Θεωρώντας πως το 2018 θα είναι ένα εξαιρετικά κρίσιμο έτος τόσο για τον πλανήτη, όσο και για την Ελλάδα, αναρωτιόμαστε εάν ξυπνήσουν επιτέλους οι Έλληνες, συνειδητοποιώντας πού τους οδηγούν ο πανικός και η σιωπή τους – χωρίς να είμαστε αισιόδοξοι, διαπιστώνοντας πως διευρύνεται το σύνδρομο της Στοκχόλμης.
Υπενθυμίζουμε πως η Ελλάδα είναι μία χώρα η οποία, λόγω της σημαντικής και ευαίσθητης γεωπολιτικής της θέσης, καθώς επίσης του φυσικού, πολιτιστικού και υπόγειου πλούτου της, δεν πρέπει ποτέ να υπερχρεώνεται – αφού τότε κινδυνεύει η εδαφική της ακεραιότητα, επειδή είναι αδύναμη να αντισταθεί απέναντι σε αυτούς που νομοτελειακά την επιβουλεύονται.
Ως εκ τούτου είναι απαραίτητη η λιτή διαβίωση τόσο του κράτους, όσο και των Πολιτών του – κατά το παράδειγμα της αρχαίας Σπάρτης, η οποία δεν είχε υιοθετήσει μόνο έναν λιτό τρόπο διαβίωσης αλλά, επίσης, ήταν πάντοτε ετοιμοπόλεμη. Στη σημερινή εποχή βέβαια η έννοια «ετοιμοπόλεμη» για μία χώρα δεν απαιτεί μόνο τη στρατιωτική της ετοιμότητα σε αμυντικό επίπεδο αλλά, κυρίως, την οικονομική της ανεξαρτησία – η οποία δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να τίθεται σε κίνδυνο.
Δυστυχώς όμως η Ελλάδα έκανε μεγάλα λάθη στο παρελθόν, κυρίως μετά το 1980, όπου άρχισε να ζει πάνω από τις δυνατότητες της – μη λιτά καλύτερα, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό το δημόσιο χρέος της. Εκτός αυτού κυβερνήθηκε από διεφθαρμένους και ανίκανους πολιτικούς, οι οποίοι διέφθειραν με το πελατειακό κράτος που «κατασκεύασαν» ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού – θεωρώντας πως η μεγαλύτερη ζημία στη χώρα προκλήθηκε από τα ευρωπαϊκά πακέτα και τις επιδοτήσεις, οι οποίες τελικά κατέστρεψαν τον πρωτογενή μας τομέα και όχι μόνο.
Περαιτέρω η Ελλάδα, για να μπορέσει να ανταπεξέλθει με τα υψηλά επιτόκια δανεισμού της (περί το 25% το 1994), αναγκάσθηκε να υιοθετήσει το ευρώ – χωρίς όμως να είναι καθόλου προετοιμασμένη η οικονομία της. Στη συνέχεια, αντί να μάθει από τα λάθη της, αφενός μεν επιστρέφοντας στη λιτότητα, αφετέρου προσαρμόζοντας την οικονομία της στα νέα δεδομένα, έκανε ακριβώς το αντίθετο – πέφτοντας στις εξής παγίδες:
(α) στη συμμετοχή της σε μία νομισματική ένωση που δεν διαθέτει κανένα μηχανισμό συναλλαγματικής εξισορρόπησης, ούτε αντιμετώπισης κρίσεων (β) στην προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ στις ανάγκες μόνο της Γερμανίας (γ) στην κατανάλωση επί πιστώσει (γράφημα) επειδή ο δανεισμός ήταν φθηνός, άφθονος και ανεύθυνος εκ μέρους των τραπεζών, καθώς επίσης (δ) στην αύξηση των μισθών των εργαζομένων πολύ πάνω από την παραγωγικότητα τους και περισσότερο από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, με πρώτο αποτέλεσμα να χάσει την ανταγωνιστικότητα της.
Ενώ λοιπόν η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας αυξήθηκε σχεδόν κατά 14% από το 2000 έως το 2010, της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας μειώθηκε κατά 11,3%, 9,1%, 11,2% και 9,4% αντίστοιχα – οπότε η απόσταση με τη Γερμανία, η οποία σε άλλες περιπτώσεις θα εξισορροπούταν με την υποτίμηση του νομίσματος, πλησίασε το 26%. Η μείωση αυτή της ανταγωνιστικότητας φάνηκε κυρίως στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας, τα ελλείμματα του οποίου έφτασαν στο ζενίθ το 2008, στο -14,9% του ΑΕΠ – ενώ, όπως αναφέραμε η χώρα μας δεν είχε τη δυνατότητα της υποτίμησης του νομίσματος της, όπως στο παρελθόν, έτσι ώστε να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα της και να περιορίσει τα ελλείμματα.
Στον προϋπολογισμό της βέβαια δεν εμφανίσθηκαν εν πρώτοις μεγάλα ελλείμματα, οπότε δεν αυξήθηκε σημαντικά το χρέος, επειδή τα επιτόκια δανεισμού της ήταν χαμηλά, ενώ δεν είχαν ακόμη εκτοξευθεί στα ύψη οι δαπάνες του δημοσίου – αν και ήταν σταθερά υψηλές (γράφημα), ενώ κορυφώθηκαν το 2013 μεταξύ άλλων λόγω της «διάσωσης» των τραπεζών. Σε κάθε περίπτωση, από το 2005 έως το 2009 το κόστος των μισθών και των συντάξεων του δημοσίου αυξήθηκε κατά 38,6% στα 25 δις € το 2009 (πηγή) – άρα πολύ περισσότερο από το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, καθώς επίσης από την παραγωγικότητα των εργαζομένων.
Έτσι έφτασε η Ελλάδα στην εποχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης όπου, αντί να φροντίσει η τότε κυβέρνηση της να διατηρήσει τουλάχιστον την πολιτική σταθερότητα, η οποία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση του βιώσιμου δανεισμού της από τις αγορές, διορθώνοντας σταδιακά τα μεγάλα λάθη του παρελθόντος (διόγκωση των δημοσίων δαπανών, εικονική αύξηση του ΑΕΠ με την πρόσθεση της παραοικονομίας, υπερβολικές εγγυήσεις του δημοσίου στις τράπεζες, δίδυμα ελλείμματα, μη έγκαιρη ανανέωση των ομολόγων που έληγαν μαζικά το 2010 κλπ.), προτίμησε να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές – ότι χειρότερο δηλαδή για εκείνη την εποχή, ειδικά για μία χώρα όπως η Ελλάδα.
Στη συνέχεια ο υπουργός οικονομικών της νέας κυβέρνησης, αντί να προσπαθήσει να διατηρήσει χαμηλούς τόνους, ενδιαφέρθηκε μόνο να καλύψει τα νώτα του – αυξάνοντας τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, για να μπορέσει αργότερα να παρουσιάσει καλύτερα αποτελέσματα της θητείας του.
Ταυτόχρονα τόσο ό ίδιος, όσο και ο νέος πρωθυπουργός, διέσυραν διεθνώς τους Έλληνες, κατηγορώντας τους ως φοροφυγάδες – οπότε ο συνδυασμός των δύο «εγκλημάτων» θορύβησε τις αγορές σε μεγάλο βαθμό. Το εύλογο αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν γεωμετρικά τα επιτόκια δανεισμού της χώρας – ακριβώς εκείνη την εποχή, όπου επρόκειτο να λήξουν πολλά μαζί ομόλογα του δημοσίου και έπρεπε να ανανεωθούν.
Εκτός αυτού είχαν προηγηθεί συζητήσεις με το ΔΝΤ, κυρίως επειδή ο πρωθυπουργός είχε την πεποίθηση ότι, μόνο με τη βοήθεια του θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα εγγενή προβλήματα της χώρας – όπως τον ανεύθυνο, «αχόρταγο» συνδικαλισμό του στενότερου και ευρύτερου δημοσίου τομέα, ο οποίος δεν επέτρεπε την εξυγίανση του κράτους και γενικότερα της οικονομίας.
Αντί δε να παγώσει τουλάχιστον τους μισθούς, οι οποίοι ήταν οι υψηλότεροι στην Ευρωζώνη με κριτήριο το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, θεώρησε πώς ήταν βασικότερο πρόβλημα η φοροδιαφυγή – την οποία όμως δεν αντιμετώπισε ως όφειλε με την αναδιάρθρωση του φορολογικού μηχανισμού, αλλά προτίμησε την αύξηση των φόρων ακριβώς την εποχή που η χώρα είχε βυθιστεί στην ύφεση, επιδεινώνοντας την. Εκτός αυτού ανέχθηκε ή προκάλεσε την «απάτη» της ΕΛΣΤΑΤ – η οποία έδωσε τη χαριστική βολή στην πατρίδα μας.
Παράλληλα, η Ελλάδα δεν βοηθήθηκε καθόλου από την Ευρωζώνη (Γερμανία), παρά το ότι εάν χρηματοδοτούταν μόλις με 20 δις €, δεν θα βίωνε την τραγωδία που ακολούθησε – ενώ δεν θα είχε ξεσπάσει η ευρωπαϊκή κρίση χρέους, ούτε ίσως η τραπεζική που ακόμη μαίνεται. Βέβαια, η Γερμανία ωφελήθηκε τα μέγιστα από την κρίση, αφού έκτοτε αυξάνουν συνεχώς τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, ενώ μειώνονται οι τόκοι δανεισμού και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της – οπότε από τη δική της πλευρά ενήργησε σωστά.
Τέλος, το ΔΝΤ με το μανδύα της Τρόικα εκτέλεσε εν ψυχρώ την Ελλάδα – με την επιβολή των εγκληματικών μνημονίων (ανάλυση), με τους εσφαλμένους συντελεστές (άρθρο), με το εγκληματικό PSI κοκ. Δυστυχώς δε τα ΜΜΕ της χώρας συνηγόρησαν στο έγκλημα, πείθοντας έναν μεγάλο αριθμό Ελλήνων πως επρόκειτο για ένα πικρό μεν αλλά απαραίτητο φάρμακο που θα βοηθούσε στην εξυγίανση της οικονομίας – κάτι που φυσικά διαψεύσθηκε παταγωδώς.
Οι επόμενες εξελίξεις
Περαιτέρω, όλοι γνωρίζουν ότι, η καταπολέμηση μίας μεγάλης κρίσης, όπως η ελληνική, δεν επιτρέπεται να διαρκέσει πάνω από τρία χρόνια – όπου το πρώτο έτος λαμβάνονται όλα τα μέτρα (τα σωστά και όχι αυτά που μας επέβαλλε το ΔΝΤ, όπως άλλωστε το ίδιο παραδέχθηκε πολλές φορές – άρθρο), το δεύτερο ωριμάζουν και το τρίτο αποδίδουν.
Εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, εάν δεν επιτύχει δηλαδή η εγχείριση λόγω του ανίκανου χειρουργού, ο οποίος έχει προφανώς την ευθύνη και όχι ο ασθενής, τότε η χώρα βυθίζεται στο χάος – ενώ οι Πολίτες δεν είναι πρόθυμοι πια να στηρίξουν κανένα μέτρο και καμία αλλαγή, όσο ορθολογική και αν είναι. Η αιτία είναι το ότι, αφενός μεν χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην Πολιτεία, καθώς επίσης την αισιοδοξία που απαιτείται, αφετέρου τρομοκρατούνται – ενώ χωρίς τη στήριξη τους τίποτα δεν μπορεί να αποδώσει, ακόμη και αν η κυβέρνηση της έχει θεϊκές ικανότητες.
Με απλά λόγια, οι Πολίτες πανικοβάλλονται από τις συνεχείς μειώσεις των αμοιβών τους, τρομάζουν από τους διαρκώς αυξανόμενους φόρους, φοβούνται για τις καταθέσεις και τα περιουσιακά τους στοιχεία όπως τεκμηριώθηκε από τη θανατηφόρα μαζική εκροή αποταμιεύσεων άνω των 100 δις €, απογοητεύονται από την έλλειψη μελλοντικών προοπτικών, παραλύουν από την εξαθλίωση που διακρίνουν στο περιβάλλον τους εάν όχι στον εαυτό τους κοκ. – οπότε, μεταξύ άλλων, παύουν πια να αντιλαμβάνονται τι είναι σωστό και τι λάθος, αντιμετωπίζουν τους πάντες με καχυποψία, τραυματίζονται ψυχικά και εξουδετερώνονται πλήρως.
Ακόμη χειρότερα καταλήγουν σε τέτοιο βαθμό απόγνωσης από την πολιτική του σοκ και του δέους που τους ασκείται σταδιακά, ώστε δεν αντιδρούν ακόμη και όταν τους παίρνει κανείς το φαγητό από το τραπέζι τους ή τους κατάσχει το σπίτι που απέκτησαν με κόπους χρόνων – συμπεριφερόμενοι κυριολεκτικά όπως τα πρόβατα που οδηγούνται σιωπηλά στη σφαγή.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, τα παραπάνω, όπως και τα επόμενα λάθη, παραλείψεις και εγκλήματα που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα, αποτελούν πλέον παρελθόν – ενώ η Ελλάδα έχει πια χρεοκοπήσει, όσο καμία άλλη χώρα στην παγκόσμια ιστορία (ανάλυση). Ως εκ τούτου, η μοναδική λύση που της απομένει είναι η παραδοχή της κατάστασης της, η επίσημη πτώχευση της δηλαδή, έτσι ώστε να προστατευθεί από τους πιστωτές της πριν τη λεηλατήσουν ολοσχερώς – τονίζοντας πως μία χρεοκοπημένη χώρα δεν είναι καν σε θέση να προστατεύσει την εδαφική της ακεραιότητα, η οποία κινδυνεύει πια σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από έναν ακόμη εξευτελισμό της κυβέρνησης, η οποία τοποθετήθηκε εναντίον της απόφασης της Δικαιοσύνης για την παροχή ασύλου στους Τούρκους πολιτικούς πρόσφυγες – καθώς επίσης από τις απαιτήσεις των γειτονικών χωρών, μεταξύ άλλων των Σκοπίων που διεκδικούν με θράσος το όνομα της Μακεδονίας ή της Τουρκίας όσον αφορά τα νησιά, τη Θράκη, τη συνεκμετάλλευση των ενεργειακών αποθεμάτων κοκ.
Στα πλαίσια αυτά, θεωρώντας πως το 2018 θα είναι ένα εξαιρετικά κρίσιμο έτος τόσο για τον πλανήτη, όσο και για την Ελλάδα, αναρωτιόμαστε εάν ξυπνήσουν επιτέλους οι Έλληνες– συνειδητοποιώντας πού τους οδηγούν ο πανικός, η σιωπή και οι φόβοι τους. Εάν θα είναι πρόθυμοι δηλαδή να δώσουν ένα τέλος στην οδυνηρή κατάσταση που βιώνουν ή εάν θα συνεχίσουν την ίδια πορεία – η οποία τους οδηγεί στη διαιώνιση της σκλαβιάς τους, στην υφαρπαγή όλων των περιουσιακών τους στοιχείων, στην απώλεια εδαφών, στη χρεοκοπία και στην έξοδο από την Ευρωζώνη. Τονίζουμε δε πως ο κοινωνικός, έντιμος φιλελευθερισμός που ασπάζεται η πλειοψηφία του πληθυσμού, δεν συνάδει με την εθελοδουλία – ότι δεν μπορεί δηλαδή να υποστηρίζει ένας φιλελεύθερος τα μνημόνια που καθιστούν εκ των πραγμάτων υπόδουλη και άρα μη ελεύθερη μία χώρα.
Δυστυχώς όμως δεν είμαστε αισιόδοξοι, διαπιστώνοντας πως αντί να αντιδράσουν οι Πολίτες, αρχίζει να επικρατεί το Σύνδρομο της Στοκχόλμης – το οποίο φαίνεται να προωθείται μετά μανίας από ορισμένα ΜΜΕ, για λόγους που τα ίδια γνωρίζουν. Με απλά λόγια, όλο και πιο πολλοί Έλληνες θεωρούν ένοχο τον εαυτό τους για τα δεινά τους, θύτη δηλαδή αντί θύμα – με αποτέλεσμα να εξουδετερώνονται οι υγιείς αντιστάσεις τους, οπότε οι προοπτικές της χώρας για το μέλλον. Ελπίζοντας όμως να κάνουμε λάθος, τις καλύτερες ευχές μας σε όλους για το 2018, ευελπιστώντας να είναι πράγματι το έτος της αφύπνισης – αφού πολύ δύσκολα θα έχουμε μία δεύτερη ευκαιρία.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Υπενθυμίζουμε πως η Ελλάδα είναι μία χώρα η οποία, λόγω της σημαντικής και ευαίσθητης γεωπολιτικής της θέσης, καθώς επίσης του φυσικού, πολιτιστικού και υπόγειου πλούτου της, δεν πρέπει ποτέ να υπερχρεώνεται – αφού τότε κινδυνεύει η εδαφική της ακεραιότητα, επειδή είναι αδύναμη να αντισταθεί απέναντι σε αυτούς που νομοτελειακά την επιβουλεύονται.
Ως εκ τούτου είναι απαραίτητη η λιτή διαβίωση τόσο του κράτους, όσο και των Πολιτών του – κατά το παράδειγμα της αρχαίας Σπάρτης, η οποία δεν είχε υιοθετήσει μόνο έναν λιτό τρόπο διαβίωσης αλλά, επίσης, ήταν πάντοτε ετοιμοπόλεμη. Στη σημερινή εποχή βέβαια η έννοια «ετοιμοπόλεμη» για μία χώρα δεν απαιτεί μόνο τη στρατιωτική της ετοιμότητα σε αμυντικό επίπεδο αλλά, κυρίως, την οικονομική της ανεξαρτησία – η οποία δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να τίθεται σε κίνδυνο.
Δυστυχώς όμως η Ελλάδα έκανε μεγάλα λάθη στο παρελθόν, κυρίως μετά το 1980, όπου άρχισε να ζει πάνω από τις δυνατότητες της – μη λιτά καλύτερα, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό το δημόσιο χρέος της. Εκτός αυτού κυβερνήθηκε από διεφθαρμένους και ανίκανους πολιτικούς, οι οποίοι διέφθειραν με το πελατειακό κράτος που «κατασκεύασαν» ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού – θεωρώντας πως η μεγαλύτερη ζημία στη χώρα προκλήθηκε από τα ευρωπαϊκά πακέτα και τις επιδοτήσεις, οι οποίες τελικά κατέστρεψαν τον πρωτογενή μας τομέα και όχι μόνο.
Περαιτέρω η Ελλάδα, για να μπορέσει να ανταπεξέλθει με τα υψηλά επιτόκια δανεισμού της (περί το 25% το 1994), αναγκάσθηκε να υιοθετήσει το ευρώ – χωρίς όμως να είναι καθόλου προετοιμασμένη η οικονομία της. Στη συνέχεια, αντί να μάθει από τα λάθη της, αφενός μεν επιστρέφοντας στη λιτότητα, αφετέρου προσαρμόζοντας την οικονομία της στα νέα δεδομένα, έκανε ακριβώς το αντίθετο – πέφτοντας στις εξής παγίδες:
(α) στη συμμετοχή της σε μία νομισματική ένωση που δεν διαθέτει κανένα μηχανισμό συναλλαγματικής εξισορρόπησης, ούτε αντιμετώπισης κρίσεων (β) στην προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ στις ανάγκες μόνο της Γερμανίας (γ) στην κατανάλωση επί πιστώσει (γράφημα) επειδή ο δανεισμός ήταν φθηνός, άφθονος και ανεύθυνος εκ μέρους των τραπεζών, καθώς επίσης (δ) στην αύξηση των μισθών των εργαζομένων πολύ πάνω από την παραγωγικότητα τους και περισσότερο από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, με πρώτο αποτέλεσμα να χάσει την ανταγωνιστικότητα της.
Ενώ λοιπόν η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας αυξήθηκε σχεδόν κατά 14% από το 2000 έως το 2010, της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας μειώθηκε κατά 11,3%, 9,1%, 11,2% και 9,4% αντίστοιχα – οπότε η απόσταση με τη Γερμανία, η οποία σε άλλες περιπτώσεις θα εξισορροπούταν με την υποτίμηση του νομίσματος, πλησίασε το 26%. Η μείωση αυτή της ανταγωνιστικότητας φάνηκε κυρίως στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας, τα ελλείμματα του οποίου έφτασαν στο ζενίθ το 2008, στο -14,9% του ΑΕΠ – ενώ, όπως αναφέραμε η χώρα μας δεν είχε τη δυνατότητα της υποτίμησης του νομίσματος της, όπως στο παρελθόν, έτσι ώστε να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα της και να περιορίσει τα ελλείμματα.
Στον προϋπολογισμό της βέβαια δεν εμφανίσθηκαν εν πρώτοις μεγάλα ελλείμματα, οπότε δεν αυξήθηκε σημαντικά το χρέος, επειδή τα επιτόκια δανεισμού της ήταν χαμηλά, ενώ δεν είχαν ακόμη εκτοξευθεί στα ύψη οι δαπάνες του δημοσίου – αν και ήταν σταθερά υψηλές (γράφημα), ενώ κορυφώθηκαν το 2013 μεταξύ άλλων λόγω της «διάσωσης» των τραπεζών. Σε κάθε περίπτωση, από το 2005 έως το 2009 το κόστος των μισθών και των συντάξεων του δημοσίου αυξήθηκε κατά 38,6% στα 25 δις € το 2009 (πηγή) – άρα πολύ περισσότερο από το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, καθώς επίσης από την παραγωγικότητα των εργαζομένων.
Έτσι έφτασε η Ελλάδα στην εποχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης όπου, αντί να φροντίσει η τότε κυβέρνηση της να διατηρήσει τουλάχιστον την πολιτική σταθερότητα, η οποία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση του βιώσιμου δανεισμού της από τις αγορές, διορθώνοντας σταδιακά τα μεγάλα λάθη του παρελθόντος (διόγκωση των δημοσίων δαπανών, εικονική αύξηση του ΑΕΠ με την πρόσθεση της παραοικονομίας, υπερβολικές εγγυήσεις του δημοσίου στις τράπεζες, δίδυμα ελλείμματα, μη έγκαιρη ανανέωση των ομολόγων που έληγαν μαζικά το 2010 κλπ.), προτίμησε να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές – ότι χειρότερο δηλαδή για εκείνη την εποχή, ειδικά για μία χώρα όπως η Ελλάδα.
Στη συνέχεια ο υπουργός οικονομικών της νέας κυβέρνησης, αντί να προσπαθήσει να διατηρήσει χαμηλούς τόνους, ενδιαφέρθηκε μόνο να καλύψει τα νώτα του – αυξάνοντας τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, για να μπορέσει αργότερα να παρουσιάσει καλύτερα αποτελέσματα της θητείας του.
Ταυτόχρονα τόσο ό ίδιος, όσο και ο νέος πρωθυπουργός, διέσυραν διεθνώς τους Έλληνες, κατηγορώντας τους ως φοροφυγάδες – οπότε ο συνδυασμός των δύο «εγκλημάτων» θορύβησε τις αγορές σε μεγάλο βαθμό. Το εύλογο αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν γεωμετρικά τα επιτόκια δανεισμού της χώρας – ακριβώς εκείνη την εποχή, όπου επρόκειτο να λήξουν πολλά μαζί ομόλογα του δημοσίου και έπρεπε να ανανεωθούν.
Εκτός αυτού είχαν προηγηθεί συζητήσεις με το ΔΝΤ, κυρίως επειδή ο πρωθυπουργός είχε την πεποίθηση ότι, μόνο με τη βοήθεια του θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα εγγενή προβλήματα της χώρας – όπως τον ανεύθυνο, «αχόρταγο» συνδικαλισμό του στενότερου και ευρύτερου δημοσίου τομέα, ο οποίος δεν επέτρεπε την εξυγίανση του κράτους και γενικότερα της οικονομίας.
Αντί δε να παγώσει τουλάχιστον τους μισθούς, οι οποίοι ήταν οι υψηλότεροι στην Ευρωζώνη με κριτήριο το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, θεώρησε πώς ήταν βασικότερο πρόβλημα η φοροδιαφυγή – την οποία όμως δεν αντιμετώπισε ως όφειλε με την αναδιάρθρωση του φορολογικού μηχανισμού, αλλά προτίμησε την αύξηση των φόρων ακριβώς την εποχή που η χώρα είχε βυθιστεί στην ύφεση, επιδεινώνοντας την. Εκτός αυτού ανέχθηκε ή προκάλεσε την «απάτη» της ΕΛΣΤΑΤ – η οποία έδωσε τη χαριστική βολή στην πατρίδα μας.
Παράλληλα, η Ελλάδα δεν βοηθήθηκε καθόλου από την Ευρωζώνη (Γερμανία), παρά το ότι εάν χρηματοδοτούταν μόλις με 20 δις €, δεν θα βίωνε την τραγωδία που ακολούθησε – ενώ δεν θα είχε ξεσπάσει η ευρωπαϊκή κρίση χρέους, ούτε ίσως η τραπεζική που ακόμη μαίνεται. Βέβαια, η Γερμανία ωφελήθηκε τα μέγιστα από την κρίση, αφού έκτοτε αυξάνουν συνεχώς τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, ενώ μειώνονται οι τόκοι δανεισμού και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της – οπότε από τη δική της πλευρά ενήργησε σωστά.
Τέλος, το ΔΝΤ με το μανδύα της Τρόικα εκτέλεσε εν ψυχρώ την Ελλάδα – με την επιβολή των εγκληματικών μνημονίων (ανάλυση), με τους εσφαλμένους συντελεστές (άρθρο), με το εγκληματικό PSI κοκ. Δυστυχώς δε τα ΜΜΕ της χώρας συνηγόρησαν στο έγκλημα, πείθοντας έναν μεγάλο αριθμό Ελλήνων πως επρόκειτο για ένα πικρό μεν αλλά απαραίτητο φάρμακο που θα βοηθούσε στην εξυγίανση της οικονομίας – κάτι που φυσικά διαψεύσθηκε παταγωδώς.
Οι επόμενες εξελίξεις
Περαιτέρω, όλοι γνωρίζουν ότι, η καταπολέμηση μίας μεγάλης κρίσης, όπως η ελληνική, δεν επιτρέπεται να διαρκέσει πάνω από τρία χρόνια – όπου το πρώτο έτος λαμβάνονται όλα τα μέτρα (τα σωστά και όχι αυτά που μας επέβαλλε το ΔΝΤ, όπως άλλωστε το ίδιο παραδέχθηκε πολλές φορές – άρθρο), το δεύτερο ωριμάζουν και το τρίτο αποδίδουν.
Εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, εάν δεν επιτύχει δηλαδή η εγχείριση λόγω του ανίκανου χειρουργού, ο οποίος έχει προφανώς την ευθύνη και όχι ο ασθενής, τότε η χώρα βυθίζεται στο χάος – ενώ οι Πολίτες δεν είναι πρόθυμοι πια να στηρίξουν κανένα μέτρο και καμία αλλαγή, όσο ορθολογική και αν είναι. Η αιτία είναι το ότι, αφενός μεν χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην Πολιτεία, καθώς επίσης την αισιοδοξία που απαιτείται, αφετέρου τρομοκρατούνται – ενώ χωρίς τη στήριξη τους τίποτα δεν μπορεί να αποδώσει, ακόμη και αν η κυβέρνηση της έχει θεϊκές ικανότητες.
Με απλά λόγια, οι Πολίτες πανικοβάλλονται από τις συνεχείς μειώσεις των αμοιβών τους, τρομάζουν από τους διαρκώς αυξανόμενους φόρους, φοβούνται για τις καταθέσεις και τα περιουσιακά τους στοιχεία όπως τεκμηριώθηκε από τη θανατηφόρα μαζική εκροή αποταμιεύσεων άνω των 100 δις €, απογοητεύονται από την έλλειψη μελλοντικών προοπτικών, παραλύουν από την εξαθλίωση που διακρίνουν στο περιβάλλον τους εάν όχι στον εαυτό τους κοκ. – οπότε, μεταξύ άλλων, παύουν πια να αντιλαμβάνονται τι είναι σωστό και τι λάθος, αντιμετωπίζουν τους πάντες με καχυποψία, τραυματίζονται ψυχικά και εξουδετερώνονται πλήρως.
Ακόμη χειρότερα καταλήγουν σε τέτοιο βαθμό απόγνωσης από την πολιτική του σοκ και του δέους που τους ασκείται σταδιακά, ώστε δεν αντιδρούν ακόμη και όταν τους παίρνει κανείς το φαγητό από το τραπέζι τους ή τους κατάσχει το σπίτι που απέκτησαν με κόπους χρόνων – συμπεριφερόμενοι κυριολεκτικά όπως τα πρόβατα που οδηγούνται σιωπηλά στη σφαγή.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, τα παραπάνω, όπως και τα επόμενα λάθη, παραλείψεις και εγκλήματα που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα, αποτελούν πλέον παρελθόν – ενώ η Ελλάδα έχει πια χρεοκοπήσει, όσο καμία άλλη χώρα στην παγκόσμια ιστορία (ανάλυση). Ως εκ τούτου, η μοναδική λύση που της απομένει είναι η παραδοχή της κατάστασης της, η επίσημη πτώχευση της δηλαδή, έτσι ώστε να προστατευθεί από τους πιστωτές της πριν τη λεηλατήσουν ολοσχερώς – τονίζοντας πως μία χρεοκοπημένη χώρα δεν είναι καν σε θέση να προστατεύσει την εδαφική της ακεραιότητα, η οποία κινδυνεύει πια σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από έναν ακόμη εξευτελισμό της κυβέρνησης, η οποία τοποθετήθηκε εναντίον της απόφασης της Δικαιοσύνης για την παροχή ασύλου στους Τούρκους πολιτικούς πρόσφυγες – καθώς επίσης από τις απαιτήσεις των γειτονικών χωρών, μεταξύ άλλων των Σκοπίων που διεκδικούν με θράσος το όνομα της Μακεδονίας ή της Τουρκίας όσον αφορά τα νησιά, τη Θράκη, τη συνεκμετάλλευση των ενεργειακών αποθεμάτων κοκ.
Στα πλαίσια αυτά, θεωρώντας πως το 2018 θα είναι ένα εξαιρετικά κρίσιμο έτος τόσο για τον πλανήτη, όσο και για την Ελλάδα, αναρωτιόμαστε εάν ξυπνήσουν επιτέλους οι Έλληνες– συνειδητοποιώντας πού τους οδηγούν ο πανικός, η σιωπή και οι φόβοι τους. Εάν θα είναι πρόθυμοι δηλαδή να δώσουν ένα τέλος στην οδυνηρή κατάσταση που βιώνουν ή εάν θα συνεχίσουν την ίδια πορεία – η οποία τους οδηγεί στη διαιώνιση της σκλαβιάς τους, στην υφαρπαγή όλων των περιουσιακών τους στοιχείων, στην απώλεια εδαφών, στη χρεοκοπία και στην έξοδο από την Ευρωζώνη. Τονίζουμε δε πως ο κοινωνικός, έντιμος φιλελευθερισμός που ασπάζεται η πλειοψηφία του πληθυσμού, δεν συνάδει με την εθελοδουλία – ότι δεν μπορεί δηλαδή να υποστηρίζει ένας φιλελεύθερος τα μνημόνια που καθιστούν εκ των πραγμάτων υπόδουλη και άρα μη ελεύθερη μία χώρα.
Δυστυχώς όμως δεν είμαστε αισιόδοξοι, διαπιστώνοντας πως αντί να αντιδράσουν οι Πολίτες, αρχίζει να επικρατεί το Σύνδρομο της Στοκχόλμης – το οποίο φαίνεται να προωθείται μετά μανίας από ορισμένα ΜΜΕ, για λόγους που τα ίδια γνωρίζουν. Με απλά λόγια, όλο και πιο πολλοί Έλληνες θεωρούν ένοχο τον εαυτό τους για τα δεινά τους, θύτη δηλαδή αντί θύμα – με αποτέλεσμα να εξουδετερώνονται οι υγιείς αντιστάσεις τους, οπότε οι προοπτικές της χώρας για το μέλλον. Ελπίζοντας όμως να κάνουμε λάθος, τις καλύτερες ευχές μας σε όλους για το 2018, ευελπιστώντας να είναι πράγματι το έτος της αφύπνισης – αφού πολύ δύσκολα θα έχουμε μία δεύτερη ευκαιρία.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια