Το αμερικανικό think tank Stratfor, εκτιμά με ανάλυσή του ότι η συμμαχία ΗΠΑ-Τουρκίας έφθασε στο τέλος της. Οι τελευταίες εξελίξεις δεν το δικαιώνουν και δεν είναι η πρώτη φορά που το Stratfor γράφει κάτι που εύκολα αμφισβητείται.
Η ανάλυση που υπογράφει ο Sinan Ciddi αναφέρει όσα ο πρώην πλέον ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Ρεξ Τίλερσον είπε πρόσφατα: οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΠΑ έχουν φτάσει σε «σημείο κρίσης».
Η ανάλυση στηρίζεται στην πεποίθηση πως ΗΠΑ και Τουρκία ακολουθούν αποκλίνουσες προσεγγίσεις ως προς τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία.Τα τελευταία 24ωρα οι δηλώσεις Τραμπ περί αποχώρησης από τη Συρία “για να αναλάβουν άλλοι” προκαλούν άλλες σκέψεις.
Η ανάλυση του Stratfor κάνει μια αναδρομή στην σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας που “αναπτύχθηκε μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας σε μεγάλο βαθμό ως υποπροϊόν του Ψυχρού Πολέμου”.
Στη συνέχεια ο συντάκτης της ανάλυσης επισημαίνει τα “προβλήματα που κατά καιρούς προέκυψαν”:
“Μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ επέβαλαν εμπάργκο όπλων στη χώρα (η κίνηση αυτή αύξησε το αίσθημα προδοσίας που αισθάνθηκε η Άγκυρα αφότου η Ουάσινγκτον κανόνισε να αποσύρει τους πυρηνικούς πυραύλους της από την Τουρκία, κατά τη διάρκεια της πυραυλικής κρίσης της Κούβας το 1962).
Πιο πρόσφατα, η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 -κατά τη διάρκεια της οποίας η Τουρκία αρνήθηκε να επιτρέψει την ανάπτυξη αμερικανικού στρατιωτικού προσωπικού στο έδαφός της- ψύχρανε τις σχέσεις μεταξύ των δύο ηγετών στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η Άγκυρα έβαλε κατά της πολιτικής «ή είστε μαζί μας, ή εναντίον μας» του Τζορτζ Μπους, ενώ το Πεντάγωνο αμφισβήτησε την αξιοπιστία της Τουρκίας ως συμμάχου. Ωστόσο, οι δύο πλευρές κατάφεραν να ξεπεράσουν τις διαφορές τους πίσω από κλειστές πόρτες και να καταλήξουν σε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση”.
Φθάνοντας στο σήμερα και στον εμφύλιο της Συρίας ο συντάκτης επισημαίνει ότι “οι ΗΠΑ, επικεντρωμένες στην εξάλειψη της τζιχαντιστικής οργάνωσης, έχουν βασιστεί σε Κούρδους αντάρτες όπως οι Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG) για βοήθεια στη μάχη. Όμως η στήριξη της Ουάσινγκτον στους Κούρδους αποτέλεσε πηγή εκνευρισμού και διαμάχης για τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εν μέρει διότι η Τουρκία θεωρεί το YPG τρομοκρατική οργάνωση. Επιπλέον, η Άγκυρα αισθάνθηκε πως με το να βάζουν σε προτεραιότητα τη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους και με το να παρέχουν στήριξη στην πρωτοβουλία για τη δημιουργία Κουρδικού κράτους στα νότια σύνορα της Τουρκίας, οι ΗΠΑ ηθελημένα αγνοούν τις τουρκικές ανησυχίες για την ασφάλεια.
Ως απάντηση, η Τουρκία επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στους δικούς της στόχους, έναντι αυτών των ΗΠΑ. Η Άγκυρα έχει επικεντρώσει τις προσπάθειές της στη Συρία στην ανατροπή της κυβέρνησης του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, ενώ στηρίζει ριζοσπαστικές εξτρεμιστικές ομάδες στη χώρα για να τα βάλουν με το YPG”.
Το “αγκάθι” των S-400
Υπάρχει και η υπόθεση των S-400 η οποία κατά το Stratfor έχει εκνευρίσει τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Από την άλλη πλευρά το καθεστώς Ερντογάν βάλλει όλο και περισσότερο κατά της Δύσης -και ιδιαίτερα των ΗΠΑ- μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016. Η τουρκική κυβέρνηση κατηγορεί τακτικά τις ΗΠΑ για υπόθαλψη του φερόμενου ως «εγκέφαλου» του πραξικοπήματος, Φετουλά Γκιουλέν.
Πρόβλημα αποτελεί και η πρόσφατη δίκη και καταδίκη Τούρκου τραπεζίτη στις ΗΠΑ,με τον οποίο ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του έχουν συνεργαστεί για να υπονομεύσουν την Ουάσινγκτον, αψηφώντας τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στο Ιράν, μέσω της πώλησης ιρανικού πετρελαίου.
Η Τουρκία ως αντίποινα έχει αρχίσει να φυλακίζει Αμερικανούς πολίτες καθώς και Τούρκους υπαλλήλους αμερικανικών επιχειρήσεων και αποστολών στη χώρα, κάτι που αξιωματούχοι της Ουάσινγκτον καταδικάζουν ως συλλήψεις με πολιτικά κίνητρα. Υπάρχει κάθε λόγος να θεωρηθεί πως οι εχθροπραξίες μεταξύ των δύο χωρών θα συνεχίσουν να κλιμακώνονται καθώς περνά ο χρόνος.
Και η ανάλυση του Stratfor καταλήγει:
Η διπλωματία δεν φαίνεται να αποτελεί πλέον μια βιώσιμη επιλογή για την Άγκυρα και την Ουάσινγκτον. Τα τελευταία χρόνια, ο πρόεδρος της Τουρκίας έχει εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία για να συγκεντρώσει εξουσία. Η κυβέρνησή του απέλυσε περισσότερους από 150.000 δημόσιους υπαλλήλους σε μια προσπάθεια να εξαλείψουν τους διαφωνούντες, όμως έτσι έχει μειώσει δραστικά τον αριθμό των μερών και των απόψεων που εμπλέκονται στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Οι ΗΠΑ, εν τω μεταξύ, δεν έχουν καν πρέσβη στην Άγκυρα αυτή τη στιγμή.
Η διατλαντική συμμαχία μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας χρειάστηκε δεκαετίες για να χτιστεί πάνω σε θεμέλια αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας. Σήμερα, μια σειρά συνειδητών επιλογών από τους ηγέτες και των δύο χωρών έχουν φέρει τη σχέση σε μια κατάσταση αποσύνθεσης, που μπορεί να χρειαστεί και μια γενιά για να αντιστραφεί, εάν μπορέσει ποτέ να αντιστραφεί.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Η ανάλυση που υπογράφει ο Sinan Ciddi αναφέρει όσα ο πρώην πλέον ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Ρεξ Τίλερσον είπε πρόσφατα: οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΠΑ έχουν φτάσει σε «σημείο κρίσης».
Η ανάλυση στηρίζεται στην πεποίθηση πως ΗΠΑ και Τουρκία ακολουθούν αποκλίνουσες προσεγγίσεις ως προς τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία.Τα τελευταία 24ωρα οι δηλώσεις Τραμπ περί αποχώρησης από τη Συρία “για να αναλάβουν άλλοι” προκαλούν άλλες σκέψεις.
Η ανάλυση του Stratfor κάνει μια αναδρομή στην σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας που “αναπτύχθηκε μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας σε μεγάλο βαθμό ως υποπροϊόν του Ψυχρού Πολέμου”.
Στη συνέχεια ο συντάκτης της ανάλυσης επισημαίνει τα “προβλήματα που κατά καιρούς προέκυψαν”:
“Μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ επέβαλαν εμπάργκο όπλων στη χώρα (η κίνηση αυτή αύξησε το αίσθημα προδοσίας που αισθάνθηκε η Άγκυρα αφότου η Ουάσινγκτον κανόνισε να αποσύρει τους πυρηνικούς πυραύλους της από την Τουρκία, κατά τη διάρκεια της πυραυλικής κρίσης της Κούβας το 1962).
Πιο πρόσφατα, η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 -κατά τη διάρκεια της οποίας η Τουρκία αρνήθηκε να επιτρέψει την ανάπτυξη αμερικανικού στρατιωτικού προσωπικού στο έδαφός της- ψύχρανε τις σχέσεις μεταξύ των δύο ηγετών στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η Άγκυρα έβαλε κατά της πολιτικής «ή είστε μαζί μας, ή εναντίον μας» του Τζορτζ Μπους, ενώ το Πεντάγωνο αμφισβήτησε την αξιοπιστία της Τουρκίας ως συμμάχου. Ωστόσο, οι δύο πλευρές κατάφεραν να ξεπεράσουν τις διαφορές τους πίσω από κλειστές πόρτες και να καταλήξουν σε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση”.
Φθάνοντας στο σήμερα και στον εμφύλιο της Συρίας ο συντάκτης επισημαίνει ότι “οι ΗΠΑ, επικεντρωμένες στην εξάλειψη της τζιχαντιστικής οργάνωσης, έχουν βασιστεί σε Κούρδους αντάρτες όπως οι Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG) για βοήθεια στη μάχη. Όμως η στήριξη της Ουάσινγκτον στους Κούρδους αποτέλεσε πηγή εκνευρισμού και διαμάχης για τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εν μέρει διότι η Τουρκία θεωρεί το YPG τρομοκρατική οργάνωση. Επιπλέον, η Άγκυρα αισθάνθηκε πως με το να βάζουν σε προτεραιότητα τη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους και με το να παρέχουν στήριξη στην πρωτοβουλία για τη δημιουργία Κουρδικού κράτους στα νότια σύνορα της Τουρκίας, οι ΗΠΑ ηθελημένα αγνοούν τις τουρκικές ανησυχίες για την ασφάλεια.
Ως απάντηση, η Τουρκία επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στους δικούς της στόχους, έναντι αυτών των ΗΠΑ. Η Άγκυρα έχει επικεντρώσει τις προσπάθειές της στη Συρία στην ανατροπή της κυβέρνησης του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, ενώ στηρίζει ριζοσπαστικές εξτρεμιστικές ομάδες στη χώρα για να τα βάλουν με το YPG”.
Το “αγκάθι” των S-400
Υπάρχει και η υπόθεση των S-400 η οποία κατά το Stratfor έχει εκνευρίσει τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Από την άλλη πλευρά το καθεστώς Ερντογάν βάλλει όλο και περισσότερο κατά της Δύσης -και ιδιαίτερα των ΗΠΑ- μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016. Η τουρκική κυβέρνηση κατηγορεί τακτικά τις ΗΠΑ για υπόθαλψη του φερόμενου ως «εγκέφαλου» του πραξικοπήματος, Φετουλά Γκιουλέν.
Πρόβλημα αποτελεί και η πρόσφατη δίκη και καταδίκη Τούρκου τραπεζίτη στις ΗΠΑ,με τον οποίο ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του έχουν συνεργαστεί για να υπονομεύσουν την Ουάσινγκτον, αψηφώντας τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στο Ιράν, μέσω της πώλησης ιρανικού πετρελαίου.
Η Τουρκία ως αντίποινα έχει αρχίσει να φυλακίζει Αμερικανούς πολίτες καθώς και Τούρκους υπαλλήλους αμερικανικών επιχειρήσεων και αποστολών στη χώρα, κάτι που αξιωματούχοι της Ουάσινγκτον καταδικάζουν ως συλλήψεις με πολιτικά κίνητρα. Υπάρχει κάθε λόγος να θεωρηθεί πως οι εχθροπραξίες μεταξύ των δύο χωρών θα συνεχίσουν να κλιμακώνονται καθώς περνά ο χρόνος.
Και η ανάλυση του Stratfor καταλήγει:
Η διπλωματία δεν φαίνεται να αποτελεί πλέον μια βιώσιμη επιλογή για την Άγκυρα και την Ουάσινγκτον. Τα τελευταία χρόνια, ο πρόεδρος της Τουρκίας έχει εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία για να συγκεντρώσει εξουσία. Η κυβέρνησή του απέλυσε περισσότερους από 150.000 δημόσιους υπαλλήλους σε μια προσπάθεια να εξαλείψουν τους διαφωνούντες, όμως έτσι έχει μειώσει δραστικά τον αριθμό των μερών και των απόψεων που εμπλέκονται στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Οι ΗΠΑ, εν τω μεταξύ, δεν έχουν καν πρέσβη στην Άγκυρα αυτή τη στιγμή.
Η διατλαντική συμμαχία μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας χρειάστηκε δεκαετίες για να χτιστεί πάνω σε θεμέλια αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας. Σήμερα, μια σειρά συνειδητών επιλογών από τους ηγέτες και των δύο χωρών έχουν φέρει τη σχέση σε μια κατάσταση αποσύνθεσης, που μπορεί να χρειαστεί και μια γενιά για να αντιστραφεί, εάν μπορέσει ποτέ να αντιστραφεί.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια