Αναγκαιότητα η ανανοηματοδότηση του ευρωπαϊκού οράματος.
THIERRY MONASSE VIA GETTY IMAGES |
Πολιτική Επιστήμων, Μ.Α. Ευρωπαϊκού Δικαίου και Πολιτικής
Εβδομήντα χρόνια από την υπογραφή της Διακήρυξης Schuman, ο νους νοερά ξεφυλλίζει τις σελίδες της Ιστορίας που γράφτηκαν στο ενωσιακό οικοδόμημα: από τα επιτεύγματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πρώτιστο την εδραίωση του σεβασμού και της προαγωγής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ως βασικού καταστατικού της σκοπού μέχρι την περίοδο της «πολυκρίσης» που σημειώνεται την τελευταία δεκαετία και την πρόσφατη προσθήκη της υγειονομικής, αλλά και κοινωνικοοικονομικής κρίσης, η Ε.Ε. αναμετράται καθημερινά με τον ίδιο της τον εαυτό.
Με το ρεύμα του ευρωπεσιμισμού- ενίοτε με δόσεις ευρωσκεπτικιστικών διαθέσεων- να διασχίζει όλο το ευρωπαϊκό στερέωμα, η κοινωνική συνδιάθεση έδωσε τη θέση της στην κοινωνική αποσύνθεση, αρχής γενομένης της οικονομικής κρίσης του 2010, όπου η πολιτική λιτότητας εδραιώθηκε ως μονόδρομος μέσα από το δόγμα ΤΙΝΑ (ThereIsNoAlternative) και τα μέτρα που υιοθετήθηκαν για τη διάσωση του ευρώ να υπονομεύουν τη δημοκρατία στα κράτη μέλη και να διαβρώνουν το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Επιβεβαιώθηκε, για άλλη μια φορά μάλιστα, ότι σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, η απόλαυση των ατομικών, αλλά και των κοινωνικών δικαιωμάτων υποχωρεί μέσα από τις αλλεπάλληλες παραβιάσεις τους, με την ψαλίδα των ανισοτήτων να ανοίγει ως επακόλουθο της φτωχοποίησης.
Η υπονόμευση, όμως, της δημοκρατίας εντάθηκε και από την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων στα κράτη-μέλη, με την αναποτελεσματικότητα στη διαχείριση της προσφυγικής- μεταναστευτικής κρίσης από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης, να δημιουργεί εύφορο έδαφος στην περαιτέρω διαμόρφωση της ξενοφοβικής πολιτικής τους ατζέντας, στοχοποιώντας την ανοιχτή κοινωνία. Έτσι, σταδιακά άνθισε η ανελεύθερη δημοκρατία (illiberaldemocracy) ιδίως στις χώρες της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, με την ελευθερία έκφρασης σε οποιαδήποτε μορφή να περιορίζεται και τα δικαιώματα των πολιτών να υποχωρούν σημαντικά.
Διαφάνηκε, συνεπώς, η κρίση της δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την εκχύλισή της να φέρνει ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα των απονομιμοποιημένων αποφάσεων και της «διακυβερνητικής κυριαρχίας» στη λήψη των αποφάσεων, η οποία σε μια πιο προσεχτική ανάγνωση αναδεικνύει το έλλειμμα ηγεσίας που υπάρχει. Πρόσφατα, μάλιστα, γίναμε μάρτυρες και συνάμα αποδέκτες των χαμηλών προσδοκιών αποφάσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης του Covid-19 και της τρέχουσας κοινωνικοοικονομικής, επιβεβαιώνοντας την αίσθηση που δίνεται ιδίως από την τελευταία δεκαετία πως εν τέλει η ΕΕ κάνει τα λιγότερα δυνατά σε περισσότερο και όχι άμεσο πραγματικό χρόνο. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και η γενικευμένη παραδοχή πως οι Ευρωπαίοι ηγέτες αρκούνται σε γενικόλογες ρήσεις για το μέλλον της Ένωσης, καθιστώντας σαφή πέρα των άλλων πως η πραγματική πολιτική έχει υποχωρήσει μπροστά στην πολιτική επικοινωνία, την ώρα που γεννάται το διακύβευμα για μια Ένωση με «πολιτική φωνή», όπου οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με περισσότερο προοδευτικό πρόσημο και με γνώμονα το συμφέρον των πολιτών.
Με τους πολίτες να γίνονται αποδέκτες αποφάσεων αναντίστοιχων με την πραγματικότητα, αισθάνονται ολοένα και περισσότερο την αδυναμία της Ευρώπης να διαχειριστεί τις διαδοχικές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας, αποστρεφόμενοι μερικές φορές την ευρωπαϊκή τους ταυτότητα, αφής στιγμής το αίσθημα του «ανήκειν στην Ευρώπη»έχει βαθύτατα πληγωθεί.Και εδώ συμβαίνει το εξής παράδοξο: αν και από τη μια αισθάνονται πως η ΕΕ είναι αναποτελεσματική στο να κάνει τη ζωή τους καλύτερη, εντούτοις η πλειονότητα των πολιτών στις περισσότερες χώρες μέλη της δίνει «ψήφο εμπιστοσύνης» στην ΕΕ, θεωρώντας απαραίτητη τη συμπόρευση και την παραμονή των χωρών τους σε εκείνη.
Αν και primafacie, θα μπορούσε ευλόγως να δικαιολογηθεί ως στήριξη της στρατηγικής επιλογής των χωρών τους, εντούτοις σε μια δεύτερη ανάγνωση παράλληλα με εκείνη των αιτημάτων των πολιτών, θα μπορούσε να διυλίσει κανείς σημαντικά συμπεράσματα για το τι και πόσο Ευρώπη επιθυμούν οι πολίτες, με το βασικό συμπέρασμα να σκιαγραφείται στο εξής δίπτυχο: «περισσότερη κοινωνική Ευρώπη», «περισσότερη δημοκρατική Ευρώπη».
Μέσα από το δίπτυχο αυτό προκύπτει η αναγκαιότητα για ανανοηματοδότηση του ευρωπαϊκού οράματος, η πραγματοποίηση του οποίου περνάει μέσα από την επανεκκίνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την μετατροπή της από «μηχανή πολλαπλών ταχυτήτων» σε μια δημοκρατική ενιαία πολιτική οντότητα. Το «σχέδιο Ευρώπη» δεν απαιτεί μια νέα κοινωνική συμφωνία, αλλά πραγματική εφαρμογή και ορθή ερμηνεία του πρωτογενούς της δικαίου, η μετουσίωση του οποίου σε πολιτική θα αναγνωστεί ως συνέχεια πολιτικής με άλλα μέσα. Ήρθε, επομένως, η ώρα η Ευρώπη να μιλήσει με γλώσσα όπου διαφαίνονται οι καταβολές του νομικού, ιστορικού, φιλοσοφικού και πολιτικού της πολιτισμού, περνώντας από τη σελίδα του «διακυβερνητικού κεκτημένου» ξανά στο «κοινοτικό κεκτημένο». Η αλλαγή αυτής της σελίδας στην Ιστορία δεν θα σημάνει το τέλος της· αντιθέτως, θα ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο, μια νέα εποχή στην πολιτική πραγματικότητα.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια