Σε εξέλιξη βρίσκεται το σχέδιο για τη δημιουργία του Ολοκληρωμένου Κέντρου Ερευνών για τον Καρκίνο της Αθήνας (Athens Comprehensive Cancer Center - ACCC) κατά τα διεθνή πρότυπα. Βασικό εμπόδιο για την υλοποίηση του φιλόδοξου αυτού εγχειρήματος είναι η χρηματοδότηση, καθώς θα χρειαστούν 10 έως 15 εκατομμύρια ευρώ, σε βάθος τριετίας.
Όπως ανέφερε κατά τη διάρκεια ημερίδας σήμερα στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, ο πρόεδρος του ΕΙΕ Βασίλης Γρηγορίου «τα χρήματα αυτά μπορούν να καταβληθούν σταδιακά, μετά από ένα αρχικό ποσό, ενός έως δύο εκατομμυρίων ευρώ, για να ξεκινήσει το εγχείρημα. Στην παρούσα φάση όμως αναζητούνται ακόμη τα πρώτα κονδύλια από διάφορες πηγές χρηματοδότησης (κράτος, περιφέρεια Αττικής, ΕΕ, ιδιώτες κ.α.)».
«Ένα τέτοιο Κέντρο είναι κάτι που λείπει από μια μητρόπολη όπως η Αθήνα» εξήγησε ο πρόεδρος του ΕΙΕ αλλά παραδέχθηκε ότι «όπως και η Ρώμη άλλωστε, ασφαλώς δεν θα κτισθεί αμέσως».
Ολοκληρωμένα Κέντρα Έρευνας για το Καρκίνο (Comprehensive Cancer Research Centers (CCRC) σήμερα υπάρχουν 169, από τα οποία 100 στην Ευρώπη και 69 στις ΗΠΑ.
Ο αναπληρωτής υπουργός Έρευνας, Κώστας Φωτάκης, που χαιρέτισε την εκδήλωση, εξέφρασε την υποστήριξή του στο σχέδιο, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων, ότι το Κέντρο θα αποτελέσει αντίβαρο στη «διαρροή εγκεφάλων», παρέχοντας νέες ευκαιρίες για τους Έλληνες ερευνητές.
Το διεπιστημονικό Κέντρο θα συντονίζει και θα συνδυάζει τις προσπάθειες ερευνητικών κέντρων και νοσοκομείων στο Λεκανοπέδιο της Αττικής. Θα φέρει έτσι πιο κοντά τη βιοϊατρική έρευνα και την κλινική πρακτική στο πεδίο του καρκίνου, μια συνεργασία στην οποία υστερεί η χώρα μας, παρόλο που ξεχωριστά υπάρχουν τόσο ερευνητές όσο και γιατροί που διακρίνονται για το σημαντικό έργο τους. Το Κέντρο θα ενισχύσει τη λεγόμενη «μεταφραστική» έρευνα, η οποία «μεταφράζει» τις ανακαλύψεις των ερευνητικών εργαστηρίων, σε οφέλη για τους ασθενείς στα νοσοκομεία.
Τον αρχικό συντονισμό της προσπάθειας έχει αναλάβει το Ινστιτούτο Βιολογίας, Φαρμακευτικής Χημείας και Βιοτεχνολογίας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, με επικεφαλής τον διευθυντή του Αλέξανδρο Πίντζα, που θα εστιαστεί στις προκλινικές μελέτες νέων φαρμάκων. Θα συμμετάσχουν επίσης, ο «Δημόκριτος» με το Εργαστήριο Μοριακής Διαγνωστικής και Κυτταρογενετικής, για τη γενετική ανάλυση των κληρονομικών καρκίνων (με υπεύθυνο τον Δρακούλη Γιαννουκάκο, ο οποίος ήταν εκ των πρωτεργατών της προσπάθειας μαζί με τον κ. Πίντζα), η Σχολή Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών και η Ιατρική Σχολή Αθηνών, με τις πανεπιστημιακές κλινικές ορισμένων δημόσιων νοσοκομείων: Αλεξάνδρα (καρκίνοι ουροποιητικού και γεννητικού συστήματος, λευχαιμίες, γυναικολογικοί), Άγιος Σάββας (καρκίνοι μαστού, εντέρου, πνευμόνων, μελάνωμα), Παίδων Αγία Σοφία (παιδιατρικοί καρκίνοι), Αττικόν (καρκίνοι κεφαλής και λαιμού), Γ. Γεννηματάς (καρκίνοι εντέρου, θυρεοειδούς, επινεφριδικών αδένων). Επιπροσθέτως, ελληνικές εταιρείες φαρμακευτικής, βιοτεχνολογίας, διάγνωσης του καρκίνου και βιοπληροφορικής, έχουν ήδη εκδηλώσει πρόθεση να συνεργασθούν με το Κέντρο.
Να σημειωθεί ότι, τα ερευνητικά εργαστήρια στην Αθήνα αναπτύσσουν ήδη νέες διαγνωστικές και προγνωστικές μεθόδους, αναλύουν και αξιοποιούν δείκτες πρόβλεψης της ανταπόκρισης σε στοχευμένες εξατομικευμένες θεραπείες, βελτιώνουν τα υφιστάμενα και αναπτύσσουν νέα δυνητικά φάρμακα μέσω χημικής σύνθεσης. Το υπό ανάπτυξη Κέντρο θα έχει ως στόχο να συμβάλει στη μεταφορά αυτής της ερευνητικής γνώσης σε δημόσια νοσοκομεία.
Σε πρώτη φάση το κέντρο θα έχει μια πιο περιορισμένη και «εικονική» υπόσταση (virtual), αναλαμβάνοντας τον οργανωτικό και συντονιστικό ρόλο, ενώ σε επόμενο στάδιο -και εφόσον βρεθούν τα αναγκαία χρήματα- σχεδιάζεται να αποκτήσει τη δική του ανεξάρτητη κτιριακή και επιστημονική-τεχνολογική υποδομή.
Το εγχείρημα στηρίζει με την οργανωτική εμπειρία του το Γερμανικό Κέντρο Ερευνών για τον Καρκίνο (DKFZ) στη Χαϊδελβέργη, στελέχη και επιστήμονες του οποίου -μεταξύ των οποίων ο επί πολλά έτη διευθυντής του DKFZ, νομπελίστας καθηγητής, Χάραλντ τσουρ Χάουζεν (Νόμπελ Φυσιολογίας/Ιατρικής 2008), ο οποίος αποδέχθηκε να συμμετάσχει στο συμβουλευτικό επιστημονικό συμβούλιο του νεοσύστατου Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ).
Περαιτέρω, η γερμανική πλευρά προσφέρεται να παρέχει τεχνογνωσία για την οργάνωση και τη διαχείριση του Κέντρου, καθώς επίσης διευκολύνσεις για ανταλλαγές επιστημόνων, χωρίς να αποκλείεται και μια -όχι μεγάλη- χρηματοδοτική στήριξη. Τέλος, στο εγχείρημα εμπλέκεται άμεσα η Ελληνίδα καθηγήτρια, Αντωνία Δημητρακοπούλου-Στράους του Πανεπιστημίου της Χαϊλδεβέργης και του Γερμανικού Κέντρου Ερευνών για τον Καρκίνο.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Όπως ανέφερε κατά τη διάρκεια ημερίδας σήμερα στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, ο πρόεδρος του ΕΙΕ Βασίλης Γρηγορίου «τα χρήματα αυτά μπορούν να καταβληθούν σταδιακά, μετά από ένα αρχικό ποσό, ενός έως δύο εκατομμυρίων ευρώ, για να ξεκινήσει το εγχείρημα. Στην παρούσα φάση όμως αναζητούνται ακόμη τα πρώτα κονδύλια από διάφορες πηγές χρηματοδότησης (κράτος, περιφέρεια Αττικής, ΕΕ, ιδιώτες κ.α.)».
«Ένα τέτοιο Κέντρο είναι κάτι που λείπει από μια μητρόπολη όπως η Αθήνα» εξήγησε ο πρόεδρος του ΕΙΕ αλλά παραδέχθηκε ότι «όπως και η Ρώμη άλλωστε, ασφαλώς δεν θα κτισθεί αμέσως».
Ολοκληρωμένα Κέντρα Έρευνας για το Καρκίνο (Comprehensive Cancer Research Centers (CCRC) σήμερα υπάρχουν 169, από τα οποία 100 στην Ευρώπη και 69 στις ΗΠΑ.
Ο αναπληρωτής υπουργός Έρευνας, Κώστας Φωτάκης, που χαιρέτισε την εκδήλωση, εξέφρασε την υποστήριξή του στο σχέδιο, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων, ότι το Κέντρο θα αποτελέσει αντίβαρο στη «διαρροή εγκεφάλων», παρέχοντας νέες ευκαιρίες για τους Έλληνες ερευνητές.
Το διεπιστημονικό Κέντρο θα συντονίζει και θα συνδυάζει τις προσπάθειες ερευνητικών κέντρων και νοσοκομείων στο Λεκανοπέδιο της Αττικής. Θα φέρει έτσι πιο κοντά τη βιοϊατρική έρευνα και την κλινική πρακτική στο πεδίο του καρκίνου, μια συνεργασία στην οποία υστερεί η χώρα μας, παρόλο που ξεχωριστά υπάρχουν τόσο ερευνητές όσο και γιατροί που διακρίνονται για το σημαντικό έργο τους. Το Κέντρο θα ενισχύσει τη λεγόμενη «μεταφραστική» έρευνα, η οποία «μεταφράζει» τις ανακαλύψεις των ερευνητικών εργαστηρίων, σε οφέλη για τους ασθενείς στα νοσοκομεία.
Τον αρχικό συντονισμό της προσπάθειας έχει αναλάβει το Ινστιτούτο Βιολογίας, Φαρμακευτικής Χημείας και Βιοτεχνολογίας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, με επικεφαλής τον διευθυντή του Αλέξανδρο Πίντζα, που θα εστιαστεί στις προκλινικές μελέτες νέων φαρμάκων. Θα συμμετάσχουν επίσης, ο «Δημόκριτος» με το Εργαστήριο Μοριακής Διαγνωστικής και Κυτταρογενετικής, για τη γενετική ανάλυση των κληρονομικών καρκίνων (με υπεύθυνο τον Δρακούλη Γιαννουκάκο, ο οποίος ήταν εκ των πρωτεργατών της προσπάθειας μαζί με τον κ. Πίντζα), η Σχολή Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών και η Ιατρική Σχολή Αθηνών, με τις πανεπιστημιακές κλινικές ορισμένων δημόσιων νοσοκομείων: Αλεξάνδρα (καρκίνοι ουροποιητικού και γεννητικού συστήματος, λευχαιμίες, γυναικολογικοί), Άγιος Σάββας (καρκίνοι μαστού, εντέρου, πνευμόνων, μελάνωμα), Παίδων Αγία Σοφία (παιδιατρικοί καρκίνοι), Αττικόν (καρκίνοι κεφαλής και λαιμού), Γ. Γεννηματάς (καρκίνοι εντέρου, θυρεοειδούς, επινεφριδικών αδένων). Επιπροσθέτως, ελληνικές εταιρείες φαρμακευτικής, βιοτεχνολογίας, διάγνωσης του καρκίνου και βιοπληροφορικής, έχουν ήδη εκδηλώσει πρόθεση να συνεργασθούν με το Κέντρο.
Να σημειωθεί ότι, τα ερευνητικά εργαστήρια στην Αθήνα αναπτύσσουν ήδη νέες διαγνωστικές και προγνωστικές μεθόδους, αναλύουν και αξιοποιούν δείκτες πρόβλεψης της ανταπόκρισης σε στοχευμένες εξατομικευμένες θεραπείες, βελτιώνουν τα υφιστάμενα και αναπτύσσουν νέα δυνητικά φάρμακα μέσω χημικής σύνθεσης. Το υπό ανάπτυξη Κέντρο θα έχει ως στόχο να συμβάλει στη μεταφορά αυτής της ερευνητικής γνώσης σε δημόσια νοσοκομεία.
Σε πρώτη φάση το κέντρο θα έχει μια πιο περιορισμένη και «εικονική» υπόσταση (virtual), αναλαμβάνοντας τον οργανωτικό και συντονιστικό ρόλο, ενώ σε επόμενο στάδιο -και εφόσον βρεθούν τα αναγκαία χρήματα- σχεδιάζεται να αποκτήσει τη δική του ανεξάρτητη κτιριακή και επιστημονική-τεχνολογική υποδομή.
Το εγχείρημα στηρίζει με την οργανωτική εμπειρία του το Γερμανικό Κέντρο Ερευνών για τον Καρκίνο (DKFZ) στη Χαϊδελβέργη, στελέχη και επιστήμονες του οποίου -μεταξύ των οποίων ο επί πολλά έτη διευθυντής του DKFZ, νομπελίστας καθηγητής, Χάραλντ τσουρ Χάουζεν (Νόμπελ Φυσιολογίας/Ιατρικής 2008), ο οποίος αποδέχθηκε να συμμετάσχει στο συμβουλευτικό επιστημονικό συμβούλιο του νεοσύστατου Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ).
Περαιτέρω, η γερμανική πλευρά προσφέρεται να παρέχει τεχνογνωσία για την οργάνωση και τη διαχείριση του Κέντρου, καθώς επίσης διευκολύνσεις για ανταλλαγές επιστημόνων, χωρίς να αποκλείεται και μια -όχι μεγάλη- χρηματοδοτική στήριξη. Τέλος, στο εγχείρημα εμπλέκεται άμεσα η Ελληνίδα καθηγήτρια, Αντωνία Δημητρακοπούλου-Στράους του Πανεπιστημίου της Χαϊλδεβέργης και του Γερμανικού Κέντρου Ερευνών για τον Καρκίνο.
Πηγή: health.in.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια