Γράφει ο Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης
Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου
Νομική Σχολή ΑΠΘ
Η Κρίση των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996 μετέβαλε δομικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο Αιγαίο. Μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή, η Τουρκία έθετε ζητήματα που περιλάμβαναν την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών (χωρικά ύδατα και υφαλοκρηπίδα), την αποστρατικοποίηση νησιών του Βόρειου και Ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων, και το εύρος του ελληνικού εναέριου χώρου (10 ναυτικά μίλια) λόγω της αναντιστοιχίας του με τη χωρική μας θάλασσα (6 ν.μ.). Ωστόσο, μετά την Κρίση στα Ίμια, όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις αμφισβήτησαν με συνέπεια και επιμονή την ελληνική κυριαρχία σε νησιά του Αιγαίου και επιδόθηκαν σε έναν διαγωνισμό δημιουργίας «γκρίζων ζωνών», όπου τα διεκδικούμενα νησιά έφθαναν ακόμα και τον αριθμό χίλια (εκεί σταμάτησε το «χουβαρνταλίκι» της τότε Πρωθυπουργού Τ. Τσιλέρ). Μάλιστα, λίγους μήνες αργότερα, η Τουρκία έφθασε στο σημείο να αμφισβητήσει και την ελληνική κυριαρχία στη Γαύδο, καθώς ζήτησε την εξαίρεσή της από τη νατοϊκή άσκηση Dynamic Mix 1996.
Αυτή η ποιοτική μεταβολή των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και η εισαγωγή των «γκρίζων ζωνών» στην αεροναυτική καθημερινότητα, ήταν ουσιαστικά η αντίδραση της Τουρκίας απέναντι στη θέση σε ισχύ της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (1994). Με δεδομένο ότι η συγκεκριμένη Σύμβαση δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά της στο Αιγαίο, η Τουρκία δεν την υπέγραψε ούτε και προσχώρησε σε αυτή, και επομένως δεσμεύεται μόνο από το εθιμικό διεθνές δίκαιο. Έκτοτε, επιχειρεί να επηρεάσει με τέτοιον τρόπο τις διμερείς μας σχέσεις στο Αιγαίο, ώστε να θεμελιώσει ευνοϊκές για εκείνη συγκυρίες και καταστάσεις που θα οδηγούσαν σε μια λύση πακέτο για όλες τις διεκδικήσεις της, κάτω από ένα καθεστώς διπλωματικής πίεσης και απειλής χρήσης βίας (casus belli).
Αν εξετάσουμε τις τουρκικές θέσεις από την εποχή της Κρίσης των Ιμίων, θα διαπιστώσουμε, ότι τόσο ο Τ. Ερντογάν όσο και η τουρκική αντιπολίτευση, με την εξαίρεση του HDP, επαναλαμβάνουν τις ίδιες προκλητικές απόψεις για δεκάδες ή εκατοντάδες νησιά του Αιγαίου που δήθεν κατέχει η Ελλάδα παράνομα. Με άλλα λόγια, ο Πρόεδρος της Τουρκίας ακολουθεί την επίσημη τουρκική πολιτική που υιοθετήθηκε μετά τα Ίμια, και μάλιστα θα μπορούσε ίσως να χαρακτηρισθεί πιο μετριοπαθής τόσο σε σχέση με άλλους προκατόχους του όσο και τη σημερινή μείζονα κεμαλική αντιπολίτευση. Πλέον, ακόμα και το περιστατικό με την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στη Γαύδο, μπορεί να συνδεθεί εύκολα με το πρόσφατο τουρκολιβυκό μνημόνιο για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών δικαιοδοσίας που παραβλάπτει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, αποδεικνύοντας έτσι ότι και το πιο χοντροκομμένο αστείο –γιατί έτσι αντιμετωπίστηκε τον Μάιο του 1996 το αίτημα εξαίρεσης της Γαύδου– μπορεί να εξελιχθεί σε πραγματικό σενάριο, εφόσον υπάρχει εθνική στρατηγική, συνεπής σχεδιασμός και επαρκής ισχύς που στηρίζει τις επιχειρησιακές δυνατότητες στο πεδίο.
Σήμερα λοιπόν, ενόψει της αστάθειας που επικρατεί στην Ανατολική Μεσόγειο, την οποία συντηρεί πρωτίστως η Τουρκία με την στρατιωτική ανάμιξή της σε Συρία και Λιβύη και την εργαλειοποίηση των μικτών μεταναστευτικών ροών, και των αμερικανικών παραινέσεων (επιστολή του ΥΠΕΞ Μ. Πομπέο στον έλληνα Πρωθυπουργό) για την ειρηνική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο, «ακούγεται» ξανά η πρόταση για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης στη Χάγη. Η πρόταση για προσφυγή στη Χάγη επανέρχεται περίπου ως επανάληψη της αντίστοιχης πρότασης που είχε διατυπώσει ο αμερικανός Πρόεδρος Μ. Κλίντον λίγο πριν τις αμερικανικές εκλογές του 1996 για τη διευθέτηση του ζητήματος της κυριαρχίας στα Ίμια, ακολουθώντας ουσιαστικά τη γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης. Ωστόσο, οι περιστάσεις που διαμορφώνουν το πλαίσιο μιας ενδεχόμενης προσφυγής στη Χάγη σήμερα, είναι πολύ διαφορετικές σε σχέση με την περίοδο πριν την Κρίση των Ιμίων.
Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορούμε να βρεθούμε στη Χάγη, είναι η σύνταξη ενός συνυποσχετικού εγγράφου με την Τουρκία. Αυτό σημαίνει, ότι οι δύο χώρες θα πρέπει να συμφωνήσουν στη σύνταξη ενός κειμένου στο οποίο θα διατυπώνονται με σαφήνεια οι νομικές διαφορές που υποβάλλονται προς επίλυση. Για την Ελλάδα, η μοναδική υφιστάμενη διαφορά με την Τουρκία είναι το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας λόγω της αλληλεπικάλυψης με την αντίστοιχη τουρκική. Αν προσθέσουμε και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), τότε θα σωρευθεί και το ζήτημα της οριοθέτησης της ΑΟΖ για τον ίδιο λόγο. Παρόμοια, θα τεθεί και ζήτημα οριοθέτησης των χωρικών υδάτων μας, εφόσον προχωρήσουμε σε επέκταση στα 12 ν.μ.
Ωστόσο, οποιαδήποτε προσπάθεια οριοθέτησης μιας υφιστάμενης ή εν δυνάμει θαλάσσιας ζώνης μας με άλλο παράκτιο γειτονικό κράτος (Τουρκία, Κύπρος, Αίγυπτος, Λιβύη, Ιταλία και Αλβανία), ξεκινά με τον υπολογισμό που κάνουμε μετρώντας τα ναυτικά μίλια από τις ηπειρωτικές και νησιωτικές ακτογραμμές μας. Ίσως είμαστε παγκοσμίως ένα από τα τελευταία κράτη που εξακολουθεί να υπολογίζει τα χωρικά του ύδατα από τη φυσική ακτογραμμή του, και όχι από τις ευθείες γραμμές βάσης. Με άλλα λόγια, σήμερα υπολογίζουμε τα 6 ν.μ. της χωρικής μας θάλασσας με βάση το κατώτατο σημείο του εύρους της παλίρροιας (την κατώτατη ρηχία), ενώ θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε τον εθιμικό κανόνα των ευθειών γραμμών βάσης προκειμένου να μεταφέρουμε την αφετηρία υπολογισμού πιο μέσα στη θάλασσα, χρησιμοποιώντας τις φυσικές εξοχές των ακτών μας και των νησιών και νησίδων που γειτνιάζουν με αυτές. Τα ακρότατα αυτά σημεία, όταν ενωθούν δημιουργούν τις ευθείες γραμμές βάσης, απ’ όπου ξεκινά ο υπολογισμός όλων των θαλάσσιων ζωνών, και όχι μόνο της χωρικής θάλασσας.
Επομένως, με τη μέθοδο των ευθειών γραμμών βάσης αυξάνουμε τα εσωτερικά μας ύδατα που βρίσκονται πίσω από τις ευθείες γραμμές βάσης και «σπρώχνουμε» πιο μπροστά τη χωρική μας θάλασσα σε σχέση με τη μέθοδο μέτρησης της φυσικής ακτογραμμής. Επιπλέον, όση περισσότερη κυριαρχία ασκούμε, δηλαδή όση περισσότερη χωρική θάλασσα διαθέτουμε (μέγιστο 12 ν.μ.) μπροστά από τα εσωτερικά μας ύδατα, τόσο μεγαλύτερη είναι η επήρεια των νησιωτικών ακτογραμμών μας σε οποιαδήποτε διαδικασία οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών όπου ασκούνται κυριαρχικά δικαιώματα, όπως η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ. Αν λοιπόν κατανοούμε τη σημασία του συμπλέγματος της Μεγίστης (Καστελλόριζο) για την οριοθέτηση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, τότε είναι μονόδρομος η μεγιστοποίηση της επήρειας των κοντινότερων ελληνικών νησιών, όπως η Ρόδος, η Κάρπαθος, η Κάσος και η Κρήτη.
Συνεπώς, αν δεν προχωρήσουμε σε μέτρηση με ευθείες γραμμές βάσης και δεν κλείσουμε με ευθείες γραμμές του κόλπους με άνοιγμα μικρότερο των 24 ν.μ. (π.χ. Θερμαϊκός, Κόλπος, της Κέρκυρας κ.α.), και επιπλέον δεν επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ν.μ. αποδίδοντας έτσι στα νησιά μας τη μέγιστη δυνατή επήρεια, ώστε να διεκδικήσουμε το καλύτερο που μπορούμε αναφορικά με την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, δεν έχει νόημα καμία δικαστική προσφυγή σε οριοθέτηση. Μάλιστα, αν το Δικαστήριο στη Χάγη προχωρήσει σε οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ χωρίς να έχουμε πράξει τα παραπάνω, δεν θα μπορέσουμε να επανέλθουμε μελλοντικά ζητώντας νέα οριοθέτηση με διαφορετικά δεδομένα. Συνεπώς, η προσφυγή στη Χάγη προϋποθέτει όλα τα παραπάνω με δική μας επιμέλεια, εφόσον πραγματικά προασπίζουμε την κυριαρχία μας και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα επικαλούμενοι το Διεθνές Δίκαιο.
Στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Μετά την Κρίση των Ιμίων, δεν καταγράφεται μόνο η διαφωνία ως προς το αν τα ελληνικά νησιά διαθέτουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, ή αν απλά έχουν μειωμένη επήρεια στον υπολογισμό των θαλάσσιων ζωνών. Όπως επισημάνθηκε παραπάνω, η Τουρκία αμφισβητεί την ελληνικότητα νησιών, τα οποία διεκδικεί από το 1996 με δηλώσεις σε ανώτατο επίπεδο. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η προοπτική της Χάγης είναι πρακτικά ανύπαρκτη, εφόσον καμία τουρκική κυβέρνηση δεν θα δεχόταν να υπογράψει συνυποσχετικό που δεν θα συμπεριλάμβανε τις τουρκικές διεκδικήσεις στις γκρίζες ζώνες. Όπως προφανώς, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα δεχόταν την παραπομπή ζητημάτων κυριαρχίας στη Χάγη. Φυσικά, στο μέλλον, ίσως όχι το πολύ μακρινό, η Τουρκία θα μπορούσε να επιδιώξει μια γεώτρηση μέσα στο Αιγαίο δίπλα σε ένα ελληνικό νησί την κυριαρχία του οποίου αμφισβητεί, επιχειρώντας έτσι να δημιουργήσει τετελεσμένα που θα οδηγούσαν σε στρατιωτική κλιμάκωση. Σε μια τέτοια περίπτωση, οποιαδήποτε πυροσβεστική διαμεσολάβηση «τύπου Ιμίων» θα μπορούσε να οδηγήσει με συνυποσχετικό στη Χάγη ακόμη και για ζήτημα κυριαρχίας. Προφανώς, πρόκειται για ένα κακό και απαισιόδοξο σενάριο, είτε πρόκειται για τη Χάγη είτε περιλαμβάνει τη διαμεσολάβηση ή τις καλές υπηρεσίες τρίτων.
Η προοπτική της παραπομπής των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο στη Χάγη, μπορεί να εξεταστεί παράλληλα με τη μεγιστοποίηση των ελληνικών επιδιώξεων και την ισχυροποίηση των νόμιμων κεκτημένων μας, ώστε να περιορίσουμε οτιδήποτε ήθελε χαρακτηρισθεί ως ανεπιθύμητη εξέλιξη ή εθνική απώλεια ενώπιον του Δικαστηρίου, όποτε κι αν πάμε. Άλλωστε, πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι το Δικαστήριο θα αναζητήσει μια βιώσιμη λύση που θα εφαρμοστεί και από τις δύο πλευρές, και συνεπώς θα πάρουμε λιγότερα από αυτά που θα ζητήσουμε. Ας φροντίσουμε λοιπόν να ζητήσουμε πολλά, με στέρεα νομικά επιχειρήματα και επιχειρησιακή αξιοπιστία στη θάλασσα και τον ουρανό του Αιγαίου, διότι η απέναντι πλευρά έχει αφήσει πολύ πίσω τις προ-Ιμίων θέσεις και δυνατότητές της. Για την ώρα λοιπόν, ας ξαναδούμε ολιστικά το θέμα των ευθείων γραμμών βάσης, και όχι αποσπασματικά και τυχοδιωκτικά μόνο σε περιοχές εκτός Αιγαίου, και ας εξετάσουμε σοβαρά την προοπτική της κήρυξης συνορεύουσας ζώνης, που θα μπορούσε να αποδειχθεί μεταξύ άλλων και αποτελεσματικό μέτρο για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτουν οι μικτές μεταναστευτικές ροές και η διακίνηση όπλων και ναρκωτικών στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Χάγη μπορεί να περιμένει μια καλύτερη συγκυρία για μας, ή έστω χειρότερη για τους γείτονές μας για να αποφανθεί για τα ζητήματα οριοθετήσεων των θαλάσσιων ζωνών μας. Μόνο γι’αυτές.
“Μακεδονία” 02.02.20
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια