Επισήμως η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι πρέπει να υπάρξει μια στρατηγική σύμπλευση ανάμεσα στο σοσιαλδημοκρατία και την αριστερά, υπό την προϋπόθεση ότι η πρώτη «επιστρέψει στις ρίζες της» και εγκαταλείψει τη συμπόρευση με τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις.
Μάλιστα, πέραν του να είναι η επίσημη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί και μία από τις κεντρικές αναφορές και τα εσωκομματικής αντιπολίτευσης που ουκ ολίγες φορές έχει υποστηρίξει – ενδεικτικά αναφέρουμε τις τοποθετήσεις του Νίκου Φίλη – ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ και να προκριθεί η συμμαχία με σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις.
Η γραμμή αυτή αποτελεί και τη θέση των ηγετικών κύκλων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που αντιμετωπίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως συμμαχική δύναμη, με τον Αλέξη Τσίπρα να προσκαλείται στις συνόδους των ηγετών της σοσιαλδημοκρατίας που προηγούνται των συνόδων κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άλλωστε, η πολιτική επαφή με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ήταν και επιδίωξη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το 2015. Το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς μπορεί να ήταν σημαντικό για τον ΣΥΡΙΖΑ όσο ήταν μια μικρή κινηματική δύναμη, αλλά δεν μπορεί να προσφέρει σε ένα κόμμα εξουσίας αυτά που προσφέρει η συμμετοχή σε μια μεγάλη πολιτική οικογένεια όπως οι ευρωπαίοι σοσιαλιστές.
Σοσιαλδημοκρατία
Όλα αυτά μπορούν να εξηγήσουν το διαρκές ενδιαφέρον του ΣΥΡΙΖΑ για τις εξελίξεις στη σοσιαλδημοκρατία, ειδικά μάλιστα από τη στιγμή που η αποδοχή των μνημονίων από τη μεριά του σήμαινε και την εγκατάλειψη οποιουδήποτε στρατηγικού ορίζοντα πέραν του «νεοφιλελευθερισμού με ανθρώπινο πρόσωπο».
Σε αυτή την κατεύθυνση ο ΣΥΡΙΖΑ θέλησε να εκμεταλλευτεί και την βαθιά κρίση στην οποία βρέθηκε στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ. Πληρώνοντας το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος από οποιονδήποτε άλλο πολιτικό χώρο από την εφαρμογή των μνημονίων, είδαμε έναν χώρο που ενώ για πάρα πολλά χρόνια ήταν κατεξοχήν παράγοντας σταθερότητας να αποδιαρθρώνεται με εντυπωσιακά γρήγορους ρυθμούς και να αποσαθρώνονται οι σχέσεις εκπροσώπησης που ιστορικά είχε διαμορφώσει, προσφέροντας έτσι στον ΣΥΡΙΖΑ τη δυνατότητα να εκτοξευτεί εκλογικά.
Σε αυτή την αποδιάρθρωση εμφανίστηκαν διαφορετικά σχέδια για τον ευρύτερο πολιτικό χώρο της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, τόσο στην εκδοχή του ιστορικού ΠΑΣΟΚ όσο και των ρεύματος που προερχόταν από την ιστορική ανανεωτική αριστερά που εκπροσωπήθηκε από τη Δημοκρατική Αριστεράς και στη συνέχεια εν μέρει βρήκε αναφορά στο Ποτάμι.
Τα σχέδια αυτά αντανακλούν και τη συνολικότερη αναζήτηση προσανατολισμού μέσα στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία η οποία βρίσκεται σε μια βαθιά κρίση, πληρώνοντας ακριβό τίμημα από τη μακρόχρονη συμπόρευσή της με τα συντηρητικά και φιλελεύθερα κόμματα.
Η αδυναμία του γερμανικού SPD, του πιο ιστορικού κόμματος της σοσιαλδημοκρατίας παγκοσμίως, να ανακάμψει εκλογικά, η αποδιάρθρωση του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και η εμφάνιση του φαινομένου Μακρόν, η αποτυχία του Δημοκρατικού Κόμματος στην Ιταλία, είναι τα παραδείγματα που μαζί με την κρίση του ΠΑΣΟΚ ορίζουν αυτή την τάση.
Δύο απαντήσεις
Στην ελληνική περίπτωση έχουν σχηματοποιηθεί δύο βασικές απαντήσεις στην κρίση της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς.
Από τη μια υπήρξε η κατεύθυνση που ήθελε την κεντροαριστερά να προσανατολίζεται κυρίως σε μια σύμπραξη με την κεντροδεξιά γύρω από την επιμονή σε ένα πλέγμα φιλελεύθερων πολιτικών. Αυτή την κατεύθυνση στην Ελλάδα υποστήριξαν από διαφορετικές αφετηρίες τόσο ο Ευάγγελος Βενιζέλος όσο και ο Σταύρος Θεοδωράκης.
Ορίζοντας μιας τέτοιας κατεύθυνσης είναι κάτι ανάλογο με αυτό που προσπαθεί να κάνει ο Μακρόν, δηλαδή ο συνδυασμός μιας κλασικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής με μια ρητορική επίκληση της δικαιοσύνης ή των δικαιωμάτων.
Από την άλλη, υπήρξε η τοποθέτηση που λίγο πολύ είχε ως ορίζοντα μια ανασυγκροτημένη σοσιαλδημοκρατία που θα διεκδικούσε πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια νέα «προοδευτική παράταξη», αξιοποιώντας και το γεγονός ότι μπορεί να αποδιαρθρώθηκε η εκλογική και κομματική επιρροή του ΠΑΣΟΚ, ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο για την συνδικαλιστική ή αυτοδιοικητική του γείωση ή την παρουσία του μέσα στο κράτος.
Αυτή ήταν η τοποθέτηση που ουσιαστικά εκπροσώπησε η Φώφη Γεννηματά, με τη στήριξη ιστορικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ όπως ο Κώστα Λαλιώτης, τόσο απέναντι στον Ευάγγελο Βενιζέλο εντός ΠΑΣΟΚ όσο και έναντι του Γιώργου Καμίνη ή του Σταύρου Θεοδωράκη στις εσωκομματικές διαδικασίες του Κινήματος Αλλαγής.
Η κατεύθυνση αυτή προφανώς και στον ορίζοντά της έχει και τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον στο σημερινό πολιτικό τοπίο δεν μπορεί να υπάρξει άλλη γεωμετρία για μια νέα «προοδευτική παράταξη».
Μόνο που εδώ υπήρξαν διαφορετικές τοποθετήσεις ως προς την τακτική. Για παράδειγμα ο άρτι αποπεμφθείς Γιάννης Ραγκούσης είχε εξαρχής την άποψη μιας ανοιχτής στροφής προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, η Φώφη Γεννηματά και η ηγετική ομάδα είδε τη διαδικασία και ως μια μάχη για την ηγεμονία στο εσωτερικό της κεντροαριστεράς.
Ο λόγος ήταν προφανής: εάν το Κίνημα Αλλαγής προσανατολιζόταν εξαρχής σε μια κατεύθυνση ανοιχτής σύμπραξης με τον ΣΥΡΙΖΑ και εμφανιζόταν ως προσάρτημά του θα έχανε σε πολιτική επιρροή, μια που θα ήταν ως να έλεγε ότι ούτως ή άλλως κάποιος μπορεί και να ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ και εκλογικά θα καταβαραθρωνόταν.
Ισχυρό ΚΙΝΑΛ
Αντίθετα, μια αυτόνομη πορεία του ΚΙΝΑΛ, με έμφαση στην αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ με όρους αρχών και προσπάθεια οργανωτικής ανασυγκρότησης έδινε τη δυνατότητα της διαμόρφωσης ενός καλύτερου συσχετισμού, ιδίως εάν μπορούσε στο πλαίσιο της φθοράς του ΣΥΡΙΖΑ να έχει και επαναπατρισμό ψηφοφόρων.
Δηλαδή, με ένα ΚΙΝΑΛ π.χ. πάνω από 12% και έναν ΣΥΡΙΖΑ κάτω από το ψυχολογικό όριο του 20% (όπως δημοσκοπικά φάνηκε κάποια στιγμή) διαμορφώνονταν όροι περισσότερο ισότιμης συζήτησης και διαπραγμάτευσης για την κεντροαριστερά της νέας εποχής.
Απέναντι σε αυτές τις διεργασίες η ηγετική ομάδα άρχισε να ξεδιπλώνει μια άλλη κατεύθυνση. Εκεί που για ένα διάστημα μια γραμμή σαν της Φώφης Γεννηματά θεωρούνταν ως η πιο φιλική προς τον ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον άφηνε προγραμματικά περιθώρια σύμπλευσης γύρω από μια νέα κεντροαριστερή δυνάμει πλειοψηφία, πλέον τα πράγματα άλλαξαν.
Στο βαθμό που η Φώφη Γεννηματά επέμεινε να μην υποστέλλει τους αντιπολιτευτικούς τόνους απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, κίνηση αναγκαία για να διατηρήσει και διευρύνει μια εκλογική επιρροή, βρέθηκε στο στόχαστρο του ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούμενη για σύμπλευση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, την ώρα που στην πραγματικότητα είχε ηγηθεί της απομάκρυνσης του χώρου του ΠΑΣΟΚ από μια λογική τύπου «κυβέρνησης Σαμαρά». Αποκορύφωμα τα όσα είδαμε τις τελευταίες μέρες μετά τη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας.
Ουσιαστικά, η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ έγινε πλέον η κατά το δυνατό απομείωση και διάσπαση του χώρου των παραλλαγών της κεντροαριστεράς, με την ελπίδα αυτό να επιτρέψει να κατοχυρωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος αυτού του χώρου.
Σε αυτή την κατεύθυνση εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι μέσα στο ΚΙΝΑΛ, οι προερχόμενοι από το Ποτάμι ή και την πάλαι ποτέ ΔΗΜΑΡ αντικειμενικά αποτελούν μικρή σχετικά μειοψηφία και χωρίς τη δυνατότητα να αποκτήσουν μηχανισμό ανάλογο με αυτό του πρώην ΠΑΣΟΚ.
Γενικόλογα σχέδια χωρίς προγραμματικό βάθος
Και έτσι εκεί που κάποτε ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσε συμμαχική δύναμη την σοσιαλδημοκρατία και αντίπαλο το «ακραίο κέντρο» δηλαδή τις πολιτικές δυνάμεις και ρεύματα του κέντρου που κατεξοχήν επιμένουν σε νεοφιλελεύθερες πολιτικές και που στην Ελλάδα ήταν σε εχθρική τοποθέτηση απέναντι στα κινήματα διαμαρτυρίας (από τα «Δεκεμβριανά» του 2008 μέχρι τους «Αγανακτισμένους») αλλά και στην αριστερά, τώρα οι όροι αντιστρέφονται.
Στη βάση της κοινής συμπόρευσης σε θέματα δικαιωμάτων όπως και στο θέμα της συμφωνίας με την πΓΔΜ και με ανοιχτή την ανάγκη να υπάρχει «έτοιμη λύση» σε περίπτωση διάλυσης ή «ηρωικής εξόδου» των ΑΝΕΛ (όπως και επιχείρημα εναντίον των σκέψεων για «ηρωική έξοδο») ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον έχει ανακηρύξει σε βασικό δυνητικό σύμμαχο αυτούς που κάποτε κατηγορούσε για συμπόρευση με το νεοφιλελευθερισμό, δηλαδή το Ποτάμι κάνοντας σχεδόν δημόσια διαπραγμάτευση για ανταλλαγή της στήριξης στην κυβέρνηση με την προοπτική εξασφάλισης κοινοβουλευτικής παρουσίας του σχηματισμού του Σταύρου Θεοδωράκη. Δηλαδή από τη σοσιαλδημοκρατία που «πρέπει να βρει τις ρίζες της» περνάμε τώρα στο άνοιγμα προς το φιλελεύθερο Κέντρο.
Είναι προφανές ότι όλη αυτή η εναλλαγή γενικόλογων πολιτικών σχεδίων με τακτικές επιλογές που δεν έχουν προγραμματικό βάθος, δείχνει ακριβώς ότι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να θέλει να κάνει πολιτική με κριτήρια αμιγώς εκλογικά, χωρίς ανάγκη αναγωγής σε ιδεολογικές αρχές ή αξίες.
Όμως, αυτό, ανεξάρτητα από τα όποια βραχυπρόθεσμα οφέλη μπορεί να έχει, απλώς αποδιαρθρώνει ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα της πολιτικής σκηνής να λειτουργήσει ως πεδίο συνεκτικών πολιτικών σχεδίων. Αυτό είναι ίσως και το πιο επικίνδυνο.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Μάλιστα, πέραν του να είναι η επίσημη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί και μία από τις κεντρικές αναφορές και τα εσωκομματικής αντιπολίτευσης που ουκ ολίγες φορές έχει υποστηρίξει – ενδεικτικά αναφέρουμε τις τοποθετήσεις του Νίκου Φίλη – ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ και να προκριθεί η συμμαχία με σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις.
Η γραμμή αυτή αποτελεί και τη θέση των ηγετικών κύκλων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που αντιμετωπίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως συμμαχική δύναμη, με τον Αλέξη Τσίπρα να προσκαλείται στις συνόδους των ηγετών της σοσιαλδημοκρατίας που προηγούνται των συνόδων κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άλλωστε, η πολιτική επαφή με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ήταν και επιδίωξη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το 2015. Το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς μπορεί να ήταν σημαντικό για τον ΣΥΡΙΖΑ όσο ήταν μια μικρή κινηματική δύναμη, αλλά δεν μπορεί να προσφέρει σε ένα κόμμα εξουσίας αυτά που προσφέρει η συμμετοχή σε μια μεγάλη πολιτική οικογένεια όπως οι ευρωπαίοι σοσιαλιστές.
Σοσιαλδημοκρατία
Όλα αυτά μπορούν να εξηγήσουν το διαρκές ενδιαφέρον του ΣΥΡΙΖΑ για τις εξελίξεις στη σοσιαλδημοκρατία, ειδικά μάλιστα από τη στιγμή που η αποδοχή των μνημονίων από τη μεριά του σήμαινε και την εγκατάλειψη οποιουδήποτε στρατηγικού ορίζοντα πέραν του «νεοφιλελευθερισμού με ανθρώπινο πρόσωπο».
Σε αυτή την κατεύθυνση ο ΣΥΡΙΖΑ θέλησε να εκμεταλλευτεί και την βαθιά κρίση στην οποία βρέθηκε στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ. Πληρώνοντας το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος από οποιονδήποτε άλλο πολιτικό χώρο από την εφαρμογή των μνημονίων, είδαμε έναν χώρο που ενώ για πάρα πολλά χρόνια ήταν κατεξοχήν παράγοντας σταθερότητας να αποδιαρθρώνεται με εντυπωσιακά γρήγορους ρυθμούς και να αποσαθρώνονται οι σχέσεις εκπροσώπησης που ιστορικά είχε διαμορφώσει, προσφέροντας έτσι στον ΣΥΡΙΖΑ τη δυνατότητα να εκτοξευτεί εκλογικά.
Σε αυτή την αποδιάρθρωση εμφανίστηκαν διαφορετικά σχέδια για τον ευρύτερο πολιτικό χώρο της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, τόσο στην εκδοχή του ιστορικού ΠΑΣΟΚ όσο και των ρεύματος που προερχόταν από την ιστορική ανανεωτική αριστερά που εκπροσωπήθηκε από τη Δημοκρατική Αριστεράς και στη συνέχεια εν μέρει βρήκε αναφορά στο Ποτάμι.
Τα σχέδια αυτά αντανακλούν και τη συνολικότερη αναζήτηση προσανατολισμού μέσα στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία η οποία βρίσκεται σε μια βαθιά κρίση, πληρώνοντας ακριβό τίμημα από τη μακρόχρονη συμπόρευσή της με τα συντηρητικά και φιλελεύθερα κόμματα.
Η αδυναμία του γερμανικού SPD, του πιο ιστορικού κόμματος της σοσιαλδημοκρατίας παγκοσμίως, να ανακάμψει εκλογικά, η αποδιάρθρωση του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και η εμφάνιση του φαινομένου Μακρόν, η αποτυχία του Δημοκρατικού Κόμματος στην Ιταλία, είναι τα παραδείγματα που μαζί με την κρίση του ΠΑΣΟΚ ορίζουν αυτή την τάση.
Δύο απαντήσεις
Στην ελληνική περίπτωση έχουν σχηματοποιηθεί δύο βασικές απαντήσεις στην κρίση της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς.
Από τη μια υπήρξε η κατεύθυνση που ήθελε την κεντροαριστερά να προσανατολίζεται κυρίως σε μια σύμπραξη με την κεντροδεξιά γύρω από την επιμονή σε ένα πλέγμα φιλελεύθερων πολιτικών. Αυτή την κατεύθυνση στην Ελλάδα υποστήριξαν από διαφορετικές αφετηρίες τόσο ο Ευάγγελος Βενιζέλος όσο και ο Σταύρος Θεοδωράκης.
Ορίζοντας μιας τέτοιας κατεύθυνσης είναι κάτι ανάλογο με αυτό που προσπαθεί να κάνει ο Μακρόν, δηλαδή ο συνδυασμός μιας κλασικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής με μια ρητορική επίκληση της δικαιοσύνης ή των δικαιωμάτων.
Από την άλλη, υπήρξε η τοποθέτηση που λίγο πολύ είχε ως ορίζοντα μια ανασυγκροτημένη σοσιαλδημοκρατία που θα διεκδικούσε πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια νέα «προοδευτική παράταξη», αξιοποιώντας και το γεγονός ότι μπορεί να αποδιαρθρώθηκε η εκλογική και κομματική επιρροή του ΠΑΣΟΚ, ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο για την συνδικαλιστική ή αυτοδιοικητική του γείωση ή την παρουσία του μέσα στο κράτος.
Αυτή ήταν η τοποθέτηση που ουσιαστικά εκπροσώπησε η Φώφη Γεννηματά, με τη στήριξη ιστορικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ όπως ο Κώστα Λαλιώτης, τόσο απέναντι στον Ευάγγελο Βενιζέλο εντός ΠΑΣΟΚ όσο και έναντι του Γιώργου Καμίνη ή του Σταύρου Θεοδωράκη στις εσωκομματικές διαδικασίες του Κινήματος Αλλαγής.
Η κατεύθυνση αυτή προφανώς και στον ορίζοντά της έχει και τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον στο σημερινό πολιτικό τοπίο δεν μπορεί να υπάρξει άλλη γεωμετρία για μια νέα «προοδευτική παράταξη».
Μόνο που εδώ υπήρξαν διαφορετικές τοποθετήσεις ως προς την τακτική. Για παράδειγμα ο άρτι αποπεμφθείς Γιάννης Ραγκούσης είχε εξαρχής την άποψη μιας ανοιχτής στροφής προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, η Φώφη Γεννηματά και η ηγετική ομάδα είδε τη διαδικασία και ως μια μάχη για την ηγεμονία στο εσωτερικό της κεντροαριστεράς.
Ο λόγος ήταν προφανής: εάν το Κίνημα Αλλαγής προσανατολιζόταν εξαρχής σε μια κατεύθυνση ανοιχτής σύμπραξης με τον ΣΥΡΙΖΑ και εμφανιζόταν ως προσάρτημά του θα έχανε σε πολιτική επιρροή, μια που θα ήταν ως να έλεγε ότι ούτως ή άλλως κάποιος μπορεί και να ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ και εκλογικά θα καταβαραθρωνόταν.
Ισχυρό ΚΙΝΑΛ
Αντίθετα, μια αυτόνομη πορεία του ΚΙΝΑΛ, με έμφαση στην αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ με όρους αρχών και προσπάθεια οργανωτικής ανασυγκρότησης έδινε τη δυνατότητα της διαμόρφωσης ενός καλύτερου συσχετισμού, ιδίως εάν μπορούσε στο πλαίσιο της φθοράς του ΣΥΡΙΖΑ να έχει και επαναπατρισμό ψηφοφόρων.
Δηλαδή, με ένα ΚΙΝΑΛ π.χ. πάνω από 12% και έναν ΣΥΡΙΖΑ κάτω από το ψυχολογικό όριο του 20% (όπως δημοσκοπικά φάνηκε κάποια στιγμή) διαμορφώνονταν όροι περισσότερο ισότιμης συζήτησης και διαπραγμάτευσης για την κεντροαριστερά της νέας εποχής.
Απέναντι σε αυτές τις διεργασίες η ηγετική ομάδα άρχισε να ξεδιπλώνει μια άλλη κατεύθυνση. Εκεί που για ένα διάστημα μια γραμμή σαν της Φώφης Γεννηματά θεωρούνταν ως η πιο φιλική προς τον ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον άφηνε προγραμματικά περιθώρια σύμπλευσης γύρω από μια νέα κεντροαριστερή δυνάμει πλειοψηφία, πλέον τα πράγματα άλλαξαν.
Στο βαθμό που η Φώφη Γεννηματά επέμεινε να μην υποστέλλει τους αντιπολιτευτικούς τόνους απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, κίνηση αναγκαία για να διατηρήσει και διευρύνει μια εκλογική επιρροή, βρέθηκε στο στόχαστρο του ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούμενη για σύμπλευση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, την ώρα που στην πραγματικότητα είχε ηγηθεί της απομάκρυνσης του χώρου του ΠΑΣΟΚ από μια λογική τύπου «κυβέρνησης Σαμαρά». Αποκορύφωμα τα όσα είδαμε τις τελευταίες μέρες μετά τη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας.
Ουσιαστικά, η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ έγινε πλέον η κατά το δυνατό απομείωση και διάσπαση του χώρου των παραλλαγών της κεντροαριστεράς, με την ελπίδα αυτό να επιτρέψει να κατοχυρωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος αυτού του χώρου.
Σε αυτή την κατεύθυνση εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι μέσα στο ΚΙΝΑΛ, οι προερχόμενοι από το Ποτάμι ή και την πάλαι ποτέ ΔΗΜΑΡ αντικειμενικά αποτελούν μικρή σχετικά μειοψηφία και χωρίς τη δυνατότητα να αποκτήσουν μηχανισμό ανάλογο με αυτό του πρώην ΠΑΣΟΚ.
Γενικόλογα σχέδια χωρίς προγραμματικό βάθος
Και έτσι εκεί που κάποτε ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσε συμμαχική δύναμη την σοσιαλδημοκρατία και αντίπαλο το «ακραίο κέντρο» δηλαδή τις πολιτικές δυνάμεις και ρεύματα του κέντρου που κατεξοχήν επιμένουν σε νεοφιλελεύθερες πολιτικές και που στην Ελλάδα ήταν σε εχθρική τοποθέτηση απέναντι στα κινήματα διαμαρτυρίας (από τα «Δεκεμβριανά» του 2008 μέχρι τους «Αγανακτισμένους») αλλά και στην αριστερά, τώρα οι όροι αντιστρέφονται.
Στη βάση της κοινής συμπόρευσης σε θέματα δικαιωμάτων όπως και στο θέμα της συμφωνίας με την πΓΔΜ και με ανοιχτή την ανάγκη να υπάρχει «έτοιμη λύση» σε περίπτωση διάλυσης ή «ηρωικής εξόδου» των ΑΝΕΛ (όπως και επιχείρημα εναντίον των σκέψεων για «ηρωική έξοδο») ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον έχει ανακηρύξει σε βασικό δυνητικό σύμμαχο αυτούς που κάποτε κατηγορούσε για συμπόρευση με το νεοφιλελευθερισμό, δηλαδή το Ποτάμι κάνοντας σχεδόν δημόσια διαπραγμάτευση για ανταλλαγή της στήριξης στην κυβέρνηση με την προοπτική εξασφάλισης κοινοβουλευτικής παρουσίας του σχηματισμού του Σταύρου Θεοδωράκη. Δηλαδή από τη σοσιαλδημοκρατία που «πρέπει να βρει τις ρίζες της» περνάμε τώρα στο άνοιγμα προς το φιλελεύθερο Κέντρο.
Είναι προφανές ότι όλη αυτή η εναλλαγή γενικόλογων πολιτικών σχεδίων με τακτικές επιλογές που δεν έχουν προγραμματικό βάθος, δείχνει ακριβώς ότι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να θέλει να κάνει πολιτική με κριτήρια αμιγώς εκλογικά, χωρίς ανάγκη αναγωγής σε ιδεολογικές αρχές ή αξίες.
Όμως, αυτό, ανεξάρτητα από τα όποια βραχυπρόθεσμα οφέλη μπορεί να έχει, απλώς αποδιαρθρώνει ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα της πολιτικής σκηνής να λειτουργήσει ως πεδίο συνεκτικών πολιτικών σχεδίων. Αυτό είναι ίσως και το πιο επικίνδυνο.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια