Ουδέτερα έως πλήρως αποθαρρυντικά τα συμπεράσματα για τη στάση ισχυρών μελών της Ε.Ε. και των ΗΠΑ απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα
Από τον Αλέξανδρο Τάρκα *
Η κυβέρνηση και η Διπλωματική Υπηρεσία έχουν προχωρήσει, τις τελευταίες εβδομάδες, σε επανειλημμένες παραστάσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα ισχυρότερα κράτη-μέλη της και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναλύοντας τις τουρκικές προκλήσεις στα Ίμια και στην κυπριακή ΑΟΖ, αξιώνοντας την καταδίκη τους και, κυρίως, ζητώντας χειροπιαστή στήριξη σε περίπτωση (ένοπλης) κλιμάκωσης.
Τα συμπεράσματα των επαφών, όπως αξιολογούν ελληνικές και ξένες διπλωματικές πηγές, είναι καταρχάς ενθαρρυντικά, αφού κυριαρχεί η διαπίστωση ότι η Τουρκία παραβιάζει κατάφωρα κάθε έννοια Διεθνούς Δικαίου. Ωστόσο, είναι ουδέτερα ή και πλήρως αποθαρρυντικά ως προς τη στάση εταίρων και συμμάχων, αν η Άγκυρα διαβεί κάθε κόκκινη γραμμή. Κανείς δεν προσφέρει εγγυήσεις ασφαλείας! Αν και στην Αθήνα δεν υπήρχαν ψευδαισθήσεις ότι οποιαδήποτε τρίτη χώρα θα μπορούσε να παρέμβει, προληπτικά ή κατασταλτικά, με στρατιωτικά μέσα, το μείζον πρόβλημα είναι ότι όλες οι πλευρές ξεκαθαρίζουν πως θα τηρήσουν αποστάσεις. Η Ελλάδα θα είναι μόνη της και οι δυνατότητες παρεμβάσεων (τύπου Κλίντον και Χόλμπρουκ, τον Ιανουάριο του 1996, στην κρίση των Ιμίων), ελάχιστες.
Αναλυτικά, μεγάλη επιτυχία της Αθήνας αποτελεί, αναμφισβήτητα, η δήλωση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντ. Τουσκ για τη «στήριξή μας στην Ελλάδα και την Κύπρο», με την αξίωση για «άμεση παύση των παράνομων ενεργειών από την Τουρκία», η οποία «παραβιάζει τις σχέσεις καλής γειτονίας που είναι υποχρεωμένη να έχει με όλα τα μέλη της Ε.Ε.».Η δήλωση Τουσκ προσφέρει περιθώρια αξιοποίησής της στο επίπεδο του ΟΗΕ και διμερών επαφών και, κυρίως, στις διαβουλεύσεις για τις ενταξιακές συνομιλίες της Τουρκίας στην Ε.Ε., την απελευθέρωση της βίζας και την έγκριση διαδοχικών πακέτων χρηματοδοτικής βοήθειας προς την Άγκυρα σε αντάλλαγμα μιας παραγωγικής στάσης της στη μεταναστευτική - προσφυγική κρίση. Γιατί μπορεί μεν ο πρόεδρος Ρ. Τ. Ερντογάν να μην πολυενδιαφέρεται πλέον για την ένταξη στην Ε.Ε., αλλά θέλει να διατηρεί ζωντανή τη διαδικασία και, κυρίως, να εισπράττει τα ευρωπαϊκά εκατομμύρια. Απειλεί ν’ ανοίξει τη στρόφιγγα και να πλημμυρίσει η Ευρώπη με μετανάστες, αλλά δεν ξεχνά και το οικονομικό σκέλος.
Όμως, αντίθετα με τη δήλωση Τουσκ για την Ε.Ε. ως σύνολο, το ανησυχητικό είναι ότι κανένα από τα ισχυρά μέλη της δεν εκφράζεται, σε εθνικό επίπεδο, με τον ίδιο τρόπο. Το Βερολίνο διαβεβαιώνει την Αθήνα ότι η πρόσφατη συνάντηση της καγκελαρίου Ανγκ. Μέρκελ με τον Τούρκο πρωθυπουργό Μπ. Γιλντιρίμ δεν βελτίωσε τις διμερείς προβληματικές σχέσεις, παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει γερμανική παρέμβαση προς μείωση της έντασης στο Αιγαίο. Είναι σαφές ότι η κυρία Μέρκελ δεν θέλει να προσθέσει προβλήματα στις σχέσεις της με τον κ. Ερντογάν, καθώς είναι ήδη μεγάλο το βάρος με τις φυλακίσεις Γερμανών πολιτών στην Τουρκία, τις ενταξιακές συνομιλίες και τις αντιδράσεις στην κοινοπραξία αρμάτων μάχης Altay.
Ομοίως, η Γαλλία, που το καλοκαίρι είχε κάνει κίνηση ματ με τον ελλιμενισμό ναυτικών μονάδων της στην Κύπρο ταυτόχρονα με τις ερευνητικές εργασίες της Total, είναι, στην παρούσα φάση, προσεκτική και συνιστά προς όλες τις πλευρές αυτοσυγκράτηση. Ασφαλώς, χειρότερη όλων είναι η στάση της Ρώμης, που, με την επίκληση της προεκλογικής περιόδου της, δεν μιμήθηκε το παράδειγμα Παρισιού - Total και άφησε απροστάτευτα τα συμφέροντα της ιταλικής ΕΝΙ έναντι των τουρκικών φρεγατών που παρεμπόδισαν το γεωτρύπανό της. Υπό τον φόβο της σύγκρουσης, κανείς από τους ιθύνοντες στη Ρώμη δεν μπήκε καν στο δίλημμα αντιπαράθεσης ή μη με την Τουρκία, αναμένοντας ίσως και την αμερικανική στάση στο δεύτερο εξάμηνο του 2018, όταν θα αρχίσουν οι έρευνες της ExxonMobil στην κυπριακή ΑΟΖ.
Όπως βεβαιώνουν έγκυρες πηγές, η Αθήνα βολιδοσκοπεί τις προθέσεις της Ουάσινγκτον για τις μεθόδους θωράκισης των συμφερόντων της ExxonMobil, χωρίς αποτέλεσμα. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ κρατά κλειστά τα χαρτιά του και (πέραν της δημόσιας τοποθέτησης υπέρ του δικαιώματος της Κύπρου στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της ΑΟΖ της) υπήρξε μόνον ήπια κριτική των ΗΠΑ προς την Τουρκία για το περιστατικό της ENI. Λόγω της προτεραιότητας που δίδουν οι ΗΠΑ στην κρίση της Συρίας και στις τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Κούρδων, δεν υπάρχουν αμφιβολίες ότι, για το ζήτημα της Κύπρου, οι αμερικανικοί τόνοι είναι πολύ χαμηλότεροι.
Σύμφωνα δε με τις ίδιες πηγές (και πάλι εξαιτίας της γενικότερης προσοχής χειρισμού του κ. Ερντογάν), ακόμα χαμηλότεροι είναι οι τόνοι για τα Ίμια και το Αιγαίο. Πρόκειται για ανησυχητικούς οιωνούς που λαμβάνονται υπόψη με μεγάλη προσοχή από την ελληνική πλευρά ως συνέχεια και των θετικών αξιολογήσεων του προέδρου Ντ. Τραμπ για τον κ. Ερντογάν κατά τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα το περασμένο φθινόπωρο.
* Ο Αλέξανδρος Τάρκας είναι εκδότης του περιοδικού «Άμυνα και Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Δημοκρατία
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια