έχει περιοριστεί στη σύνταξη εκθέσεων, στην ανταλλαγή απόψεων, στη διατύπωση θεωριών και στη δημοσίευση διαπιστώσεων. Γραφειοκρατία για τη γραφειοκρατία. Η ευρωπαϊκή ένωση, – επαναλαμβάνουμε – παντελώς απούσα, δεν κατάφερε ή δεν επεδίωξε να συντονίσει ή να προτείνει – δεν το συζητάμε καν να επιβάλει – μία ενιαία στρατηγική και τακτική αντιμετώπισης της πανδημίας από όλα τα κράτη. Όχι μόνο τα ίδια τα κράτη - μέλη δεν σκέφτηκαν καν να συμφωνήσουν σε μία κοινή γραμμή και τακτική, αλλά προχώρησαν και στο πρωτοφανές για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και για την ευρωπαϊκή ιδέα κλείσιμο ακόμα και των μεταξύ τους συνόρων!!!
Το πιο σημαντικό, όμως, αλλά και συνάμα και το χειρότερο είναι ότι, υπό το καθεστώς, βεβαίως, του πανικού, κάθε εθνικό κράτος βιάστηκε να επιλέξει το δικό του, ξεχωριστό τρόπο και μέθοδο προσέγγισης του φαινομένου του κορονοϊού. Οι μεν πλούσιες χώρες του Βορρά (γερμανο - σάξονες), με την προτεσταντική νοοτροπία τους και την αυστηρή και άκαμπτη – στα όρια ενίοτε και του κυνισμού – λουθηρανική λογική τους, αλλά – και για να μην ξεχνιόμαστε – και με τα αξιοζήλευτα και πληρέστατα εθνικά συστήματα υγείας, είτε "φλέρταραν" αρχικά με την τακτική της "ανοσίας της αγέλης" (Ολλανδία, Γερμανία και... το πρώην μέλος Ηνωμένο Βασίλειο) είτε τελικά την ακολούθησαν πιστά (Σουηδία), συνεχίζοντας απρόσκοπτα την οικονομική ζωή τους. Οι δε φτωχότερες και "λιγότερο αναπτυγμένες" (sic) χώρες, μην έχοντας άλλη επιλογή και όντας (υπερ)χρεωμένες, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην τακτική της καραντίνας και της απαγόρευσης κάθε σχεδόν δραστηριότητας, οικονομικής και μη, υπό το φόβο της κατάρρευσης των εθνικών τους συστημάτων υγείας. Η δε Ευρώπη των Βρυξελλών παντελώς απούσα σε όλο αυτό το ζοφερό σκηνικό. Αναδείχθηκε, όμως, για μία ακόμη φορά και η διαφορετικότητα και η διάσταση μεταξύ των κοσμοθεωριών και των νοοτροπιών που διέπουν τα κράτη - μέλη της ένωσης.
Αυτή ακριβώς η διαφορετική προσέγγιση και αντιμετώπιση και η διαφορετική ακολουθούμενη οικονομική πολιτική θα έχουν αναπόφευκτα ως συνέπεια την περαιτέρω διόγκωση του (οικονομικού και βιοτικού) χάσματος μεταξύ των χωρών του Βορρά και του Νότου. Θα έχουν, όμως, και ως ενδεχόμενη συνέπεια, με δεδομένο και το κλείσιμο των συνόρων, τον αυστηρό περιορισμό ή ακόμα και την απαγόρευση της ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης μετακίνησης των ευρωπαίων πολιτών μεταξύ των κρατών – μελών, κάτι το οποίο θα επιφέρει καίριο και ανεπανόρθωτο πλήγμα στην προσπάθεια της εδώ και δεκαετίες επιθυμητής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Άλλη μία συνέπεια θα είναι ότι αρκετά εθνικά κράτη, με τις οικονομίες τους ρημαγμένες, με τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, τις αεροπορικές εταιρείες και τις τράπεζές τους υπερχρεωμένες και διαλυμένες και με τις εταιρείες εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών τους στο χείλος της χρεοκοπίας λόγω τόσο της κατακόρυφης πτώσης της ζήτησης όσο και του δραματικού περιορισμού των εξαγωγών, θα αναγκαστούν εκ των πραγμάτων να προβούν σε κρατικοποιήσεις μεγάλων επιχειρήσεων και, κυρίως, τραπεζών (με σκοπό την προστασία των καταθέσεων) είτε άμεσα είτε έμμεσα, που είναι και το πιο πιθανό και ρεαλιστικό σενάριο, μέσω της χρηματοδότησης με κρατικό (και όχι ευρωπαϊκό) χρήμα, για να τις διασώσουν. Πρόκειται για ένα σενάριο που ήδη ακούγεται και για μία τακτική που ήδη εξετάζεται από διάφορα κράτη, ακόμα και από την ίδια τη Γερμανία (DW της 20/03/2020)! Άλλωστε, είναι γνωστό, ιστορικά διαπιστωμένο και αναμφισβήτητο, ανεξαρτήτως ιδεολογιών και θεωριών, ότι ο κρατικός παρεμβατισμός πάντοτε αποδείχθηκε και πάντοτε υπήρξε το "καταφύγιο", για να μην πούμε το "αποκούμπι", του οικονομικού φιλελευθερισμού στα δύσκολα, ήτοι σε περιόδους σοβαροτάτων οικονομικών κρίσεων, ανεργίας και επικείμενων χρεοκοπιών και πτωχεύσεων, αφού ο οικονομικός φιλελευθερισμός, όπως έχει συλληφθεί, θεμελιωθεί και αναπτυχθεί, μπορεί να αποδώσει μόνο σε περιόδους ευημερίας και ευμάρειας. Συνεπώς, οι όποιες ρητές ευρωπαϊκές απαγορεύσεις και τα όποια περί του αντιθέτου εκπορευόμενα εκ των Βρυξελλών σύμφωνα, οδηγίες και δεσμεύσεις αναγκαστικά "θα πάνε περίπατο", ως μη εφαρμόσιμα και ανεδαφικά, αφού θα ισχύει πλέον η λογική του "ο σώζων εαυτόν σωθήτω". Αλλά και στα καθ’ ημάς, η "πατέντα" της χρήσης των κονδυλίων ΕΣΠΑ για την τηλεκατάρτιση και, εμμέσως, για την οικονομική ενίσχυση των πληττόμενων από τις συνέπειες του κορονοϊού επιστημόνων και ελεύθερων επαγγελματιών καταδεικνύει περίτρανα για μία ακόμη φορά τις εμμονές, την ακαμψία και τον "παρωπιδισμό" της Ευρώπης των Βρυξελλών ως προς τη διαχείριση των κονδυλίων σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης.
Τέλος, αρκετά εθνικά κράτη, και κυρίως αυτά που έχουν επιλέξει την τακτική του εγκλεισμού, της καραντίνας και της παύσης κάθε δραστηριότητας, έχουν ήδη αναγκαστεί ή θα αναγκαστούν να προβούν στη λήψη επώδυνων μέτρων περιορισμού ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων, αλλά και εργασιακών, ήτοι μοιραία θα επέλθει πλήρης διάσταση μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαίου. Ενδεχομένως, μερικά κράτη, "νεοφώτιστα" ακόμη στις αρχές και στη φιλοσοφία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δυτικού τύπου, θα επιλέξουν να εκχωρήσουν αυξημένες νομοθετικές εξουσίες σε μονοπρόσωπα όργανα και θεσμούς, ερχόμενα σε πλήρη αντίθεση με βασικές και θεμελιώσεις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και όλα αυτά επειδή η Ευρώπη των Βρυξελλών κωφεύει, στρουθοκαμηλίζει και δεν φαίνεται διατεθειμένη να πορευθεί ενιαία, με ομοψυχία, και να λάβει ουσιαστικές πρωτοβουλίες και δράσεις, ανεξαρτήτως της βουλήσεως και των επιθυμιών των ισχυρών και μεγάλων κρατών - μελών της. Κατά πώς φαίνεται, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν κατάφερε για μία ακόμη φορά να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Όλα τα ανωτέρω είναι πιθανόν να οδηγήσουν, ευτυχώς ή δυστυχώς (δεν το κρίνουμε στο παρόν άρθρο), στην άμεση και πιεστική απαίτηση των εθνικών κυβερνήσεων και κρατών να τους επιστραφούν οι εδώ και δεκαετίες εκχωρηθείσες στις Βρυξέλλες εξουσίες και αρμοδιότητες, στη συγκέντρωση στα κράτη αυτά υπερεξουσιών (κυρίως οικονομικών), στην ενδεχόμενη επέκταση και εξάπλωση των κρατικών μονοπωλίων, στον έλεγχο και στη διαχείριση από τα ίδια τα κράτη των διασωθεισών από αυτά επιχειρήσεων, μεγάλων εταιρειών και τραπεζών, μέσω κρατικοποιήσεων που δεν αποκλείονται, και, τελικά, στην επιβολή και στην εμπέδωση μίας τέτοιας έκτασης κρατισμού, με αποτέλεσμα τα εθνικά κράτη – μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης να μεταλλαχθούν, λόγω αναγκών και ιστορικών συγκυριών, σε ένα νέο κράτος - Λεβιάθαν, πολύ πιο εξουσιαστικό και πολύ πιο παρεμβατικό από αυτό που είχε συλλάβει και είχε περιγράψει ο Τόμας Χομπς το 1651 (Thomas Hobbes, Leviathan or the Matter, Forme and Power of a Commonwealth Ecclesiasticall and Civil).
* Ο κ. Γιώργος Σ. Λουκάς είναι Δικηγόρος DEA Droit public
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια