Η αυταπάτη της εξόδου από το μνημόνιο

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Η βιασύνη των Ευρωπαίων να αναδείξουν success stories για να πείσουν ότι η κρίση πέρασε – και άρα εφαρμόστηκαν σωστές πολιτικές - φαίνεται πως δημιουργεί «οφθαλμαπάτες» ευρείας κλίμακας, τις οποίες άλλοι καταλαβαίνουν και άλλοι προσπαθούν να εκμεταλλευτούν.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα «οφθαλμαπάτης» είναι αυτό της Πορτογαλίας, η οποία ναι μεν έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο, όμως κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έγινε ξαφνικά η... γη της επαγγελίας. Η ΕΚΤ δηλώνει υπερήφανη που την βοήθησε με την ποσοτική χαλάρωση (QE) και οι οίκοι αξιολόγησης την αναβαθμίζουν, με την S&P να την βγάζει πρώτη από την κατηγορία των «σκουπιδιών», πυροδοτώντας το μεγαλύτερο ράλι για τα πορτογαλικά κρατικά ομόλογα σε διάστημα επτά ετών. Το πρακτορείο Reuters πρόλαβε, μάλιστα, να κηρύξει το «τέλος της ευρωκρίσης» ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι τα πορτογαλικά κρατικά ομόλογα χαρακτηρίζονται και πάλι «επενδυτικού βαθμού». Άλλα ξένα μέσα έκαναν λόγο για «κοσμοσυρροή» επενδυτών για πορτογαλικά assets.

Οι αναλυτές, ωστόσο, καταλήγουν σε ένα μάλλον διαφορετικό συμπέρασμα: παρά την αξιοσημείωτη ανάκαμψη, η κυβέρνηση της Πορτογαλίας δεν δικαιούται να χαλαρώσει. Απαιτείται μεγάλη πρόοδος στον τομέα των επενδύσεων, είναι επιτακτική η ανάγκη ισχυροποίησης των τραπεζών, ενώ η χώρα πρέπει να συνεχίσει να επιδεικνύει δημοσιονομική πειθαρχία.

Είναι ακριβώς τα λόγια που χρησιμοποιούν για τα «προαπαιτούμενα» της ελληνικής οικονομίας, διαχειριστές κεφαλαίων που βρέθηκαν στο road show της ΕΧΑΕ στο Λονδίνο, εκεί όπου η ελληνική κυβέρνηση παρουσίασε το δικό της αφήγημα για την έξοδο στις αγορές και την προσέλκυση επενδύσεων. Για τις τράπεζες καλύτερα να μην πούμε...

Ξέρετε τι λένε, επίσης, οι αναλυτές για την Πορτογαλία; Ότι δεν έχει μεγάλα περιθώρια για κρατικές δαπάνες γιατί το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκεται στο 130%. Μπορεί να έχει η Ελλάδα με το αντίστοιχο ποσοστό στο 175%; Μάλλον όχι. Λένε ακόμη ότι οι τράπεζες θα πρέπει να εξυγιανθούν και να λύσουν το θέμα των «κόκκινων» δανείων. Τα οποία παρεμπιπτόντως βρίσκονται στο 19% όταν τα ελληνικά είναι στο 40%. Άρα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν πολύ μεγαλύτερα εμπόδια να ξεπεράσουν.

Τι μας λένε όλα αυτά; Ότι εκτός από οφθαλμαπάτες, υπάρχουν και αυταπάτες, όπως αυτή της σιγουριάς που δείχνει η ελληνική κυβέρνηση για έξοδο από το μνημόνιο μετά το καλοκαίρι του 2018. Στο βωμό της πολιτικής σκοπιμότητας ο Αλέξης Τσίπρας, για μία ακόμη φορά, παρουσιάζει το ανέφικτο ως κάτι εφικτό. Η τακτική της ελληνικής κυβέρνησης είναι άκρως επικίνδυνη. Προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το κλίμα και να... πλασαριστεί δίπλα στην Πορτογαλία και την Κύπρο, ως ένα ακόμη σύμβολο ανάκαμψης.

Το κακό είναι πως όσο και αν η χώρα μας θέλει να ξεφύγει από την επιτήρηση και την έξωθεν επιβολή πολιτικών, μετά από επτά χρόνια σκληρής εποπτείας, ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς. Τις αυταπάτες αυτές, βέβαια, τις συντηρούν ακόμη και στελέχη που βρίσκονται σε θέσεις-κλειδιά, όπως ο επικεφαλής του EuroWorkingGroup, Τόμας Βίζερ, ο οποίος αν και γνωρίζει πολύ καλά τα δεδομένα και κάνει λόγο για πολυετή περίοδο εποπτείας, δεν ξεχνά να αφήσει ελπίδες εξόδου στις αγορές, χαϊδεύοντας... τα αυτιά της ελληνικής κυβέρνησης.

Ας δούμε τι συμβαίνει στην Πορτογαλία και γιατί ο Αλέξης Τσίπρας θέλει να πάρει έστω και λίγη από την, έστω προσωρινή, αίγλη της. Μετά την αναβάθμιση των κρατικών της ομολόγων από την S&P στην κατηγορία «επενδυτικού βαθμού», η χώρα της Ιβηρικής εξελίχθηκε εν μία νυκτί σε «τοτέμ» της ανάκαμψης. Ορισμένοι την χαρακτηρίζουν παράδειγμα οικονομικής αναγέννησης και άλλοι σύμβολο της ανακάμπτουσας οικονομίας της Ευρωζώνης.

Μένει να φανεί αν η Πορτογαλία αξίζει όλο αυτό τον ντόρο. Η Capital Economics εκτιμά ότι οι αποδόσεις των πορτογαλικών ομολόγων θα αυξηθούν καθώς η ΕΚΤ θα υλοποιεί την απόσυρση του προγράμματος αγοράς ομολόγων. Από το 2,38% που είναι σήμερα για το 10ετές, προβλέπεται να ενισχυθούν στο 2,75% στο τέλος του 2017 και στο 3,50% στο τέλος του 2018. Η διαφορά μεταξύ της απόδοσης των ελληνικών 10ετών ομολόγων και των αντίστοιχων πορτογαλικών έχει αυξηθεί από τις 24 Ιουλίου κατά 82 μονάδες βάσης. Η απόδοση των πορτογαλικών υποχώρησε στο 2,38% από 2,91%, ενώ των ελληνικών ενισχύθηκε στο 5,54% από 5,25%.

Το σίγουρο είναι ότι για πολλούς λόγους το παράδειγμα της μας δείχνει γιατί η Ελλάδα είναι σχεδόν αδύνατο να βγει πλήρως στις αγορές το 2018. Διότι μέσα στην όλη «παραζάλη» και «ευφορία» που προκάλεσε στην κυβέρνηση η έξοδος στις αγορές, λίγο έλειψε να πιστέψουμε ότι τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου θα υποχωρήσουν δια μαγείας από δω και πέρα.

Η συγκυρία, λοιπόν, δεν είναι ευνοϊκή. Βρισκόμαστε στην εποχή που οι κεντρικές τράπεζες κλείνουν τις κάνουλες της ρευστότητας και το σοκ στις αγορές μπορεί να μην είναι απότομο αλλά θα αποτρέψει επενδυτές που «δέχονται» το υπερβολικά υψηλό ρίσκο που εμπεριέχουν οι επενδύσεις στη χώρα μας.

Η Ελλάδα έχασε εντελώς το QE, έχασε και πολλά χρόνια που η ρευστότητα σε παγκόσμιο επίπεδο βρισκόταν σε επίπεδα-ρεκόρ. Τα επενδυτικά κεφάλαια έψαχναν αποδόσεις γιατί πολύ απλά οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες στον κόσμο τύπωναν χρήμα και κρατούσαν τα επιτόκια στο μηδέν. Έτσι το κυνήγι των αποδόσεων οδήγησε τη ροή των κεφαλαίων σε επενδύσεις ρίσκου. Η Ελλάδα θα ήταν μία από αυτές τις επιλογές, όμως αποφάσισε να επιλέξει τον δικό της δρόμο. Τον δρόμο που οδηγούσε στον γκρεμό.

Αν κάποιοι πιστεύουν ότι πρέπει να επιστρέψουμε στις «σκληρές» διαπραγματεύσεις του 2015 και να επιλέξουμε έναν άλλο δρόμο, αυτό της μετωπικής σύγκρουσης με τους δανειστές και τις αγορές, τότε θα πρέπει μάλλον να... ενημερώσουν το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, το οποίο αναζητά 12 δισ. ευρώ.

Τόσο «κοστολογείται» η καθαρή έξοδος από το μνημόνιο, καθώς όπως είπε ο Γιώργος Χουλιαράκης, η στόχος είναι η δημιουργία ενός «ταμείου σταθεροποίησης» το οποίο δεν θα μπορεί να αγγίξει καμία κυβέρνηση και θα αποτελεί το μαξιλάρι ασφαλείας για τη χώρα μας, στην περίπτωση που αποκλειστεί στο μέλλον από τις αγορές. Έτσι, οι επενδυτές θα νιώθουν κάποια σχετική ασφάλεια. Η απώλεια του αισθήματος της ασφάλειας ήταν το μεγαλύτερο κακό από τα τραγικά λάθη του 2015 και τις παλινωδίες του 2016 και του 2017.

Η Πορτογαλία, λοιπόν, που κατάφερε να βελτιώσει τη δημοσιονομική της εικόνα και να μειώσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού σε χαμηλό 40 ετών και την ανεργία στο 8,8%, είχε τις «πλάτες» της ποσοτικής χαλάρωσης και ένα πιο εύκολο έργο από την Ελλάδα. Αναμφισβήτητα, η δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας είναι ιστορικών διαστάσεων και κάποια στιγμή οι επενδυτές θα πρέπει να την επιβραβεύσουν, όμως οι αγορές δεν δείχνουν... συναισθηματισμούς.

Όσο και αν έχει καταφέρει σε δημοσιονομικό επίπεδο να κάνει θαύματα, με τις θυσίες των πολιτών φυσικά, τα προβλήματα παραμένουν και οι παραδοχές για την μελλοντική πορεία της οικονομίας δείχνουν ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει. Και μόνο το γεγονός ότι η Ελλάδα πρέπει να εμφανίζει ανάπτυξη της τάξης περίπου του 4% για τα επόμενα χρόνια για να μείνει εντός στόχων, τα λέει όλα. Για να μην πούμε για τα πλεονάσματα μέχρι το 2060, όταν οι προβλέψεις τοποθετούν το ΑΕΠ στα 746 δισ. ευρώ!!!


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια