Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς
|
Κατά διαστήματα, κάποιοι καινοφανείς επίδοξοι «ηγέτες» μιλάνε και για «μεταρρυθμίσεις», αλλά είναι περισσότερο από φανερό ότι και πάλι τη διαχείριση εννοούν – μέχρις εκεί φτάνει ο νους τους.
«Μεταρρυθμίσεις» απαιτούν από την Ελλάδα και τα μεγάλα κέντρα της διεθνούς τοκογλυφίας, το κατ’ ευφημισμόν λεγόμενο «Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Σύστημα». Στο στημένο με ολοκληρωτικούς μηχανισμούς ψυχολογικό παιχνίδι των εντυπώσεων, συνείδηση «δανειστή» (και όχι της τοκογλυφίας) έχουν και οι πολίτες κρατών-μελών του Eurogroup, των οποίων οι τράπεζες κρατούν ακόμα εθνικές ονομασίες, μόνο επειδή τα πιο εγκληματικά τους «λάθη» (όπως ο υπερδανεισμός της Ελλάδας στη δεκαετία 1998-2008) τα φορτώνουν στις κυβερνήσεις τους, και αυτές στις πλάτες των πιο αδύναμων υπερδανεισμένων.
Οι «μεταρρυθμίσεις» που ζητάνε από την Ελλάδα τα «χρηματοπιστωτικά» αυτά «κέντρα» ταυτίζονται με την πλήρη «ιδιωτικοποίηση» της κοινωνικής περιουσίας: Ο,τι αποτελεί κοινό και κοινωνούμενο από όλους αγαθό (το νερό που πίνουμε, το ηλεκτρικό ρεύμα, το οδικό δίκτυο, τα λιμάνια, τα τρένα, τα αεροδρόμια, τα νοσοκομεία, τα φάρμακα, η νοσηλεία – ό,τι η Ευρώπη ονόμασε «δημόσιο συμφέρον» και πανηγύρισε την προστασία του, μόλις στον 13ο αιώνα, ως είσοδο στον πολιτισμό) να παραχωρηθεί σήμερα στο μανιασμένο παιχνίδι κερδοσκοπίας, ήδη πάμπλουτων ιδιωτών.
Αν αυτός ο σαρωτικός θρίαμβος του πρωτογονισμού, η παλινδρόμηση από τη συνείδηση της «κοινωνίας» στα αντανακλαστικά της αγέλης, χαρακτηριστεί «μεταρρύθμιση», τότε η λέξη μπορεί άνετα να εναρμονιστεί με το σκόπιμο τέλμα της «διαχείρισης». Εμφατικό παράδειγμα, η σημασία που δόθηκε εν Ελλάδι στον όρο «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» στα σαράντα τέσσερα χρόνια της λεγόμενης «μεταπολίτευσης»: Επανανακάτωμα της ίδιας πάντα σούπας, με στόχο τον επιδερμικό εντυπωσιασμό, τη φτηνιάρικη φιγούρα, την εξαπάτηση των αφελών.
Νομίζω, κι ας χαρακτηριστεί αφελής ή ανεδαφική η άποψή μου, ότι η λέξη «μεταρρύθμιση» έχει νόημα μόνο όταν προϋπάρχει ένας κοινωνικός στόχος. Δεν είναι «μεταρρύθμιση» η μεθοδική προετοιμασία πρακτικών προϋποθέσεων για να επιτευχθεί ο στόχος, όχι. Ο κοινωνικός στόχος είναι η «λογική» για να επιχειρηθεί μια μεταρρύθμιση. Απλοϊκό, αλλά όχι αφελές παράδειγμα: Ενας ρεαλιστικός κοινωνικός στόχος μπορεί να είναι η αύξηση της παραγωγικότητας. Ψάχνουμε τότε για «πρακτικές» που θα μπορούσαν να υπηρετήσουν αυτόν τον στόχο: λ.χ. να απλουστευθεί η διαδικασία και να μειωθούν τα επιτόκια για να δανείζεται ο πολίτης από τις τράπεζες. Ή (επί το συριζαϊκότερον) να μοιράσει το κράτος «πλεόνασμα» από τη φορολόγηση, σε πολίτες που θα παρουσιάσουν πειστικό προγραμματισμό επιχειρηματικού εγχειρήματος.
Και οι δυο αυτές «πρακτικές» απέχουν έτη φωτός από τη «λογική» μιας μεταρρύθμισης. Ο στόχος «αύξηση» της «παραγωγικότητας» είναι κοινωνικός όχι όταν εφευρίσκεται ή προκρίνεται για να «υπηρετήσει» (χρηστικά) την κοινωνία. Είναι κοινωνικός όταν τον «γεννάει» η κοινωνία. Πώς θα βοηθήσει η κεντρική εξουσία (ή θα προκαλέσει) τέτοια σωτήρια «γέννα»; Σε αυτού του ερωτήματος τη «λογική» εντάσσεται και αυτήν υπηρετεί η μεταρρύθμιση. Θα ψάξουμε για να εντοπίσουμε κοινωνικές μεταβλητές, δυσδιάκριτες ίσως για τον άσχετο ή ατάλαντο, αλλά ικανές να μας δώσουν το σκοπούμενο αποτέλεσμα. Ποια καίρια λ.χ. μεταρρύθμιση του «αναλυτικού προγράμματος» των γλωσσικών μαθημάτων και των μαθηματικών στο σχολείο θα ευνοούσε να «γεννηθεί» (αβίαστα, οργανικά) στη νοο-τροπία και στον ψυχισμό του παιδιού η χαρά της δημιουργίας, της παραγωγικότητας, να απωθηθεί η νέκρα της χρησιμοθηρίας; Ή, ποια αλλαγή της «λογικής» του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα θα μεταμόρφωνε τη δημοσιοϋπαλληλία, από άσυλο εξασφάλισης των άτολμων, των μέτριων, των παρασιτικής νοο-τροπίας συμπολιτών μας, σε ζηλευτή καριέρα κοινωνικού λειτουργήματος, έργο μετρητής αποδοτικότητας, καταξίωσης και αξιοπρέπειας;
Αν κρίνουμε από την καθημερινή τηλεοπτική εικόνα του πολιτικού προσωπικού της χώρας αλλά και των λειτουργών «ενημέρωσης» του πολίτη, στην ελλαδική κοινωνία των τελευταίων τουλάχιστον σαράντα χρόνων δεν υπάρχει πεδίο, επομένως ούτε και ενδεχόμενο, να προκληθεί ευθέως πολιτικός ή δημοσιογράφος με το ερώτημα: Πώς καταλαβαίνετε τη λέξη «μεταρρύθμιση», τι διαφέρει για σας η «μεταρρύθμιση» από τη «διαχείριση»; Και φοβούμαι ότι τέτοιο ερώτημα δεν μπορεί να τεθεί σήμερα σε κανένα πεδίο του συλλογικού στην Ελλάδα βίου: Δεν θα μπορούσαν λ.χ., τόσες δεκαετίες τώρα, τα συνδικαλιστικά όργανα των δικαστών, έστω και παράλληλα με τις εκβιαστικά αδηφάγες μισθολογικές τους εξασφαλίσεις, να είχαν μελετήσει, οργανώσει και επιβάλει μια λειτουργική μεταρρύθμιση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, ως αντιπρόταση στο χάος και τη δαιδαλώδη αναποτελεσματικότητα του σήμερα;
Δεν θα μπορούσαν να έχουν κάνει το ίδιο οι ηγεσίες των Ενόπλων Δυνάμεων, τουλάχιστον ως εισήγηση στους θλιβερούς, κάθε φορά, πολιτικούς προϊσταμένους τους; Το ίδιο δεν θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει οι πανεπιστημιακοί καθηγητές μεταρρυθμίζοντας (στο χέρι μας ήταν) τουλάχιστον τη μεγάλη ντροπή: το εξεταστικό μέσα στα πανεπιστήμια σύστημα ή τον παλαιοημερολογίτικο αναχρονισμό του μαγκανοπήγαδου «παραδόσεις - εξετάσεις»; Δεν θα μπορούσαν οι επίσκοποι της «επικρατούσης εν Ελλάδι θρησκείας» να αρνηθούν τον εξευτελισμό της εκλογής τους δίχως δημόσια κρίση, δίχως αιτιολόγηση της ψήφου των εκλεκτόρων, με μόνη αξιολογική διαδικασία το παρασκήνιο;
Είμαστε μια κοινωνία βυθισμένη όλο και πιο ανέλπιδα στην παρακμιακή αφασία. Μας έχουν συμβεί όλα τα πιο εφιαλτικά που θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Και ξεγελιόμαστε, σαν μωρά παιδιά, με ψευδαισθήσεις. Για πόσο ακόμα;
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια