|
Γράφει ο Μελέτης Μελετόπουλος
|
αυτήν την στιγμή εκτυλίσσονται τρεις ταυτόχρονες επιθετικές κινήσεις των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στην Συρία, στην Κυπριακή ΑΟΖ και στο Αιγαίο.
Η τουρκική επιθετικότητα ξεπέρασε την περασμένη Τρίτη το επίπεδο της έντασης και ήγγισε το επίπεδο της άσκησης στρατιωτικής βίας με τον διεμβολισμό ελληνικού λιμενικού σκάφους. Ταυτόχρονα το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι τα Ίμια είναι τουρκικά, αγνοώντας τις εξαιρετικά σαφείς διεθνείς συνθήκες, που καταγράφουν πέραν πάσης αμφιβολίας τα Ίμια ως ελληνικά. Αυτό δεν συνιστά πλέον αμφισβήτηση αλλά παραβίαση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας.
Η τουρκική τακτική αποσκοπεί να σύρει την ελληνική πλευρά σε σημείο όπου δεν θα μπορεί να μην απαντήσει στην ωμή τουρκική πρόκληση. Εάν γιά παράδειγμα οι Τούρκοι αποβιβάσουν άγημα στα Ίμια, θα υποχρεώσουν την ελληνική πλευρά να αντιδράσει και η κρίση θα κλιμακωθεί. Το ίδιο θα γίνει εάν προκαλέσουν επιτόπια αντιπαράθεση μεταξύ πολεμικών πλοίων.
Ένα καίριο ερώτημα που προκύπτει είναι οι συμμαχίες που διαθέτει η Ελλάδα σε μία πιθανή τοπική, ευρύτερη ή και γενικευμένη σύρραξη με την Τουρκία.
Το ΝΑΤΟ είναι η ισχυρότερη στρατιωτική συμμαχία του πλανήτη και η Ελλάδα είναι μέλος του. Αλλά μέλος του είναι και η Τουρκία, και από το καταστατικό της συμμαχίας μπορεί να βραχυκυκλώσει οποιαδήποτε παρέμβασή του υπέρ της Ελλάδος.
Οι ΗΠΑ είναι η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη παγκοσμίως, είναι χώρα φίλη και σύμμαχος με την Ελλάδα από την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά η εξωτερική πολιτική ασκείται με ψυχρά ρεαλιστικά κριτήρια. Η πορεία ρήξης των ΗΠΑ με την Τουρκία είναι εμφανής, αλλά όχι οριστική. Η ανακοίνωση της αμερικανικής κυβέρνησης γιά το επεισόδιο στα Ίμια απηχούσε πολιτική ίσων αποστάσεων, ασφαλώς άδικη γιά την ελληνική πλευρά και χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν της την νομική διάσταση του προβλήματος. Αλλά αυτή ήταν.
Ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Ντόναλντ Τουσκ αντέδρασε στο επεισόδιο με ένα τουίτερ, ενώ από πλευράς Κομισσιόν έγιναν και κάποιες άσφαιρες και ανώδυνες γιά την Τουρκία δηλώσεις φραστικής καταδίκης της τουρκικής στάσης. Δεν υπήρξε όμως μαζική, καταιγιστική, απερίφραστη καταδίκη της Τουρκίας, ούτε κάποια έμπρακτη πράξη αλληλεγγύης των Ευρωπαίων προς την Ελλάδα, όπως πχ αποστολή αποτρεπτικής στρατιωτικής δύναμης στο Αιγαίο. Αλλά η ΕΕ απέτυχε παταγωδώς να συγκροτήσει ενιαία αμυντική και εξωτερική πολιτική και είναι ανύπαρκτη ως οντότητα στο γεωστρατηγικό πεδίο.
Άλλες συμμάχους χώρες με μαχητική ικανότητα και ισχύ έχει η Ελλάδα, αλλά αυτήν την στιγμή όλες είναι απρόθυμες να παρέμβουν. Η Μεγάλη Βρεταννία βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση λόγω Brexit, η Γαλλία είναι μεν πυρηνική δύναμη αλλά δεν εμπλέκεται εύκολα σε στρατιωτικές κρίσεις, το Ισραήλ περιβάλλεται από επιθετικά προς αυτό κράτη εν μέσω της σοβαρότερης κρίσης στην Μέση Ανατολή από την δεκαετία του ΄70. Η δε Ρωσσία αναπτύσσει μία ιστορικά πρωτοφανή σχέση αμυντικής συνεργασίας με τον παραδοσιακό της εχθρό Τουρκία.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι, υπ’ αυτές τις συνθήκες, σε περίπτωση θερμού επεισοδίου η ελληνική κυβέρνηση δεν θα έχει την «πολυτέλεια» του τηλεφωνήματος προς κάποιον Χόλμπουργκ. Πυροσβεστικές παρεμβάσεις τρίτων δεν διαφαίνονται στον ορίζοντα. Οπότε η Ελλάδα θα πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει μόνη της πιθανή τουρκική κίνηση εναντίον της σε οποιοδήποτε σημείο όλου του εύρους των ελληνικών και κυπριακών συνόρων, από τον Έβρο μέχρι την Καρπασία.
Η μόνη δυνατή στρατηγική της Ελλάδος σε αυτές τις περιστάσεις είναι να διαμηνύσει στην τουρκική πλευρά ότι τυχόν επιθετική της ενέργεια θα προκαλέσει την άμεση και αποφασιστική ελληνική αντίδραση, που θα έχει τεράστιο στρατιωτικό, διπλωματικό και πολιτικό κόστος γιά τους ίδιους τους Τούρκους.
* O Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών του Παν/μιου της Γενεύης
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια