Η οικονομία σε ομηρία, ο Τσίπρας στον αέρα

Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Για τον Τσίπρα η ελάφρυνση του χρέους δεν έχει μόνο την κρίσιμη οικονομική σημασία. Έχει αποκτήσει και κρίσιμη πολιτική σημασία. Χωρίς την οριστικοποίηση-ανακοίνωση των μεσοπρόθεσμων μέτρων από την πλευρά των Ευρωπαίων, το αφήγημα για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ακυρώνεται.

Και μαζί του σβήνει η όποια ελπίδα της κυβέρνησης να αντιστρέψει το κλίμα, ή τουλάχιστον να συρρικνώσει τη δραματική εκλογική πτώση που καταγράφουν όλες οι δημοσκοπήσεις. Στην πραγματικότητα, η οικονομία θα παραμείνει σε ομηρία και η κυβέρνηση θα βρεθεί πολιτικά μετέωρη.

Το Βερολίνο δεν κρύβει την πρόθεσή του να τορπιλίσει τη λήψη ουσιαστικών μέτρων ελάφρυνσης. Για την κυβέρνηση Μέρκελ η συζήτηση πρέπει να αρχίσει μετά τη λήξη του 3ου Μνημονίου το καλοκαίρι του 2018 και οπωσδήποτε μετά τις γερμανικές εκλογές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου.

Το επιχείρημα του Σόιμπλε ήταν πως μέχρι το 2022 η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει περίοδο χάριτος. Άρα, δεν σηκώνει μεγάλο βάρος. Από λογιστικής απόψεως έχει δίκιο. Το χρέος, ωστόσο, δεν είναι μόνο λογιστικό μέγεθος. Είναι και οικονομικό μέγεθος.

Το μη βιώσιμο χρέος είναι παράγοντας οικονομικής αβεβαιότητας που απωθεί τις παραγωγικές επενδύσεις, τις οποίες η Ελλάδα έχει ζωτική ανάγκη. Πιο συγκεκριμένα, αποκλείει την Ελλάδα από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα).

Η ένταξη σ’ αυτό το πρόγραμμα δεν σημαίνει μόνο την είσπραξη μερικών δισ ευρώ. Σημαίνει ότι στέλνεται το μήνυμα στις αγορές πως η Ελλάδα έχει γυρίσει σελίδα και ως εκ τούτου είναι η ώρα για την πραγματοποίηση επενδύσεων, δεδομένου ότι υπάρχουν αρκετές φθηνές ευκαιρίες. Η ένταξη σ’ αυτό το πρόγραμμα ουσιαστικά θα ανοίξει και την πόρτα για να μπορέσει η χώρα να ξαναδανεισθεί από τις αγορές.

Όσο το χρέος παραμένει στα ύψη και θεωρείται μη βιώσιμο, τόσο η ελληνική οικονομία θα στον αστερισμό της αβεβαιότητας, γεγονός που αποτρέπει την πραγματοποίηση επενδύσεων. Και χωρίς επενδύσεις όχι μόνο δεν θα ανακάμψει, αλλά και η επιστροφή στις αγορές το 2018 θα καταστεί από πολύ δύσκολη έως αδύνατη. Με άλλα λόγια, ένα 4ο Μνημόνιο παραμονεύει στη γωνία.

Όρος ο καθαρός οικονομικός ορίζοντας

Οι επενδυτές δεν ενδιαφέρονται μόνο για χαμηλό κόστος εργασίας και για συρρικνωμένα εργασιακά δικαιώματα. Στην περίπτωση της Ελλάδας ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για μία σειρά άλλους παράγοντες, όπως είναι ο καθαρός οικονομικός ορίζοντας, οι σταθεροί κανόνες, η μείωση της φορολογίας σε ανταγωνιστικά επίπεδα και η κατάργηση των γραφειοκρατικών εμποδίων.

Καθαρός οικονομικός ορίζοντας χωρίς γενναία ελάφρυνση του δημόσιου χρέους δεν μπορεί να υπάρξει. Όλοι οι αναλυτές, άλλωστε, συμφωνούν πως το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και πρέπει να ελαφρυνθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που το ΔΝΤ αρνείται να συμμετάσχει με χρηματοδότηση στο ελληνικό πρόγραμμα. Αυτός είναι και ο λόγος που η ΕΚΤ δεν εντάσσει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Με αυτό το κεντρικό επιχείρημα η Αθήνα πιέζει να υπάρξει μέσα στον Ιούνιο σχετική απόφαση. Δεν πρόκειται μόνο για ελληνική θέση. Την προφανή αυτή αλήθεια έχουν αναγνωρίσει όχι μόνο το ΔΝΤ, αλλά και ο Γιούνκερ και ο Μοσχοβισί και ο Ντράγκι.

Τον Μάιο του 2016 το Eurogroup είχε βρει έναν προσωρινό συμβιβασμό με το ΔΝΤ. Τότε είχε αποφασιστεί ότι η συζήτηση για το ελληνικό χρέος θα γίνει με βάση τη μελέτη για τη βιωσιμότητά του που θα εκπονούσε το Ταμείο μέχρι το τέλος του χρόνου.

Η μελέτη εκπονήθηκε και συζητήθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο. Είναι δε σαφής όσον αφορά την ανάγκη και για γενναία ελάφρυνση και για μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα μετά το 2018. Το ΔΝΤ πιέζει για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 1,5-2,0% του ΑΕΠ, αλλά το ευρωιερατείο θεωρεί κόκκινη γραμμή το 3,5% για μία πενταετία.

Οι Γερμανοί είναι εγκλωβισμένοι στην αντίφασή τους: θέλουν τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά όχι την προϋπόθεση γι’ αυτό, που είναι η ελάφρυνση του χρέους και η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Όπως προαναφέραμε, επιδιώκουν να πετάξουν την μπάλα στο 2018.

Βαρύ πολιτικό-εκλογικό τίμημα

Για να κλείσει τη 2η αξιολόγηση, ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώνει βαρύ πολιτικό-εκλογικό τίμημα. Αποδέχθηκε την αποδόμηση εργασιακών δικαιωμάτων, παρότι αυτά είναι στο πολιτικό γονίδιο της Αριστεράς. Μείωσε το αφορολόγητο και τις συντάξεις από το 2018, γεγονός που πλήττει στην καρδιά τον κορμό της εκλογικής του βάσης.

Η κυβέρνηση υποχώρησε, κρίνοντας ότι το διακύβευμα είναι κρισιμότερο. Ότι θα κέρδιζε την ελάφρυνση του χρέους, η οποία είναι προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας. Πίστευε πως εάν οι το νερό έμπαινε σ’ αυτό το αυλάκι, ο Τσίπρας θα είχε στα χέρια του ένα πολιτικό όπλο για να εξισορροπήσει κάπως τη διάχυτη κοινωνική οργή.

Σ’ αυτή την προσπάθεια, η Αθήνα έχει αντικειμενικά σύμμαχο το ΔΝΤ, αλλά και την Ουάσιγκτον, η οποία έχει ταχθεί υπέρ της ελάφρυνσης. Οι εξελίξεις, μάλιστα, στην Τουρκία είναι ένας πρόσθετος λόγος που ωθεί τις ΗΠΑ να ανησυχούν για το ενδεχόμενο η Ελλάδα να διολισθήσει και πάλι στη ζώνη της οικονομικής κατάρρευσης. Από γεωπολιτικής απόψεως, αντιμετωπίζουν πλέον την Ελλάδα ως χώρα πρώτης γραμμής και όχι δεύτερης, όπως ήταν τα προηγούμενα χρόνια.

Από τη στιγμή που η κυβέρνηση Τσίπρα αποδέχθηκε τις πρόσθετες επώδυνες απαιτήσεις του ΔΝΤ για τα εργασιακά, τις συντάξεις και το αφορολόγητο, έχει κάθε λόγο να θέλει το Ταμείο να είναι στο τραπέζι και να πιέζει το Βερολίνο και συνολικά το ευρωιερατείο για γενναία ελάφρυνση του χρέους και μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Σ’ αυτά τα ζητήματα Αθήνα και ΔΝΤ βρίσκονται στην ίδια όχθη. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που η Ελλάδα πλήρωσε το κόστος της παραμονής του Ταμείου θέλει και το όφελος.

Η χειρότερη εξέλιξη θα είναι το Ταμείο να παραμείνει στο ελληνικό πρόγραμμα χωρίς να βάλει χρήματα, ως τεχνικός σύμβουλος. Αν συμβεί αυτό, δεν θα έχει δύναμη πίεσης για την ελάφρυνση του χρέους, αλλά -με την ανοχή της Ευρωζώνης- θα σέρνει το χορό για περισσότερη λιτότητα.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια