Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς
Ποιο ποσοστό του ελλαδικού πληθυσμού συνειδητοποιεί νηφάλια ότι στη χώρα και κοινωνία μας έχει συντελεστεί καταστροφή;
«Καταστροφή» δεν είναι λέξη «πολιτικά ορθή», όποιος τη χρησιμοποιήσει είναι «καταστροφολόγος», δηλαδή σκόπιμα αναξιόπιστος – στιγματίζεται. Με αυτό το δόγμα αυτοπροστατεύεται η ανομία, οι αυτουργοί του εγκλήματος συνεχίζουν ανενόχλητοι να κακουργούν. Δικαιώνεται και ο ποιητής που βεβαίωνε ότι «το ανθρώπινο είδος δεν αντέχει πάρα πολλή πραγματικότητα».
Η πλειονότητα του πληθυσμού στην Ελλάδα, είναι φανερό, βολεύεται να πιστεύει ότι ζούμε μια συνήθη περίπτωση «κρίσης» οικονομικής. Αντε να προσθέσουμε στη συγκυρία και τη χρόνια δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Προκάλεσε την «κρίση» η ακρισία του υπερδανεισμού, οι άκριτες ψηφοθηρικές σπατάλες, δηλαδή μια κακή, κάκιστη πολιτική διαχείριση – τίποτα περισσότερο.
Μοιάζει η χώρα να έχει βυθιστεί σε λήθαργο αορασίας, ακαταληψίας, συλλογικής άνοιας. Ωσάν να μη ζούμε τη δέκατη χρονιά αναγκαστής παραίτησης από την εθνική κυριαρχία, την κρατική ανεξαρτησία, την πολιτική αυτοκυβερνησία. Ωσάν να μην επιτροπεύεται η χώρα από εγκαθέτους των δανειστών σε κάθε παραμικρό κόμβο της κρατικής λειτουργίας. Ωσάν να μην έχει καταλυθεί το πολυκομματικό πολιτικό σύστημα – διατηρούμε επίφαση σχιζοφρενική του κοινοβουλίου, με τους αρνητές της δημοκρατίας (χρυσαυγίτες και κουκουέδες) να αντιστέκονται στον ολοκληρωτισμό των «Αγορών» και τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου» ένας αηδιαστικός πολτός συμβιβασμένων.
Αυτά τα εξόφθαλμα και πασιφανή αποσιωπώνται και αγνοούνται μεθοδικότατα από την εμπορευματοποιημένη «πληροφόρηση» και τους επαγγελματίες «πολιτικούς» του ιδεολογικού πολτού. Δεν διανοούνται να μιλήσουν για «καταστροφή» και για το μέγεθός της, επειδή έτσι θα παραδέχονταν την ανάγκη για τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται προκειμένου να λειτουργήσει κράτος – θα σήμαιναν και το τέλος της κομματοκρατίας. Το απολύτως εξομοιωμένο (από την κοινή αφασία) «πολιτικό» προσωπικό της χώρας δεν μπορεί να διανοηθεί μεταρρυθμίσεις, ξέρει μόνο την πιο ευτελισμένη εκδοχή της «διαχείρισης» – το κενό «νοήματος» της πολιτικής είναι για τους «πολιτικούς» απόλυτο. Τυπικά γεννήματα της «προοδευτικής» φενάκης, δηλαδή του μηδενισμού και αμοραλισμού, έχουν κίνητρο μοναδικό την ηδονή της εξουσίας.
Παραμένει ίσως ανεπίγνωστη η καταστροφή και για πολλούς, τους περισσότερους πιθανότατα, πολίτες, επειδή ο «προοδευτικός» αμοραλισμός και μηδενισμός είναι διακομματικό νόσημα. Αυτό αποκαλύφθηκε ολοκάθαρα με την κοινή και ίδια πολιτική για την Παιδεία, που άσκησαν όλες οι κυβερνήσεις (κάθε «ιδεολογικής» απόχρωσης) στα τελευταία σαράντα τέσσερα χρόνια. Ολες είχαν την ίδια, απολύτως χρησιμοθηρική αντίληψη για την Παιδεία – την Παιδεία «εφόδιο», «προϋπόθεση οικονομικής ευχέρειας», προαπαιτούμενο («χαρτί») για χαριστικό διορισμό στο Δημόσιο.
Ολες οι κυβερνήσεις, οποιασδήποτε κομματικής ταυτότητας, κατασφάλισαν στην πράξη τη λοιμική της «παραπαιδείας», την ντροπή (νεοελληνική διεθνής αποκλειστικότητα) που λέγεται «φροντιστήριο». Ολες υποβάθμισαν, υπονόμευσαν ή φανατικά πολέμησαν την κριτική αξιολόγηση διδασκόντων και διδασκομένων, την άμιλλα, την αριστεία. Η ωφελιμιστική αποτίμηση της «πληροφορίας» εκτόπισε την κριτική σκέψη, περιθωριοποίησε τη δημιουργική προτεραιότητα.
Ολα τα κόμματα και οι κυβερνήσεις συναίνεσαν να παραδοθούν τα πανεπιστήμια της χώρας στον πρωτογονισμό, στην ασυδοσία και στη βανδαλιστική υστερία των κομματικών νεολαιών, αλλά και να καταστούν ευκαιρίες αναρρίχησης στο ακαδημαϊκό λειτούργημα ευτελών κομματανθρώπων. Δεν αντέχουμε, αλλά και δεν μπορούμε να έχουμε ρεαλιστική επίγνωση των διαστάσεων της συντελεσμένης καταστροφής. Η καθημερινότητα του Ελληνα είναι ένας εφιάλτης ανασφάλειας, αβεβαιότητας, αδικίας, παραλογισμού. Εκλεισαν οι «φωτισμένοι» δανειστές μας Ευρωπαίοι τα δικά τους σύνορα στους συφοριασμένους της προσφυγιάς, επιβάλλοντας έτσι στους Ελληνες να είμαστε μειονότητα στον τόπο μας (προς το παρόν, τα παιδιά μας στα σχολειά).
Ο όρος «δημόσια τάξη» χλευάζεται, σαν να δηλώνει φασιστική επιδίωξη. Η ανοχή (μάλλον το κανάκεμα) της κοινωνικά αφόρητης ιταμότητας του υπόκοσμου (κάθε βράδυ στα Εξάρχεια, μέρα-νύχτα στα δημόσιας θέας «στέκια» εμπορίας ναρκωτικών) εξαλείφει τις προϋποθέσεις συντεταγμένου κοινωνικού βίου. Το ίδιο το λειτούργημα της αστυνόμευσης ακυρώνεται, όταν ο λειτουργός του διατάσσεται να λειτουργεί σχιζοφρενικά: Να κυνηγάει τον λωποδύτη, τον ληστή, τον παράνομο, ενώ συντηρεί εσκεμμένα κάθε βράδυ (δεκαετίες τώρα) ενεργό τον εμπρηστή, τον επίδοξο δολοφόνο, τον ψυχανώμαλο μπαχαλάκια, καλυμμένους με την κυβερνητική, ανεξήγητη ανοχή.
Τις καταστροφές, τις πιο ανήκεστες και ολεθριότερες, οι πολλοί τις αντιλαμβάνονται δυσκολότερα: Την προϊούσα (ακατασχέτως) αναπηρία της γλωσσικής εκφραστικής, με τις εφιαλτικές ανθρωπολογικές της συνέπειες (αφού σκεπτόμαστε με τη γλώσσα, και επομένως η υποβαθμισμένη γλώσσα συνεπάγεται μειωμένη αντιληπτική ικανότητα). Οπως και η μειωμένη ή διάστροφη ιστορική κατάρτιση που καταλήγει σε καχεκτική υπαρκτική αυτοσυνειδησία, ευκολύνει τη μετάλλαξη του πολίτη σε οπαδό ή καταναλωτή.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια