Γράφει ο Απόστολος Διαμαντής,
Συγγραφέας
Το καθοριστικά ερωτήματα, σχετικά με την κρίση του Ιουλίου του 1965, είναι δύο: 1) Ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τον πρωθυπουργό στην παραίτηση, τη στιγμή που είχε γίνει σαφές πως αυτό θα προκαλούσε εσωκομματική και πολιτειακή κρίση;
2) Ποιες ήταν οι επιμέρους στοχεύσεις των πρωταγωνιστών της κρίσης, δηλαδή του Κωνσταντίνου του Κων. Μητσοτάκη, του Ανδρέα Παπανδρέου, της ΕΔΑ και του ΚΚΕ;
Είναι αφύσικο να υποθέσει κανείς πως ο πεπειραμένος Γ. Παπανδρέου δεν συνυπολόγιζε το κόστος της εμμονής του για παραίτηση. Ωστόσο, δύο κρίσιμοι παράγοντες πιθανόν να βάρυναν στην τελική του απόφαση: αφενός η εμμονή του Ανδρέα για χωρίς συμβιβασμούς σύγκρουση με το παλάτι, που συνδεόταν βέβαια και με προσωπικούς φόβους για τη σκευωρία του ΑΣΠΙΔΑ, αλλά και τον βαθμό επιρροής που ασκούσε πάνω του ο Ανδρέας και, αφετέρου, η χρυσή ευκαιρία που δινόταν στον Γ. Παπανδρέου να υπερβεί την αρνητική κυβερνητική πορεία και μέσω του αντιμοναρχικού αγώνα να πετύχει μια νέα μεγάλη εκλογική νίκη.
Στους δύο αυτούς παράγοντες πρέπει να προστεθεί και η αδυναμία υποχώρησης μετά τη δημοσιοποίηση της διαφωνίας, καθώς αυτό θα μείωνε δραματικά το κύρος του. Ο Γ. Παπανδρέου προφανώς υποεκτίμησε την πιθανότητα στρατιωτικού πραξικοπήματος ή, το χειρότερο, ρισκάρισε. Σε κάθε περίπτωση, η επιμονή του για σύγκρουση με το παλάτι, την ώρα που βασικά στελέχη του κόμματός του διαφωνούν και ο στρατός βρίσκεται υπό τον έλεγχο του βασιλιά, κρίνεται ως «πολιτικά ακατανόητη»1. Ένας προσωρινός συμβιβασμός με τον Κωνσταντίνο πιθανόν να απέτρεπε κάθε αρνητική εξέλιξη, αφού ήταν εντελώς αδύνατο να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές με πολιτειακό θέμα. Ο ίδιος, σε προσωπική εξομολόγηση στα χουντικά κρατητήρια, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δημ. Πουρνάρα φέρεται να είπε: «ήταν λάθος του Ανδρέα και της ΕΔΑ που το παρατραβήξανε από τις 15 Ιουλίου ώς τις 20 Αυγούστου του ’65 … Για μια στιγμή πίστεψα κι εγώ πως θα υποχωρούσε το παλάτι».
Η στάση του βασιλιά ήταν αναμενόμενη, ευρισκόμενος υπό το κράτος του έντονου φόβου για αντιμοναρχική στροφή της ΕΚ και υπό την καθοδήγηση των συνωμοτών μέσα στο στράτευμα, που σχεδίαζαν πολιτική κρίση και εκτροπή. Παρά το γεγονός ότι οι χειρισμοί του ήταν τυπικώς μέσα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, εντούτοις ουσιαστικά, από ένα σημείο και μετά, δηλαδή μετά την καταψήφιση του Νόβα, τα υπερέβη, εφόσον δεν έλαβε υπόψιν του τη θέληση της πλειοψηφίας του κυβερνώντος κόμματος και του πρωθυπουργού. Είναι αλήθεια πως, σύμφωνα με το Σύνταγμα του ’52, ο βασιλιάς είχε τη δυνατότητα, παραιτουμένου του πρωθυπουργού, να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε πρόσωπο δικής του επιλογής. Ωστόσο, η βιαστική επιλογή Νόβα, πριν καν παραιτηθεί γραπτώς ο πρωθυπουργός, δείχνει τη σπουδή του βασιλιά για αντικατάσταση του Παπανδρέου και αποδεικνύει πως υπήρχε λανθασμένη– εκτίμηση για στήριξη της κυβέρνησης στη Βουλή. Το γεγονός αυτό δικαίως κρίθηκε ως ανεπίτρεπτη παρέμβαση του βασιλιά στα εσωκομματικά της ΕΚ.
Η στάση του Κων. Μητσοτάκη ήταν αρχικά σωστή, όταν υπεδείκνυε στον πρωθυπουργό πως η παραίτησή του θα ήταν τραγικό λάθος. Ωστόσο, η βιαστική του κίνηση να στηρίξει την κυβέρνηση Νόβα που όρκισε αιφνιδιαστικά ο βασιλιάς, όξυνε το κλίμα και έκοψε οριστικά τις γέφυρες συνεννόησης στο εσωτερικό της ΕΚ. Ο Μητσοτάκης και όσοι άλλοι ορθώς διαφωνούσαν με την τακτική σύγκρουσης που είχαν υιοθετήσει ο Ανδρέας και ο πρωθυπουργός, έπρεπε ίσως να περιμένουν την επομένη τη σύγκλιση της ΚΟ και εκεί να θέσουν τον πρωθυπουργό προ των ευθυνών του. Διότι ή βιαστική και άνευ όρων αποδοχή των χειρισμών του Κωνσταντίνου έδωσε την εντύπωση στην κοινή γνώμη της συμμετοχής κορυφαίων στελεχών της ΕΚ σε μια προσχεδιασμένη από το παλάτι ανατροπή του πρωθυπουργού.
Ο K. Mητσοτάκης σε αγόρευσή του στη Bουλή, ήδη από τον Ιανουάριο του 1967, λίγο μετά την πτώση του Στεφανόπουλου, έλεγε μάλλον προφητικά για την επερχόμενη δικτατορία: «Yπάρχει κύριοι συνάδελφοι πλήρης σύγχυσις και υπάρχει πλήρης ασάφεια εις τον ορίζοντα αυτήν την ώραν. Eγώ ένα πράγμα έχω να είπω. H λύσις την οποίαν απαιτούν αι περιστάσεις είναι να ψηφισθεί μια ώρα αρχήτερα ο εκλογικός νόμος και να προχωρήσωμε ταχύτατα προς τας εκλογάς. Οιαδήποτε άλλη εξέλιξις θα είναι επικίνδυνος. Eγώ δεν έχω το αίσθημα ότι εισήλθωμεν εις την τελικήν ευθείαν και ότι βαδίζομεν προς τας εκλογάς».
Εν κατακλείδι, είναι γεγονός πως ο Γ. Παπανδρέου, πιεζόμενος από τον Ανδρέα- ο οποίος είχε υιοθετήσει μια ακραία αντιβασιλική ρητορική, στοχεύοντας σε μια νέα αντιμοναρχική πλειοψηφική παράταξη σε συνεργασία με την ΕΔΑ-οδηγήθηκε σε μια σύγκρουση με το Παλάτι η οποία δεν μπορούσε να έχει ευτυχή κατάληξη, δεδομένου του συσχετισμού δυνάμεων εκείνη την εποχή.
Ο Κ. Μητσοτάκης σήκωσε το βάρος της διαφωνίας εκείνη την κρίσιμη στιγμή, ένα βάρος που του κόστισε μεν πολιτικά, αλλά που ωστόσο τον ανέδειξε σαν πολιτική ηγέτη που δεν υπολογίζει το πολιτικό κόστος, προκειμένου να υπερασπίσει μια πολιτική στάση που εκείνος θεωρούσε σωστή.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Συγγραφέας
Το καθοριστικά ερωτήματα, σχετικά με την κρίση του Ιουλίου του 1965, είναι δύο: 1) Ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τον πρωθυπουργό στην παραίτηση, τη στιγμή που είχε γίνει σαφές πως αυτό θα προκαλούσε εσωκομματική και πολιτειακή κρίση;
2) Ποιες ήταν οι επιμέρους στοχεύσεις των πρωταγωνιστών της κρίσης, δηλαδή του Κωνσταντίνου του Κων. Μητσοτάκη, του Ανδρέα Παπανδρέου, της ΕΔΑ και του ΚΚΕ;
Είναι αφύσικο να υποθέσει κανείς πως ο πεπειραμένος Γ. Παπανδρέου δεν συνυπολόγιζε το κόστος της εμμονής του για παραίτηση. Ωστόσο, δύο κρίσιμοι παράγοντες πιθανόν να βάρυναν στην τελική του απόφαση: αφενός η εμμονή του Ανδρέα για χωρίς συμβιβασμούς σύγκρουση με το παλάτι, που συνδεόταν βέβαια και με προσωπικούς φόβους για τη σκευωρία του ΑΣΠΙΔΑ, αλλά και τον βαθμό επιρροής που ασκούσε πάνω του ο Ανδρέας και, αφετέρου, η χρυσή ευκαιρία που δινόταν στον Γ. Παπανδρέου να υπερβεί την αρνητική κυβερνητική πορεία και μέσω του αντιμοναρχικού αγώνα να πετύχει μια νέα μεγάλη εκλογική νίκη.
Στους δύο αυτούς παράγοντες πρέπει να προστεθεί και η αδυναμία υποχώρησης μετά τη δημοσιοποίηση της διαφωνίας, καθώς αυτό θα μείωνε δραματικά το κύρος του. Ο Γ. Παπανδρέου προφανώς υποεκτίμησε την πιθανότητα στρατιωτικού πραξικοπήματος ή, το χειρότερο, ρισκάρισε. Σε κάθε περίπτωση, η επιμονή του για σύγκρουση με το παλάτι, την ώρα που βασικά στελέχη του κόμματός του διαφωνούν και ο στρατός βρίσκεται υπό τον έλεγχο του βασιλιά, κρίνεται ως «πολιτικά ακατανόητη»1. Ένας προσωρινός συμβιβασμός με τον Κωνσταντίνο πιθανόν να απέτρεπε κάθε αρνητική εξέλιξη, αφού ήταν εντελώς αδύνατο να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές με πολιτειακό θέμα. Ο ίδιος, σε προσωπική εξομολόγηση στα χουντικά κρατητήρια, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δημ. Πουρνάρα φέρεται να είπε: «ήταν λάθος του Ανδρέα και της ΕΔΑ που το παρατραβήξανε από τις 15 Ιουλίου ώς τις 20 Αυγούστου του ’65 … Για μια στιγμή πίστεψα κι εγώ πως θα υποχωρούσε το παλάτι».
Η στάση του βασιλιά ήταν αναμενόμενη, ευρισκόμενος υπό το κράτος του έντονου φόβου για αντιμοναρχική στροφή της ΕΚ και υπό την καθοδήγηση των συνωμοτών μέσα στο στράτευμα, που σχεδίαζαν πολιτική κρίση και εκτροπή. Παρά το γεγονός ότι οι χειρισμοί του ήταν τυπικώς μέσα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, εντούτοις ουσιαστικά, από ένα σημείο και μετά, δηλαδή μετά την καταψήφιση του Νόβα, τα υπερέβη, εφόσον δεν έλαβε υπόψιν του τη θέληση της πλειοψηφίας του κυβερνώντος κόμματος και του πρωθυπουργού. Είναι αλήθεια πως, σύμφωνα με το Σύνταγμα του ’52, ο βασιλιάς είχε τη δυνατότητα, παραιτουμένου του πρωθυπουργού, να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε πρόσωπο δικής του επιλογής. Ωστόσο, η βιαστική επιλογή Νόβα, πριν καν παραιτηθεί γραπτώς ο πρωθυπουργός, δείχνει τη σπουδή του βασιλιά για αντικατάσταση του Παπανδρέου και αποδεικνύει πως υπήρχε λανθασμένη– εκτίμηση για στήριξη της κυβέρνησης στη Βουλή. Το γεγονός αυτό δικαίως κρίθηκε ως ανεπίτρεπτη παρέμβαση του βασιλιά στα εσωκομματικά της ΕΚ.
Η στάση του Κων. Μητσοτάκη ήταν αρχικά σωστή, όταν υπεδείκνυε στον πρωθυπουργό πως η παραίτησή του θα ήταν τραγικό λάθος. Ωστόσο, η βιαστική του κίνηση να στηρίξει την κυβέρνηση Νόβα που όρκισε αιφνιδιαστικά ο βασιλιάς, όξυνε το κλίμα και έκοψε οριστικά τις γέφυρες συνεννόησης στο εσωτερικό της ΕΚ. Ο Μητσοτάκης και όσοι άλλοι ορθώς διαφωνούσαν με την τακτική σύγκρουσης που είχαν υιοθετήσει ο Ανδρέας και ο πρωθυπουργός, έπρεπε ίσως να περιμένουν την επομένη τη σύγκλιση της ΚΟ και εκεί να θέσουν τον πρωθυπουργό προ των ευθυνών του. Διότι ή βιαστική και άνευ όρων αποδοχή των χειρισμών του Κωνσταντίνου έδωσε την εντύπωση στην κοινή γνώμη της συμμετοχής κορυφαίων στελεχών της ΕΚ σε μια προσχεδιασμένη από το παλάτι ανατροπή του πρωθυπουργού.
Ο K. Mητσοτάκης σε αγόρευσή του στη Bουλή, ήδη από τον Ιανουάριο του 1967, λίγο μετά την πτώση του Στεφανόπουλου, έλεγε μάλλον προφητικά για την επερχόμενη δικτατορία: «Yπάρχει κύριοι συνάδελφοι πλήρης σύγχυσις και υπάρχει πλήρης ασάφεια εις τον ορίζοντα αυτήν την ώραν. Eγώ ένα πράγμα έχω να είπω. H λύσις την οποίαν απαιτούν αι περιστάσεις είναι να ψηφισθεί μια ώρα αρχήτερα ο εκλογικός νόμος και να προχωρήσωμε ταχύτατα προς τας εκλογάς. Οιαδήποτε άλλη εξέλιξις θα είναι επικίνδυνος. Eγώ δεν έχω το αίσθημα ότι εισήλθωμεν εις την τελικήν ευθείαν και ότι βαδίζομεν προς τας εκλογάς».
Εν κατακλείδι, είναι γεγονός πως ο Γ. Παπανδρέου, πιεζόμενος από τον Ανδρέα- ο οποίος είχε υιοθετήσει μια ακραία αντιβασιλική ρητορική, στοχεύοντας σε μια νέα αντιμοναρχική πλειοψηφική παράταξη σε συνεργασία με την ΕΔΑ-οδηγήθηκε σε μια σύγκρουση με το Παλάτι η οποία δεν μπορούσε να έχει ευτυχή κατάληξη, δεδομένου του συσχετισμού δυνάμεων εκείνη την εποχή.
Ο Κ. Μητσοτάκης σήκωσε το βάρος της διαφωνίας εκείνη την κρίσιμη στιγμή, ένα βάρος που του κόστισε μεν πολιτικά, αλλά που ωστόσο τον ανέδειξε σαν πολιτική ηγέτη που δεν υπολογίζει το πολιτικό κόστος, προκειμένου να υπερασπίσει μια πολιτική στάση που εκείνος θεωρούσε σωστή.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια