Γράφει ο Γιώργος Μπουρδάρας
Στο «ισχυρό χαρτί» που θεωρεί πως ακόμα διαθέτει η δικομματική πλειοψηφία, δηλαδή προσωπικά τον κ. Αλ. Τσίπρα, φαίνεται ότι θα επικεντρωθεί όλος ο επικοινωνιακός σχεδιασμός διαχείρισης της κρίσης στην οποία έχει εισέλθει η κυβέρνηση, όπως αυτή γνωρίζει την κορύφωσή της από χθες με τις παραιτήσεις δύο υπουργών, Δημ. Παπαδημητρίου και Ράνιας Αντωνοπούλου «για λόγους ευθιξίας».
Η μακροβιότερη, στα μνημονιακά χρόνια, κυβέρνηση, δείχνει να έχει απολέσει σταδιακά όλα της τα πλεονεκτήματα που έδειχνε να διαθέτει εξ αρχής, με το τελευταίο -δηλαδή του «ηθικού πλεονεκτήματος» να καταρρέει με θόρυβο, κάτω από υποθέσεις υβριστικών συμπεριφορών: οι περιπτώσεις χυδαιοτήτων από τον υπουργό Αμυνας, ύβρεων από τον κ. Κ.Ζουράρι, και τώρα λήψης «επιδόματος ενοικίου» για στέγαση στην Αθήνα, υπουργικού ζεύγους με εξαιρετικά μεγάλο περιουσιολόγιο, είναι ενδεικτικές. Είχε προηγηθεί η καταγραφή άλλων φαινομένων, που είχαν σχέση περισσότερο με μη ορθή διαχείριση κρίσεων -πολλοί μιλούσαν για ανικανότητα- με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την αντιμετώπιση υποθέσεων όπως το προσφυγικό, η εγκληματικότητα, ή και η μόλυνση του Σαρωνικού.
Ως τώρα, οι όποιες κρίσεις φαινόταν να ξεπερνιούνται στη βάση δύο επιχειρημάτων: Πρώτον ότι το «αντίπαλο δέος», δηλαδή τα ισχυρότερα εκ των κομμάτων της αντιπολίτευσης βρίσκονται σε θέση αδυναμίας τόσο εξαιτίας του κυβερνητικού τους παρελθόντος που έχει στιγματιστεί στην κοινή γνώμη, όσο και λόγω ελλειμμάτων στη σημερινή τους εικόνα και λειτουργία. Δεύτερον, ήταν σε εξέλιξη οι εκ του αποτελέσματος κρινόμενη ως «θετική» διαπραγμάτευση με τους Θεσμούς.
Οσο αυτά τα δύο ήταν κυρίαρχα, ο κυβερνητικός-πρωθυπουργικός σχεδιασμός λεγόταν ότι περιελάμβανε έναν ανασχηματισμό «ανανέωσης» και εκλογικής ετοιμότητας, προσδιορισμένος χρονικά περί τα τέλη της νέας αξιολόγησης, πριν δηλαδή εισέλθουμε στη φάση της προετοιμασίας τυπικής εξόδου από τρίτο Μνημόνιο. Ωστόσο, όπως στη ζωή έτσι και στην πολιτική, σχεδόν ποτέ τα μεγάλα δεν εξελίσσονται όπως τα σχεδιάζεις, ειδικά όταν ο σχεδιασμός αρχίζει να κινείται «εκτός πραγματικότητας».
Για τη συγκεκριμένη περίπτωση, το «εκτός πραγματικότητας» δεν ήταν παρά η υιοθέτηση αλαζονικής στάσης έναντι όλων, το κουκούλωμα» αρνητικών πρακτικών αντί η άμεση διόρθωσή τους, και η διαρκής προβολή μιας απάντησης προς κάθε είδους κριτική για τα εμφανή και μη προβλήματα στην πολιτική πρακτική και συμπεριφορά των κυβερνώντων: «Δεν δικαιούστε να μιλάτε, διότι σας βαραίνει το παρελθόν».
Εντός αυτού του νοσηρού περιβάλλοντος, συμπεριφορές όπως η μαζική και συνεχής αδιαφορία υπουργών για ανταπόκριση στον κοινοβουλευτικό έλεγχο, και η εξόχως προβληματική τακτική τους στην νομοθέτηση, διόγκωσαν την αίσθηση της αλαζονείας εκ μέρους των κυβερνώντων. Σε άλλες, «ανέφελες» εποχές (έχει ζήσει τέτοιες η χώρα στην μεταπολίτευση), το πράγμα θα ήταν διαχειρίσιμο. Τώρα, όμως, το μείγμα είναι εκρηκτικό, καθώς το περιβάλλον εντός του οποίου κινείται η Ελλάδα είναι εξαιρετικά ταραγμένο: εθνικά θέματα έχουν ανοίξει, η Ανατολική Μεσόγειος «φλέγεται», και οι πληγές της κοινωνίας από τις σκληρές πολιτικές των τελευταίων ετών είναι ορθάνοιχτες.
Εξ αντικειμένου, η αρχική ιδέα ενός δομικού ανασχηματισμού που θα έδινε ανάσες ανανέωσης στο κουρασμένο κυβερνητικό σχήμα έχει ακυρωθεί: πώς να αλλάξεις υπουργούς σε κεντρικούς κρίσιμους τομείς εν μέσω διαπραγματεύσεων;
Τούτου δοθέντος, οι επιλογές μοιάζουν μόνο δύο: Από τη μια είναι τα «μπαλώματα», με την απλή αντικατάσταση όσων τέθηκαν εκτός σχήματος, έστω και με μερική αναβάθμιση νεώτερων στελεχών που έχουν ήδη κυβερνητικά καθήκοντα όπως είναι οι κ. Πιτσιόρλας, Σαντορινιός, Χαρίτσης, ή με επιστράτευση κάποιων βουλευτών - με το δεύτερο σενάριο να κινδυνεύει να προκαλέσει περισσότερα προβλήματα καθώς παραδοσιακά προκαλεί περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επιλύει: πολλοί δυσαρεστούνται που μένουν χωρίς χαρτοφυλάκιο, ελάχιστοι καμαρώνουν στην τελετή ορκωμοσίας. Από την άλλη, υπάρχει και η δυνατότητα «ενεργοποίησης» εξωκοινοβουλευτικών προσώπων, που ενδεχομένως το Μαξίμου θα ήθελε να κινητοποιήσει μόνο σε έναν ευρύτερο ανασχηματισμό.
Κοντά σε όλα αυτά, υπάρχει και το διαρκές πλέον πρόβλημα των σχέσεων των δύο κυβερνητικών εταίρων, με βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να δηλώνουν σφόδρα ενοχλημένοι από συμπεριφορές συναδέλφων τους από τους ΑΝΕΛ - και το αντίστροφο.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, το βάρος της (δι)εξόδου από την διογκούμενη κρίση πέφτει στους ώμους του πρωθυπουργού, που ακόμα θεωρείται το πρόσωπο με τη λιγότερη πολιτική φθορά. Το είδος της απάντησης που καλείται να δώσει στην εξελισσόμενη κυβερνητική κρίση, θα καταδείξει τελικά και το πόσο θα διαρκέσει αυτό το «ακόμα» του λιγότερο φθαρμένου προσώπου στην κυβερνώσα πλειοψηφία.
Νηφάλιοι και αντικειμενικοί παρατηρητές, ωστόσο, ήδη διαπιστώνουν ότι πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο έχει σπαταληθεί και πως η κλεψύδρα της υπομονής ή και της ανοχής, έχει «για πρώτη φορά» σχεδόν αδειάσει.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Στο «ισχυρό χαρτί» που θεωρεί πως ακόμα διαθέτει η δικομματική πλειοψηφία, δηλαδή προσωπικά τον κ. Αλ. Τσίπρα, φαίνεται ότι θα επικεντρωθεί όλος ο επικοινωνιακός σχεδιασμός διαχείρισης της κρίσης στην οποία έχει εισέλθει η κυβέρνηση, όπως αυτή γνωρίζει την κορύφωσή της από χθες με τις παραιτήσεις δύο υπουργών, Δημ. Παπαδημητρίου και Ράνιας Αντωνοπούλου «για λόγους ευθιξίας».
Η μακροβιότερη, στα μνημονιακά χρόνια, κυβέρνηση, δείχνει να έχει απολέσει σταδιακά όλα της τα πλεονεκτήματα που έδειχνε να διαθέτει εξ αρχής, με το τελευταίο -δηλαδή του «ηθικού πλεονεκτήματος» να καταρρέει με θόρυβο, κάτω από υποθέσεις υβριστικών συμπεριφορών: οι περιπτώσεις χυδαιοτήτων από τον υπουργό Αμυνας, ύβρεων από τον κ. Κ.Ζουράρι, και τώρα λήψης «επιδόματος ενοικίου» για στέγαση στην Αθήνα, υπουργικού ζεύγους με εξαιρετικά μεγάλο περιουσιολόγιο, είναι ενδεικτικές. Είχε προηγηθεί η καταγραφή άλλων φαινομένων, που είχαν σχέση περισσότερο με μη ορθή διαχείριση κρίσεων -πολλοί μιλούσαν για ανικανότητα- με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την αντιμετώπιση υποθέσεων όπως το προσφυγικό, η εγκληματικότητα, ή και η μόλυνση του Σαρωνικού.
Ως τώρα, οι όποιες κρίσεις φαινόταν να ξεπερνιούνται στη βάση δύο επιχειρημάτων: Πρώτον ότι το «αντίπαλο δέος», δηλαδή τα ισχυρότερα εκ των κομμάτων της αντιπολίτευσης βρίσκονται σε θέση αδυναμίας τόσο εξαιτίας του κυβερνητικού τους παρελθόντος που έχει στιγματιστεί στην κοινή γνώμη, όσο και λόγω ελλειμμάτων στη σημερινή τους εικόνα και λειτουργία. Δεύτερον, ήταν σε εξέλιξη οι εκ του αποτελέσματος κρινόμενη ως «θετική» διαπραγμάτευση με τους Θεσμούς.
Οσο αυτά τα δύο ήταν κυρίαρχα, ο κυβερνητικός-πρωθυπουργικός σχεδιασμός λεγόταν ότι περιελάμβανε έναν ανασχηματισμό «ανανέωσης» και εκλογικής ετοιμότητας, προσδιορισμένος χρονικά περί τα τέλη της νέας αξιολόγησης, πριν δηλαδή εισέλθουμε στη φάση της προετοιμασίας τυπικής εξόδου από τρίτο Μνημόνιο. Ωστόσο, όπως στη ζωή έτσι και στην πολιτική, σχεδόν ποτέ τα μεγάλα δεν εξελίσσονται όπως τα σχεδιάζεις, ειδικά όταν ο σχεδιασμός αρχίζει να κινείται «εκτός πραγματικότητας».
Για τη συγκεκριμένη περίπτωση, το «εκτός πραγματικότητας» δεν ήταν παρά η υιοθέτηση αλαζονικής στάσης έναντι όλων, το κουκούλωμα» αρνητικών πρακτικών αντί η άμεση διόρθωσή τους, και η διαρκής προβολή μιας απάντησης προς κάθε είδους κριτική για τα εμφανή και μη προβλήματα στην πολιτική πρακτική και συμπεριφορά των κυβερνώντων: «Δεν δικαιούστε να μιλάτε, διότι σας βαραίνει το παρελθόν».
Εντός αυτού του νοσηρού περιβάλλοντος, συμπεριφορές όπως η μαζική και συνεχής αδιαφορία υπουργών για ανταπόκριση στον κοινοβουλευτικό έλεγχο, και η εξόχως προβληματική τακτική τους στην νομοθέτηση, διόγκωσαν την αίσθηση της αλαζονείας εκ μέρους των κυβερνώντων. Σε άλλες, «ανέφελες» εποχές (έχει ζήσει τέτοιες η χώρα στην μεταπολίτευση), το πράγμα θα ήταν διαχειρίσιμο. Τώρα, όμως, το μείγμα είναι εκρηκτικό, καθώς το περιβάλλον εντός του οποίου κινείται η Ελλάδα είναι εξαιρετικά ταραγμένο: εθνικά θέματα έχουν ανοίξει, η Ανατολική Μεσόγειος «φλέγεται», και οι πληγές της κοινωνίας από τις σκληρές πολιτικές των τελευταίων ετών είναι ορθάνοιχτες.
Εξ αντικειμένου, η αρχική ιδέα ενός δομικού ανασχηματισμού που θα έδινε ανάσες ανανέωσης στο κουρασμένο κυβερνητικό σχήμα έχει ακυρωθεί: πώς να αλλάξεις υπουργούς σε κεντρικούς κρίσιμους τομείς εν μέσω διαπραγματεύσεων;
Τούτου δοθέντος, οι επιλογές μοιάζουν μόνο δύο: Από τη μια είναι τα «μπαλώματα», με την απλή αντικατάσταση όσων τέθηκαν εκτός σχήματος, έστω και με μερική αναβάθμιση νεώτερων στελεχών που έχουν ήδη κυβερνητικά καθήκοντα όπως είναι οι κ. Πιτσιόρλας, Σαντορινιός, Χαρίτσης, ή με επιστράτευση κάποιων βουλευτών - με το δεύτερο σενάριο να κινδυνεύει να προκαλέσει περισσότερα προβλήματα καθώς παραδοσιακά προκαλεί περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επιλύει: πολλοί δυσαρεστούνται που μένουν χωρίς χαρτοφυλάκιο, ελάχιστοι καμαρώνουν στην τελετή ορκωμοσίας. Από την άλλη, υπάρχει και η δυνατότητα «ενεργοποίησης» εξωκοινοβουλευτικών προσώπων, που ενδεχομένως το Μαξίμου θα ήθελε να κινητοποιήσει μόνο σε έναν ευρύτερο ανασχηματισμό.
Κοντά σε όλα αυτά, υπάρχει και το διαρκές πλέον πρόβλημα των σχέσεων των δύο κυβερνητικών εταίρων, με βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να δηλώνουν σφόδρα ενοχλημένοι από συμπεριφορές συναδέλφων τους από τους ΑΝΕΛ - και το αντίστροφο.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, το βάρος της (δι)εξόδου από την διογκούμενη κρίση πέφτει στους ώμους του πρωθυπουργού, που ακόμα θεωρείται το πρόσωπο με τη λιγότερη πολιτική φθορά. Το είδος της απάντησης που καλείται να δώσει στην εξελισσόμενη κυβερνητική κρίση, θα καταδείξει τελικά και το πόσο θα διαρκέσει αυτό το «ακόμα» του λιγότερο φθαρμένου προσώπου στην κυβερνώσα πλειοψηφία.
Νηφάλιοι και αντικειμενικοί παρατηρητές, ωστόσο, ήδη διαπιστώνουν ότι πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο έχει σπαταληθεί και πως η κλεψύδρα της υπομονής ή και της ανοχής, έχει «για πρώτη φορά» σχεδόν αδειάσει.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια