Κύπρος και Ελλάδα πρέπει να χαράξουν νέα στρατηγική απέναντι σε μια νευρική Τουρκία
Γράφει ο Σάββας Καλεντερίδης
|
Κι αυτό γιατί ήταν και παραμένει πεποίθησή μας ότι οι εξελίξεις εκεί θα επηρεάσουν και τα ελληνικά πράγματα, στην Κύπρο, στο Αιγαίο, στη Θράκη και όχι μόνο.
Ήδη φάνηκε όχι στον ορίζοντα αλλά στο κατώφλι μας το πρώτο αποτέλεσμα των εξελίξεων που επισυμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας.
Η Ελλάδα το 1995 εγκατέλειψε την πολιτική των βέτο απέναντι στην Τουρκία, μια πολιτική που τηρούσαν με ευλάβεια και απαρέγκλιτα όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1981, οπότε η Ελλάδα έγινε το 12ο μέλος της τότε ΕΟΚ.
Τότε, το 1996, η Ελλάδα ήρε το βέτο για την υπογραφή της Συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία, με το εξής αντάλλαγμα: Πείστηκε η κυβέρνηση της Τανσού Τσιλέρ να μην παρεμποδίσει την απόφαση, τον Μάρτιο του 1995, του
Συμβουλίου Υπουργών της Ε.Ε., με την οποία τοποθέτησε την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Κύπρο έξι μήνες μετά την ολοκλήρωση της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 1996.
Σημειωτέον ότι η Τουρκία, με βάση τη Συνθήκη Εγγυήσεων, θεωρητικά θα μπορούσε να παρεμποδίσει την είσοδο της Κύπρου σε διεθνή οργανισμό στον οποίο η ίδια δεν είναι μέλος.
Η απόφαση αυτή της Ελλάδας να εγκαταλείψει την πολιτική των βέτο απέναντι στην Τουρκία ήταν μέρος ευρύτερης στρατηγικής, που κινούνταν σε δύο αλληλεξαρτώμενα επίπεδα. Το ένα ήταν η είσοδος της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., που θεωρούνταν στρατηγικός στόχος για τον Ελληνισμό. Το άλλο επίπεδο ήταν η στόχευση να αντιμετωπιστούν με έναν εναλλακτικό τρόπο οι διεκδικήσεις και η επιθετικότητα της Τουρκίας, και αυτός ήταν οι Βρυξέλλες.
Στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτής ακολουθούσε η Συμφωνία του Ελσίνκι, το 1999, όπου συμφωνήθηκε ότι η Ελλάδα θα άρει το βέτο και θα υποστηρίξει τις προσπάθειες της Τουρκίας για ένταξη στην Ε.Ε. Για να άρει το βέτο πήρε ως αντάλλαγμα την είσοδο της Κύπρου στην Ε.Ε. µε το επόμενο κύμα διεύρυνσης, ανεξάρτητα αν θα έχει επιλυθεί το Κυπριακό, και την πρόβλεψη, εάν οι διμερείς προσπάθειες επίλυσης των όποιων «ελληνοτουρκικών διαφορών» δεν στέφονταν με επιτυχία ως τον Δεκέμβριο του 2004, ότι οι δύο χώρες θα συμφωνούσαν να καταφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Αυτή ήταν η στρατηγική της Ελλάδας και της Κύπρου, που είχε ως στόχο την επίλυση του Κυπριακού αλλά και των άλλων «ελληνοτουρκικών διαφορών», με κύριο μοχλό τις υποχρεώσεις προσαρμογής της Τουρκίας στα Κριτήρια της Κοπεγχάγης και στις άλλες απαιτήσεις της Ε.Ε., για το άνοιγμα των 35 κεφαλαίων της ενταξιακής διαδικασίας.
Ανεξαρτήτως αν ήταν αποτελεσματική ή όχι, αυτή ήταν μια στρατηγική που καθόρισε την εξωτερική πολιτική της Λευκωσίας και της Αθήνας επί περίπου 20 χρόνια.
Όμως, οι προαναφερθείσες εξελίξεις στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας και στο Κουρδικό γενικότερα έχουν αναγκάσει την Τουρκία να αλλάξει προτεραιότητες στην εξωτερική πολιτική της. Οι συλλήψεις βουλευτών και εκλεγμένων δημάρχων από το τουρκικό κράτος, η εισβολή στο έδαφος της Συρίας και του Ιράκ, οι απειλές για αναθεώρηση βασικών συνθηκών, όπως εκείνη της Λωζάννης, αποτελούν απόδειξη ότι η ευρωπαϊκή προοπτική δεν αποτελεί πλέον ένα θέλγητρο, που θα μπορούσε να υποχρεώσει την κυβέρνηση της Άγκυρας να προβεί σε υποχωρήσεις και προσαρμογές, οι οποίες θα ικανοποιούσαν έστω κατ’ ελάχιστον τις ελληνικές προσδοκίες, με βάση την προαναφερθείσα στρατηγική.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι Κύπρος και Ελλάδα είναι μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, αυτό της χρεοκοπίας της παλιάς και της επιλογής μιας νέας στρατηγικής, για την αντιμετώπιση μιας νευρικής Τουρκίας, που φαίνεται διατεθειμένη να κάνει ρήξεις με όλους, μικρούς και μεγάλους, και να ανοίξει όλα τα μέτωπα…
Τα πράγματα είναι δύσκολα και απαιτούνται βαθιά περίσκεψη, οξύνοια και γεωπολιτική οξυδέρκεια…
Την Κυριακή, περισσότερα για το μαλακό υπογάστριο, για να κατανοήσουμε καλύτερα τη νευρικότητα Ερντογάν…
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια