Γράφει ο Ceteris Paribus
Το προχθεσινό κυβερνητικό ρεπορτάζ, βασισμένο προφανώς σε διαρροές, αποκατέστησε την «αίσθηση του μέτρου» όσον αφορά τις κυβερνητικές επιδιώξεις.
Οι στόχοι της κυβέρνησης είναι, λοιπόν, η γρήγορη ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης,
η ενεργοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, η εκκίνηση της συζήτησης για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα και η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Όσο για τη συμμετοχή ή όχι του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, ο νέος υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης κ. Παπαδημητρίου, καλός γνώστης των πραγμάτων στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, δήλωσε ότι η Ελλάδα θέλει να παραμείνει στο πρόγραμμα, αλλά πρέπει να το θέλει και το Ταμείο…
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Το προχθεσινό κυβερνητικό ρεπορτάζ, βασισμένο προφανώς σε διαρροές, αποκατέστησε την «αίσθηση του μέτρου» όσον αφορά τις κυβερνητικές επιδιώξεις.
Οι στόχοι της κυβέρνησης είναι, λοιπόν, η γρήγορη ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης,
η ενεργοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, η εκκίνηση της συζήτησης για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα και η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Όσο για τη συμμετοχή ή όχι του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, ο νέος υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης κ. Παπαδημητρίου, καλός γνώστης των πραγμάτων στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, δήλωσε ότι η Ελλάδα θέλει να παραμείνει στο πρόγραμμα, αλλά πρέπει να το θέλει και το Ταμείο…
Αποκαθίσταται λοιπόν, κατ’ αρχάς, η πραγματική διάσταση των πραγμάτων. Η «πολιτική διαπραγμάτευση» είναι, ιδιαίτερα στη συγκυρία ύστερα από τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές για την αμερικανική προεδρία, το πιο σύντομο ανέκδοτο. Για τρεις λόγους που θα έπρεπε να είναι προφανείς για όλους:
Πρώτο, διότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δοκίμασε την πολιτική διαπραγμάτευση και από την όψη και από την κόψη το πρώτο εξάμηνο του 2015, σε συνθήκες απείρως πιο ευνοϊκές σε σχέση με σήμερα, με το γνωστό αποτέλεσμα. Την υπαινίχθηκε για δεύτερη φορά, αλλά χωρίς να τη δοκιμάσει καν, στη διάρκεια της διαπραγμάτευσης για την πρώτη αξιολόγηση τον περσινό χειμώνα – ξανά με τα γνωστά αποτελέσματα. Ιδίως η κυβέρνηση, περισσότερο από τον καθένα από μας, πρέπει να γνωρίζει πλέον πολύ καλά πως δεν υπάρχει κανείς στην άλλη πλευρά διαθέσιμος για πολιτική διαπραγμάτευση – κανείς απολύτως.
Δεύτερο, η ίδια η κυβέρνηση έχει πολύ λιγότερες -για να μην πούμε ανύπαρκτες- αντοχές για να ρισκάρει τα πάντα. Τον Ιούλιο του 2015 μπορούσε να ελπίζει ότι θα υποστηριχτεί από τα κοινωνικά της στηρίγματα και θα αξιοποιήσει την αποδοχή της κοινωνίας. Σήμερα, ύστερα από τόσα «ναι σε όλα» και με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν πολιτική κατάρρευση, έχει απολέσει κάθε κοινωνικό έρεισμα για να αναλάβει επικίνδυνα ρίσκα. Εκτός αν προχωρήσει σε τυφλό τυχοδιωκτισμό του τύπου «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων»…
Τρίτο και κυριότερο, το οικονομικό και πολιτικό ρίσκο που αντιπροσωπεύει η Ελλάδα σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο έχει μειωθεί εξαιρετικά σε σχέση με το καλοκαίρι του 2015, ακόμη και σε σχέση με το χειμώνα του 2015, αφενός επειδή νέοι, πολύ σημαντικότεροι κίνδυνοι έχουν εμφανιστεί και αφετέρου επειδή η προεδρία Τραμπ υποβαθμίζει την «παγκοσμιοποιητική» διάσταση της πολιτικής των ισχυρών της Ευρώπης και του κόσμου. Όποιος δεν έχει καταλάβει ότι οι ευρωπαϊκές καγκελαρίες ασχολούνται ελάχιστα με την Ελλάδα και πολύ περισσότερο με το ιταλικό δημοψήφισμα, τις αυστριακές προεδρικές εκλογές και την εκλογή του κ. Φιγιόν ως υποψηφίου της Δεξιάς για τις γαλλικές προεδρικές εκλογές, πρέπει να ζει στο δικό του κόσμο…
Βεβαίως, κανείς στην Ευρώπη δεν πάει γυρεύοντας να προκαλέσει συνειδητά ένα ελληνικό «ατύχημα» σε μια τόσο λεπτή συγκυρία. Αλλά -και ως προς τούτο η συγκυρία έχει αλλάξει δραστικά- πολλοί είναι αυτοί που θα προτιμήσουν χωρίς συζήτηση το «ατύχημα» παρά να αφήσουν έστω και ελάχιστο χώρο στην «πολιτική διαπραγμάτευση».
Οι εξελίξεις έχουν ακυρώσει και την τελευταία εκδοχή «πολιτικής φυγής», δηλαδή την ολοκληρωτική στήριξη στο ΔΝΤ και στις ΗΠΑ για μια μείζονα ρήξη με τη «γερμανική» Ευρώπη. Η πολιτική των ΗΠΑ σε σχέση με την Ελλάδα και το ελληνικό «πρόβλημα» υπό την προεδρία Τραμπ είναι πολύ «θολό» σημείο, και όσα είναι ήδη γνωστά είναι τουλάχιστον αποθαρρυντικά. Ο Ντόναλντ Τραμπ, προεκλογικά, έδειξε να μη συμμερίζεται όχι μόνο τις ιδέες της παγκοσμιοποίησης γενικά αλλά και το έντονο ενδιαφέρον της πολιτικής του προκατόχου του για την Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι υπόθεση της Γερμανίας ή της… Ρωσίας, είχε δηλώσει…
Η εκλογή Τραμπ κάνει, για πρώτη φορά ουσιαστικά και όχι με όρους δημοσιογραφικού εντυπωσιασμού, ρεαλιστικό το ενδεχόμενο μη συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα με πλήρη τρόπο, δηλαδή με συμμετοχή και στη χρηματοδότηση, άρα και με πλήρεις απαιτήσεις. Η ιδέα ότι οι «δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης» (από τη Μέρκελ έως τη Λαγκάρντ) ίσως αξιοποιήσουν το διάστημα έως την ορκωμοσία του νέου Αμερικανού προέδρου για να δημιουργήσουν «τετελεσμένα» κατά του «απομονωτισμού» που αυτός θα φέρει στην αμερικανική πολιτική για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, ίσως αποδειχτεί μια επιπόλαιη ιδέα. Ο Τραμπ και η νέα αμερικανική πολιτική που φέρνει στα παγκόσμια πράγματα, δεν μπορεί να παρακαμφθεί – κι αυτό ισχύει από σήμερα!
Υπ’ αυτό το πρίσμα, ίσως είναι δηλωτικό εξελίξεων το γεγονός ότι ο πιο «εσωστρεφής» υπουργός της κυβέρνησης, ο κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου, καλός γνώστης όπως προείπαμε των πραγμάτων στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, έκανε χθες διαδοχικές δηλώσεις για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Το δικό μας συμπέρασμα είναι ότι σε κάθε περίπτωση το ζήτημα αυτό «παίζει» σοβαρά. Αυτό είναι ίσως και το μόνο ψήγμα «πολιτικής διαπραγμάτευσης» που υπάρχει στην υπόθεση της δεύτερης αξιολόγησης. Χωρίς το ΔΝΤ η Ελλάδα θα πάρει τα ελάχιστα για το χρέος, αλλά σε «αντάλλαγμα» δεν θα επιβαρυνθεί με τόσο θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα και τόσο επαχθείς ρυθμίσεις στα εργασιακά…
Ό,τι κι αν συμβεί πάντως, θα το αποφασίσουν άλλοι και όχι η κυβέρνηση Τσίπρα. Η οποία ασφαλώς διατηρεί τη δυνατότητα να αποδράσει με εκλογές, που μετά βεβαιότητος θα φέρουν ένα κάποιο «μπάχαλο», αλλά κυρίως για την Ελλάδα και πολύ δευτερευόντως για την Ευρώπη. Αν στις 4 Δεκεμβρίου, στο ιταλικό δημοψήφισμα και στις αυστριακές προεδρικές εκλογές, το «μπάχαλο» σε ευρωπαϊκό επίπεδο προκληθεί ούτως ή άλλως, πιθανό ελληνικό «μπάχαλο» θα είναι πλέον πρόβλημα μόνο για την Ελλάδα…
Αυτό είναι ένα μείζον ζήτημα που πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση. Ο κίνδυνος να καταλήξουν οι ευρωπαϊκές καγκελαρίες, από άλλο δρόμο, στην προεκλογική γραμμή Τραμπ ότι «κακώς ασχολούμαστε με την Ελλάδα» είναι πλέον υπαρκτός περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή…
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια