Η δίνη ανατολικά του Αιγαίου

Γράφει ο Παναγιώτης Ήφαιστος
Δεν θα ήταν υπερβολή εάν πούμε ότι από καταβολής κόσμου ήταν το κέντρο ή καλύτερα το σταυροδρόμι του κόσμου. Πολιτισμοί, θρησκείες, Αυτοκρατορίες και πολιτικές παραδόσεις αενάως συμπλέκονταν, συνεργάζονταν, ανέχονταν, συγκρούονταν και μετεξελίσσονταν μέσα σε μια δίνη πολλών χιλιετιών, βασικά από τις απαρχές της γνωστής ιστορίας.

Ιδιαίτερα μετά το τέλος της αποικιοκρατικής εποχής δημιουργήθηκαν κράτη καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των μοντερνιστικών κρατών της Δύσης: Εδαφικά οριοθετημένη κρατική κυριαρχία, «λαός» αντί έθνος και αξιώσεις κοσμικών-υλιστικών δομών που κάθονται πάνω σε ιστορικές ανθρωπολογίες μεταφυσικά μεστές τις οποίες εν τούτοις εκλαμβάνουν ως πνευματικά στερημένες. Οι αποικιακές δυνάμεις μεριμνώντας για διαιώνιση της επικυριαρχίας τους με διαίρει και βασίλευε κατασκεύασαν κράτη τα σύνορα των οποίων χάραξαν με ευθύγραμμα ή με σκόπιμες καμπύλες για να δημιουργήσουν προϋποθέσεις μελλοντικών συγκρούσεων. Η εμπλοκή εξάλλου όλων αυτών των εθνών στον δήθεν ιδεολογικό πόλεμο των δύο υπερδυνάμεων προκάλεσε διαιρέσεις και συγκρούσεις διαφορετικού είδους από αυτές της ιστορικής διαδρομής τους όταν τα μέλη αυτών των εθνών είτε συνεργάζονταν είτε συγκρούονταν οφειλόταν σε άλλους λόγους που σχετίζονταν με την ιστορική εξέλιξη μετά την κλασική εποχή όταν ο γνωστός κόσμος συγκροτήθηκε μέσα σε πολυεθνικά κοσμοσυστήματα.
Ακόμη, οι δεσπόζουσες Δυτικές δυνάμεις πριν και μετά την αποικιοκρατία εθίστηκαν να βλέπουν αυτά τα έθνη με περιφρόνηση ως περίπου υποδεέστερούς τους ενώ η αλήθεια είναι ότι από τα Βαλκάνια μέχρι και βαθιά Ανατολικά Ανατολικά του Αιγαίου διαθέτουν τα έθνη είναι από άποψη πολιτικών παραδόσεων πάμπλουτα, σίγουρα πολύ πιο πλούσια από την γραμμική αντί-πνευματική/υλιστική νοηματοδότηση της πολιτικής συγκρότησης στα μοντερνιστικά κράτη.
Σε τέτοιο βαθμό έχουν άγνοια οι δυτικές δυνάμεις που νόμισαν ότι συνεχίζοντας το διαίρει και βασίλευε μπορούσαν να υπερβάλλουν και να ανοίγουν τον ένα μετά τον άλλο Ασκό του Αιόλου. Πρωτογενής αντίληψη αλλά και γνώση της συμβατικής κυρίαρχης βιβλιογραφίας κάνει σαφές ότι τα ελίτ της Δύσης δεν γνωρίζουν την ανθρωπολογία των Βαλκανίων και Ανατολικά του Αιγαίου. Αυτό το αναντίλεκτο γεγονός είναι ίσως και το μείζον ζήτημα που θα αποτελέσει την ειδοποιό διαφορά και το αίτιο πολλών εκπλήξεων στην διεθνή πολιτική Ανατολικά του Αιγαίου.
Η Τουρκία είναι ένα καζάνι που βράζει ή καλύτερα μια δίνη που δυναμώνει ανεξέλεγκτα ολοένα και περισσότερο. Περιορίζομαι εδώ στο να παραθέσω μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Αχμέτ Νταβούτογλου, «Εναλλακτικές Κοσμοθεωρίες» (γράφτηκε πριν το «Στρατηγικό βάθος» όπου υιοθέτησε μια κρατοκεντρική θεώρηση των πραγμάτων), όπου μάλλον σωστά διέγνωσε ότι πολλά καθεστώτα κρατών δεν είναι βιώσιμα. Συμπεριλαμβανομένης και της … Τουρκίας. Οι Ασκοί του Αιόλου μόλις άνοιξαν ενώ ο μεγαλύτερος ασκός αναντίλεκτα είναι η Τουρκία.
Απόσπασμα για τις αντιφάσεις του κεμαλικού κράτους με την ισλαμική ανθρωπολογία. Όπως γνωρίζουμε, στο επικείμενο νέο Σύνταγμα αναδύονται τα ίδια προβλήματα:
«… Οι προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, όπως ορισμένα ποιήματα που γράφτηκαν από τους A. Gündüz, B. Kemal και K. Kamu στην πρώιμη περίοδο της Δημοκρατίας για τις θεϊκές ιδιότητες του Atatürk, κατέληξαν να είναι πα¬ραδείγματα πολιτικής κολακείας και όχι υποκατάστατα της θρησκείας. Επομένως, έπειτα από μια ορισμένη περίοδο κυρι¬αρχίας των εκσυγχρονιστών, η οντολογική συνείδηση άρχισε να καθορίζει την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων λόγω του ότι το κράτος «δεν ενδιαφερόταν να χαρτογραφήσει με λεπτομέρεια τις καθημερινές σχέσεις»(Mardin, 1989: 227). Από την άλλη πλευρά, μουσουλμάνοι μελετητές προσπά¬θησαν να ανοικοδομήσουν τις επιστημολογικές και μεθοδολο¬γικές δομές που είχε συσσωρεύσει η ισλαμική πνευματική πα¬ράδοση, προκειμένου να αμφισβητήσουν την επιστημολογικά διατυπωμένη Selbstverständnis της ελίτ που ήταν προσανα¬τολισμένη προς τον εκδυτικισμό. Η εξάπλωση περιοδικών και βιβλίων για την επιβεβαίωση θρησκευτικών αληθειών μέσω επιστημονικών καινοτομιών μπορεί να εξηγηθεί από αυτή την ανάγκη. Η προέλευση αυτής της σύγκρουσης δεν είναι τοπικό στοιχείο της τουρκικής κοινωνίας. Τουναντίον, είναι μια αντί¬θεση μεταξύ επιστημολογικά καθοριζόμενων οντολογιών που βασίζονται στη δυτική και στην ισλαμική Selbstverständnis. Θα πρέπει να έχουμε επίγνωση αυτών των δύο εναλλακτικών αυτοαντιλήψεων, προκειμένου να αναλύσουμε την αυξανόμε¬νη τάση για ισλαμική αναβίωση. Παρότι η οντολογία έχει θεωρηθεί ως δευτερεύων κλάδος της σύγχρονης φιλοσοφίας σε σύγκριση με την επιστημολογία στην εποχή μας, θεωρώ ότι η οντολογική συνείδηση μπορεί να είναι το καταλληλότερο εναρκτήριο σημείο για μια συγκριτική μελέτη μεταξύ Ισλάμ και Δύσης. Από την άλλη πλευρά, όπως θα καταδειχθεί στα ακόλουθα κεφάλαια, είναι πολύ δύσκολο να απομονωθούν οι εξελίξεις που σχετίζονται με αυτούς τους κλάδους. Θα προσπαθήσω στο κεφάλαιο 1 να αποδείξω ….»
Σελ. 29-33 του «Εναλλακτικές Κοσμοθεωρίες» του Νταβούτογλου
« … Η αλληλοσυσχέτιση οντολογίας, επιστημολογίας, αξιολο¬γίας και πολιτικής μπορεί να αποτελέσει σημαντικό σημείο για την κατανόηση του ασυμβίβαστου των φιλοσοφικών βάσεων των ισλαμικών και των δυτικών πολιτικών θεωριών, αντιλή¬ψεων και κουλτουρών. Όπως επισημαίνει ο Horten (1973: 2), «η διείσδυση μιας ξένης πνευματικής κουλτούρας διευκολύ¬νεται ιδιαίτερα από την απορρόφηση των βασικών ιδεών που υπογραμμίζουν τις αντιλήψεις που έχει για τον κόσμο αυτή η κουλτούρα». Η κύρια διαφορά μεταξύ της Ισλαμικής και της Δυτικής κοσμοθεωρίας σχετίζεται με την αντίθεση μεταξύ της «οντολογικά καθορισμένης επιστημολογίας»του Ισλάμ και της «επιστημολογικά ορισμένης οντολογίας»των δυτικών φιλο¬σοφικών παραδόσεων. Αυτή η διαφορά είναι ιδιαίτερα σημα¬ντική για την κατανόηση της αξιολογικής βάσης της πολιτικής νομιμοποίησης και της διαδικασίας δικαιολόγησης. Ακόμη και αρκετές διαφορετικές προσεγγίσεις εντός αυτών των κοσμο¬θεωριών βασίζονται σε μια παραδειγματική ενότητα υπό αυτή την οπτική γωνία.
Νομίζω ότι το ταουχίντ και η οντολογική εγγύτητα –ως δύο εναλλακτικές παραδειγματικές βάσεις– αντικατοπτρίζουν δύο εναλλακτικούς τρόπους οντολογικής συνείδησης. Μια τέ¬τοια αναγωγή, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δημιουργίας εννοιών υπό την έννοια της οντολογικής εγγύτητας ως συ¬γκεκριμένου τρόπου οντολογικής συνείδησης, μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μια παραλλαγή της χουσερλιανής φαινομενο-λογικής αναγωγής υπό την έννοια της εκτέλεσης μιας epoché 1980: 152-3) που θεωρεί ότι υπάρχει μια συγκεκριμέ¬νη σχέση μεταξύ cogitationes, cogitatum και cogitata: «Η ροή των cogitationes (σκέψεων) μου δίδεται άμεσα και αποδεικτι¬κά· και ο κόσμος υπάρχει ως cogitatum (σκέψη) ή αλλιώς ως το αντίστοιχο αντικείμενο της εμπειρίας. Άρα, τα αντικείμενα της εμπειρίας δεν περιορίζονται στον πραγματικό κόσμο, αλλά περιλαμβάνουν όλα τα πιθανά αντικείμενα ως cogitate (δια¬λογισμοί), όπως τα ιδεατά αντικείμενα, τα λεγόμενα αδύνατα αντικείμενα κ.λπ. Αυτό είναι το όφελος, καθώς αυτή η νοοτρο¬πία έχει στη συνέχεια άμεση χρησιμότητα στην επιστημολογία, στη λογική και στη μεταφυσική»(Farber, 1967: 526).
Ως εκ τούτου, όταν χρησιμοποιώ τον όρο οντολογική εγγύ¬τητα, αποσκοπώ σε μια εκτεταμένη φαινομενολογική συνείδη¬ση αναφορικά με τη σχέση μεταξύ Θεού, φύσης και ανθρώπου. Χρησιμοποιώντας τις έννοιες του Husserl μπορεί να ειπωθεί ότι σκοπεύω να καταδείξω τη φιλοσοφικοθεολογική συνέχεια στη δυτική πνευματική ιστορία με το να ονομάζω την παρα¬δειγματική βάση αυτής της συνέχειας οντολογική εγγύτητα κατά τη διαδικασία με την οποία η Selbstverständnis (αυτο¬αντίληψη)2 και ο Lebenswelt (κόσμος της κοινής εμπειρίας) γίνονται νοητά ως οντολογικές οντότητες. Έτσι, ο ουσιαστι¬κός σκοπός μου είναι να αναλύσω την εμφάνιση και τη συ¬νέχεια ενός αισθήματος συνείδησης και τη σχέση του με την αντίληψη και την εμπειρία του Θεού, του εγώ και της φύσης.4 Ο Husserl επιμένει ότι «ο Lebenswelt όντως επεμβαίνει στη βαθύτερη ανάπτυξη της επιστήμης· ο Lebenswelt δίδεται σε μας και εμείς βιώνουμε τους εαυτούς μας ως υπάρχοντες εντός αυτού»(Gurwitsch, 1966: 423). Θέλω να επεκτείνω τις έρευνές μου πέρα από αυτή την ερμηνεία του Lebenswelt την οποία έχει αναπτύξει ο Husserl, προκειμένου να ορίσει την ιστορικο¬πολιτιστική πραγματικότητα του σύγχρονου δυτικού ανθρώ¬που. Αντ’ αυτού, εγώ θα επικεντρωθώ στην αντιληπτική σχέση του δυτικού ανθρώπου με τον Lebenswelt και την προέλευσή της ως ειδικού τύπου Selbstverständnis. Η συνέχεια της ιδέας περί δυνατότητας τελειοποίησης του ανθρώπου5 σε όλες τις εποχές του δυτικού πολιτισμού μπορεί να θεωρηθεί ότι αντι¬κατοπτρίζει μια τέτοια Selbstverständnis. Η βασική υπόθεση του βιβλίου μου αναφορικά με αυτή τη συνείδηση είναι ότι ένα από τα σημαντικά στοιχεία αυτής της Selbstverständnis είναι η οντολογική αντίληψη του ανθρώπου αναφορικά με τη θέση του στη σχέση μεταξύ του εγώ του, του Lebenswelt και της πη¬γής αυτών των δύο –με άλλα λόγια τον Θεό ή την ταύτιση του Θεού με αυτά τα στοιχεία υπό την έννοια του πανθεϊσμού ή του υλισμού, τους οποίους ερμηνεύω ως δύο ύστατες περιπτώσεις οντολογικής εγγύτητας.
Η προσέγγιση του Husserl αποδίδει αυτή την ειδική απο¬στολή στον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο. Όμως τα μέλη κάθε πολιτισμού έχουν ένα τέτοιο αίσθημα συνείδησης με την έννοια της Selbstverständnis και ίσως η σημαντικότερη πτυχή της πολιτισμικής πρόκλησης είναι η πρόκληση που θέτουν αυ¬τές οι εναλλακτικές Selbstverständnis. Συνεπώς, οι απόπειρες εκσυγχρονισμού στις μουσουλμανικές κοινωνίες αποσκοπούν στο να αλλάξει η παραδοσιακή Selbstverständnis του ισλαμι¬κού πολιτισμού προς την κατεύθυνση της Selbstverständnis του δυτικού ανθρώπου, την οποία ο Husserl περιέγραψε ως τη βασική αιτία για την κυριαρχία του δυτικού πολιτισμού.6 Το βασικό φαινόμενο της αντίθεσης προκύπτει μεταξύ της Selbstverständnis του Μουσουλμάνου η οποία είναι συνδεδε¬μένη με οντολογικές προϋποθέσεις και της υποθετικής/υλικής Selbstverständnis των εκσυγχρονιστών σε μια εποχή κυριαρ¬χίας του δυτικού πολιτισμού. Μια τέτοια σύγκρουση οδηγεί σε διχασμένες προσωπικότητες στις μουσουλμανικές κοινωνί¬ες οι οποίες μπορούν να ονομαστούν επίσημες [η] / κοσμικές [ή] τακίγια (προσποιήσεις). Η τουρκική κοινωνία μπορεί να θεωρηθεί ως πρότυπο μιας τέτοιας εκτεταμένης σύγκρουσης. Ο Grünebaum (1962: 104) καταδεικνύει αυτό τον σκοπό της δημιουργίας μιας νέας Selbstverständnis προς την κατεύθυν¬ση των δυτικών αντιλήψεων παραθέτοντας μια ομιλία του Atatürk: «Θα λάβουμε την επιστήμη και τη γνώση από οπουδή¬ποτε μπορεί να βρίσκονται και θα τις βάλουμε στο μυαλό όλων των μελών του έθνους. Για την επιστήμη και για τη γνώση δεν υπάρχει κανένας περιορισμός και καμία προϋπόθεση. Για ένα έθνος που επιμένει να διατηρεί ένα πλήθος παραδόσεων και πεποιθήσεων που δε στηρίζονται σε καμία λογική απόδειξη, η πρόοδος είναι πολύ δύσκολη, ίσως ακόμη και αδύνατη». Ο Mardin (1983: 108-13) αναλύει αυτές τις προσπάθειες για τη μεταλλαγή της Selbstverständnis αναλύοντας τη μεταλλαγή των συστημάτων αξιών και υποστηρίζει ότι ο αντίκτυπος της κεμαλικής παιδείας στην Τουρκία κατέστη επιφανειακός κατά τη διαδικασία μεταλλαγής των παραδοσιακών αξιών που τα παιδιά κληρονομούσαν από τις οικογένειές τους.
Η θεμελιώδης διαφορά αυτής της σύγκρουσης μεταξύ δύο Selbstverständnis είναι ότι η νέα αυτοεικόνα του εκσυγχρονι¬στή εξαρτάται από μια επιστημολογική ανακαίνιση σαν αυτή που μνημονεύτηκε στην ομιλία του Atatürk, ενώ η ισλαμική αυ¬τοεικόνα παρέχει μια πολύ ισχυρή οντολογική συνείδηση για την οποία οι εκσυγχρονιστές δεν κατόρθωσαν να βρουν υπο¬κατάστατο. Οι προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, όπως ορισμένα ποιήματα που γράφτηκαν από τους A. Gündüz, B. Kemal και K. Kamu στην πρώιμη περίοδο της Δημοκρατίας για τις θεϊκές ιδιότητες του Atatürk, κατέληξαν να είναι πα-ραδείγματα πολιτικής κολακείας και όχι υποκατάστατα της θρησκείας. Επομένως, έπειτα από μια ορισμένη περίοδο κυρι¬αρχίας των εκσυγχρονιστών, η οντολογική συνείδηση άρχισε να καθορίζει την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων λόγω του ότι το κράτος «δεν ενδιαφερόταν να χαρτογραφήσει με λεπτομέρεια τις καθημερινές σχέσεις»(Mardin, 1989: 227).
Από την άλλη πλευρά, μουσουλμάνοι μελετητές προσπά¬θησαν να ανοικοδομήσουν τις επιστημολογικές και μεθοδολο¬γικές δομές που είχε συσσωρεύσει η ισλαμική πνευματική πα¬ράδοση, προκειμένου να αμφισβητήσουν την επιστημολογικά διατυπωμένη Selbstverständnis της ελίτ που ήταν προσανα¬τολισμένη προς τον εκδυτικισμό. Η εξάπλωση περιοδικών και βιβλίων για την επιβεβαίωση θρησκευτικών αληθειών μέσω επιστημονικών καινοτομιών μπορεί να εξηγηθεί από αυτή την ανάγκη. Η προέλευση αυτής της σύγκρουσης δεν είναι τοπικό στοιχείο της τουρκικής κοινωνίας. Τουναντίον, είναι μια αντί¬θεση μεταξύ επιστημολογικά καθοριζόμενων οντολογιών που βασίζονται στη δυτική και στην ισλαμική Selbstverständnis. Θα πρέπει να έχουμε επίγνωση αυτών των δύο εναλλακτικών αυτοαντιλήψεων, προκειμένου να αναλύσουμε την αυξανόμε¬νη τάση για ισλαμική αναβίωση. …»


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια