Γράφει ο Αλέξανδρος Τάρκας
Η πρωτοφανής ως προς τη διάρκεια (και όχι μόνον ως προς την ουσία της τουρκικής απειλής) ένταση στο Αιγαίο είναι ακόμα άγνωστο αν θα οδηγήσει σε σύντομο επεισόδιο ή σε μια μείζονα, θερμή κρίση, που θα σφραγίσει την πορεία των σχέσεων Αθήνας - Άγκυρας για πολλά χρόνια.
Κανένας σοβαρός πολιτικός, διπλωμάτης, στρατιωτικός ή αναλυτής δεν μπορεί να προβλέψει τις εξελίξεις των επόμενων εβδομάδων ή μηνών, καθώς είναι σαφές ότι ο απειλών Ερντογάν ζυγίζει όλα τα ενδεχόμενα και δεν έχει καταλήξει στην πλέον συμφέρουσα για τον ίδιο επιλογή.
Πρόκειται λίγο-πολύ για δίλημμα που αντιμετώπισαν (έστω κι αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, χωρίς διολίσθηση προς τον ισλαμισμό και χωρίς ένοπλες κρίσεις με τους Κούρδους και τη Συρία) και ο Σ. Ντεμιρέλ, παραβιάζοντας με το «Χόρα» την ελληνική υφαλοκρηπίδα το 1976, και οι Κ. Εβρέν και Τ. Οζάλ με το «Σισμίκ» το 1987 και η Τ. Τσιλέρ με τα Ιμια το 1996. Ταυτόχρονα, όπως και στις τρεις προηγούμενες κρίσεις, η συγκέντρωση τόσο μεγάλων αεροπορικών και ναυτικών δυνάμεων σε τόσο μικρό χώρο αυξάνει τις πιθανότητες δυστυχήματος ή κλιμάκωσης μιας συνήθους αναχαίτισης στον εναέριο χώρο ή στα χωρικά ύδατά μας.
Ωστόσο, το νέο στοιχείο, που ίσως χαρακτηρίσει μια πιθανή «κρίση του 2017», είναι η έλλειψη σοβαρού μεσολαβητή ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Αν και, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά, οι έξωθεν μεσολαβήσεις δεν ήταν πάντα θετικές (ή, για να είμαστε ειλικρινείς, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να τις αξιοποιήσουν), ο λεγόμενος «ξένος παράγοντας» κατάφερνε, τουλάχιστον, να συγκρατήσει κάπως την κατάσταση. Την κρίσιμη στιγμή συνέβαλε στην αποτροπή αιματοχυσίας και ήταν πλέον ευθύνη της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης οι περαιτέρω διπλωματικές εξελίξεις.
Οι κυβερνήσεις των Κ. Καραμανλή και Γ. Ράλλη συζήτησαν μεν (1976-1981) επί του Πρακτικού της Βέρνης (πλαίσιο διαλόγου και αποχή από παρενοχλήσεις), αλλά απέφυγαν την παγίδα και το έγγραφο κατέστη ανενεργό, καθώς δεν υπήρξε πρόοδος για συνυποσχετικό στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αντίθετα, ενώ ο Ανδρ. Παπανδρέου απεδείχθη δεξιοτέχνης στους χειρισμούς κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1987, τελικά δεσμεύτηκε σε αποχή από έρευνες για κοιτάσματα πετρελαίου σε «αμφισβητούμενες» περιοχές, αν και είναι ελληνικές.
Οι δε Κ. Σημίτης και Θ. Πάγκαλος, αφενός, απεδείχθησαν ανεπαρκείς χειριστές το βράδυ των Ιμίων και, αφετέρου (αφού ανάσαναν ότι γλίτωσαν τη χώρα από συνολικές διαπραγματεύσεις για το Αιγαίο), δεν πήραν είδηση τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών», που πρωτοπαρουσιάστηκε τρεις μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1996, κι έκτοτε ταλαιπωρεί τη χώρα. Η σχετική βελτίωση με τη Συμφωνία του Ελσίνκι του 1999, που όριζε ότι τα υποψήφια κράτη στην Ε.Ε. πρέπει να φέρουν ενώπιον της Χάγης τις διαφορές που επικαλούνται έναντι κρατών-μελών, ήταν χρήσιμη, αλλά μόνον όσο η Τουρκία όντως ενδιαφέρεται να ενταχθεί στην Ευρώπη.
Σήμερα το πρόβλημα για την Ελλάδα δεν είναι τι θα προτείνει ο ξένος μεσολαβητής σε ώρα κρίσης, αλλά ότι ίσως δεν θα υπάρξει καν μεσολαβητής! Οι τελευταίες πληροφορίες διπλωματικών πηγών αναφέρουν ότι ο πρόεδρος Ερντογάν ομιλεί περιφρονητικά για τους Ευρωπαίους (πιθανούς παρεμβαίνοντες) Ζ. Γιούνκερ και Ντ. Τουσκ. Ταυτόχρονα, η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ φέρεται ότι συνάντησε «τοίχο» και την πάγια διπλωματική απάντηση «κατανοώ τι λέτε», όταν προ μηνός συζήτησε με τον Τούρκο πρόεδρο την ανάγκη σταθερότητας στο Αιγαίο.
Και η Ουάσινγκτον, που όντως παρενέβη πρόσφατα προς την Αγκυρα, έλαβε ασυνήθιστα σκληρές απαντήσεις περί ελληνικών προκλήσεων μαζί με άλλα σχόλια που επιτείνουν τις ανησυχίες για την επιλογή Ερντογάν να αποξενωθεί από τον δυτικό κόσμο. Κοινώς, θα είμαστε μόνοι.
* Ο Αλέξανδρος Τάρκας είναι εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Κανένας σοβαρός πολιτικός, διπλωμάτης, στρατιωτικός ή αναλυτής δεν μπορεί να προβλέψει τις εξελίξεις των επόμενων εβδομάδων ή μηνών, καθώς είναι σαφές ότι ο απειλών Ερντογάν ζυγίζει όλα τα ενδεχόμενα και δεν έχει καταλήξει στην πλέον συμφέρουσα για τον ίδιο επιλογή.
Πρόκειται λίγο-πολύ για δίλημμα που αντιμετώπισαν (έστω κι αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, χωρίς διολίσθηση προς τον ισλαμισμό και χωρίς ένοπλες κρίσεις με τους Κούρδους και τη Συρία) και ο Σ. Ντεμιρέλ, παραβιάζοντας με το «Χόρα» την ελληνική υφαλοκρηπίδα το 1976, και οι Κ. Εβρέν και Τ. Οζάλ με το «Σισμίκ» το 1987 και η Τ. Τσιλέρ με τα Ιμια το 1996. Ταυτόχρονα, όπως και στις τρεις προηγούμενες κρίσεις, η συγκέντρωση τόσο μεγάλων αεροπορικών και ναυτικών δυνάμεων σε τόσο μικρό χώρο αυξάνει τις πιθανότητες δυστυχήματος ή κλιμάκωσης μιας συνήθους αναχαίτισης στον εναέριο χώρο ή στα χωρικά ύδατά μας.
Ωστόσο, το νέο στοιχείο, που ίσως χαρακτηρίσει μια πιθανή «κρίση του 2017», είναι η έλλειψη σοβαρού μεσολαβητή ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Αν και, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά, οι έξωθεν μεσολαβήσεις δεν ήταν πάντα θετικές (ή, για να είμαστε ειλικρινείς, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να τις αξιοποιήσουν), ο λεγόμενος «ξένος παράγοντας» κατάφερνε, τουλάχιστον, να συγκρατήσει κάπως την κατάσταση. Την κρίσιμη στιγμή συνέβαλε στην αποτροπή αιματοχυσίας και ήταν πλέον ευθύνη της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης οι περαιτέρω διπλωματικές εξελίξεις.
Οι κυβερνήσεις των Κ. Καραμανλή και Γ. Ράλλη συζήτησαν μεν (1976-1981) επί του Πρακτικού της Βέρνης (πλαίσιο διαλόγου και αποχή από παρενοχλήσεις), αλλά απέφυγαν την παγίδα και το έγγραφο κατέστη ανενεργό, καθώς δεν υπήρξε πρόοδος για συνυποσχετικό στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αντίθετα, ενώ ο Ανδρ. Παπανδρέου απεδείχθη δεξιοτέχνης στους χειρισμούς κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1987, τελικά δεσμεύτηκε σε αποχή από έρευνες για κοιτάσματα πετρελαίου σε «αμφισβητούμενες» περιοχές, αν και είναι ελληνικές.
Οι δε Κ. Σημίτης και Θ. Πάγκαλος, αφενός, απεδείχθησαν ανεπαρκείς χειριστές το βράδυ των Ιμίων και, αφετέρου (αφού ανάσαναν ότι γλίτωσαν τη χώρα από συνολικές διαπραγματεύσεις για το Αιγαίο), δεν πήραν είδηση τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών», που πρωτοπαρουσιάστηκε τρεις μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1996, κι έκτοτε ταλαιπωρεί τη χώρα. Η σχετική βελτίωση με τη Συμφωνία του Ελσίνκι του 1999, που όριζε ότι τα υποψήφια κράτη στην Ε.Ε. πρέπει να φέρουν ενώπιον της Χάγης τις διαφορές που επικαλούνται έναντι κρατών-μελών, ήταν χρήσιμη, αλλά μόνον όσο η Τουρκία όντως ενδιαφέρεται να ενταχθεί στην Ευρώπη.
Σήμερα το πρόβλημα για την Ελλάδα δεν είναι τι θα προτείνει ο ξένος μεσολαβητής σε ώρα κρίσης, αλλά ότι ίσως δεν θα υπάρξει καν μεσολαβητής! Οι τελευταίες πληροφορίες διπλωματικών πηγών αναφέρουν ότι ο πρόεδρος Ερντογάν ομιλεί περιφρονητικά για τους Ευρωπαίους (πιθανούς παρεμβαίνοντες) Ζ. Γιούνκερ και Ντ. Τουσκ. Ταυτόχρονα, η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ φέρεται ότι συνάντησε «τοίχο» και την πάγια διπλωματική απάντηση «κατανοώ τι λέτε», όταν προ μηνός συζήτησε με τον Τούρκο πρόεδρο την ανάγκη σταθερότητας στο Αιγαίο.
Και η Ουάσινγκτον, που όντως παρενέβη πρόσφατα προς την Αγκυρα, έλαβε ασυνήθιστα σκληρές απαντήσεις περί ελληνικών προκλήσεων μαζί με άλλα σχόλια που επιτείνουν τις ανησυχίες για την επιλογή Ερντογάν να αποξενωθεί από τον δυτικό κόσμο. Κοινώς, θα είμαστε μόνοι.
* Ο Αλέξανδρος Τάρκας είναι εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια