Sponsor

ATHENS WEATHER

Έγγραφο-βόμβα της CIA χαρακτηρίζει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή "ως δωσίλογο πράκτορα των Γερμανών" και "διώκτη των Εβραίων" στον Β' ΠΠ

Του Γιάννη Πετρίδη

Ολική αποδόμηση της μεταπολεμικής ελληνικής πολιτικής ιστορίας, ειδικά της ηγεσίας της συντηρητικής παράταξης υπό τον Κ.Καραμανλή, επιχειρείται από έγγραφο της CIA που χρονολογείται από το 1962 βάση του οποίου η κορυφαία πολιτική προσωπικότητα των τελευταίων 70 ετών στην Ελλάδα ο πρώην πρωθυπουργός,
και ιδρυτής του κόμματος της ΕΡΕ και της ΝΔ, Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν συνεργάτης των Γερμανών στην Κατοχή και καταδότης των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και ειδικότερα πράκτορας του Γερμανού εγκληματία πολέμου, Μαξ Μέρτεν!

Το έγγραφο αναρτήθηκε από την CIA με χρονολόγηση στο μακρινό 1962 το οποίο περιέχει μαρτυρία διπλωματικού υπαλλήλου, σύμφωνα με την οποία οι δυο πρώην πρωθυπουργοί Κωνσταντίνος Καραμανλής και Κωνσταντίνος Τσαλδάρης φέρονται να ήταν συνεργάτες των ναζί κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής.

Εχει ακριβή ημερομηνία 16 Σεπτεμβρίου 1962. Το έγγραφο έχει χαρακτηριστικό τίτλο "Το όνομα του πρωθυπουργού κ. Κωνστ. Καραμανλή περιλαμβάνεται πράγματι εις τον πίνακα των πρακτόρων των γερμανικών αρχών κατοχής, ως συνεργάτης του Μέρτεν εις την εξόντωσιν των Εβραίων".

Ο συντάκτης του κειμένου (προφανώς κάποιος σύνδεσμος της CIA) συνομιλώντας με τον Σύμβουλο της πρεσβείας Ιωάννη Μοσχόπουλο,έμαθε ότι κατά τη δίκη του πασίγνωστου εγκληματία Γερμανού ναζί και υπεύθυνου για το θάνατο εκατομμυρίων Εβραίων Άντολφ Άιχμαν στο Ισραήλ ο οποίος τελικώς καταδικάστηκε και εκτελέστηκε, προέκυψε πως μεταξύ των στοιχείων που ήταν στη δικογραφία υπήρχε και ένας πίνακας με τα ονόματα Ελλήνων που συνεργάστηκαν με τον Μέρτεν στη Θεσσαλονίκη για την εξόντωση Εβραίων.

Τη δίκη του Άιχμαν, όπως αναφέρεται στο έγγραφο παρακολούθησε ως αντιπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης έμπιστος υπάλληλος, εβραϊκής καταγωγής, που ανήκε στην υπηρεσία Τύπου της ελληνικής διπλωματικής αποστολής στο Ισραήλ.

Επρόκειτο δηλδή περί Έλληνος Εβραίου, ο οποίος μάλιστα χαρακτηρίζεται έμπιστος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, και με αυτό το προσόν του ανατέθηκε να παρακολουθήσει τη δίκη Άιχμαν.

Ο άνθρωπος αυτός, ενημερώθηκε για τα έγγραφα της δικογραφίας που αφορούσαν τους Εβραίους της Ελλάδας, «έλαβε δε γνώσιν και του συνημμένου πίνακος των Ελλήνων πρακτόρων των Γερμανών της κατοχής και εις τον πίνακα τούτον ανένγωσεν ιδίοις όμμασι και το όνομα του σημερινού πρωθυπουργού της Ελλάδος κ. Κωνστ. Καραμανλή».

Το όνομα του Κωνσταντίνου Καραμανλή στον πίνακα αυτό ήταν υπογραμμισμένο με κόκκινο στυλό, όπως και το όνομα ενός άλλου πρώην πρωθυπουργού και αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος, του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη!

Όλα αυτά σύμφωνα με το έγγραφο και την μαρτυρία του διπλωματικού υπαλλήλου

Σύμφωνα με το έγγραφο πάντα, η ελληνική κυβέρνηση μέσω του διπλωματικού της εκπροσώπου στο Ισραήλ όσο και μέσω του διπλωματικού εκπροσώπου του Ισραήλ στην Αθήνα κ. Κάπελ, έκανε συνεχή διαβήματα προς την κυβέρνηση του Ισραήλ ώστε να «μη κοινολογηθή κατ’ ουδένα τρόπον ο εν λόγω πίναξ κατά τη δίκην, ίνα να μη αποκαλυφθή προφανώς το όνομα του κ. Καραμανλή».

Το Ισραήλ αποδέχτηκε την ελληνική παράκληση και ο γενικός εισαγγελέας του Ισραήλ, Χάουσνερ, δεν χρησιμοποίησε κατά τη δίκη τα στοιχεία του συγκεκριμένου πίνακα.

Ολόκληρο το έγγραφο είναι εδώ

To ερώτημα που τίθεται είναι το εξής:

Αληθεύουν αυτά που αναφέρει το έγγραφό για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που σημάδεψε την πολιτική ιστορία της χώρας; Και γιατί επελέχθη τώρα να μαθευτεί κάτι τέτοιο;

Παρόλα αυτά διακρίνεται ότι το Ισραήλ και συνακόλουθα οι Εβραίοι είχαν σε πολύ κακή εκτίμηση τον Σερραίο πολιτικό, και ίσως αυτό να εξηγεί ιστορικά την ανατροπή του, το 1963 με τον "ανένδοτο" αγώνα του "Γέρου της Δημοκρατίας" Γ.Παπανδρέου και την μετέπειτα ασταθή πολιτική πορέια της χώρας που οδήγησε στα Ιουλιανά με τα γνωστά αποτελέσματα.

Άλλωστε και στην περίπτωση του Κ.Καραμανλή του Νεότερου οι Ρώσοι "φωτογραφίζουν" Ισραηλινούς πράκτορες ότι είχαν στήσει το σχέδιο της δολοφονίας του που ερευνούν εδώ και χρόνια οι δικαστικές αρχές της χώρας.

Για την ιστορία υπάρχει ένα ακόμα γεγονός που με βάση το έγγραφο δημιουργεί πολλά ερωτηματικά.

Είναι η περιβόητη υπόθεση Μαξ Μέρτεν

Όπως διαβάζουμε στην ελληνική Wikipedia

Ο Μαξ Μέρτεν (8 Σεπτεμβρίου 1911 - 21 Σεπτεμβρίου 1971) ήταν Γερμανός ανώτατος εισαγγελέας της Ναζιστικής Γερμανίας που έφερε τον βαθμό του λοχαγού. Καταγόταν από το Βερολίνο και είχε νυμφευθεί την κόρη του Ούγγρου προξένου στο Βερολίνο. Κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στη Σερβία και την Ελλάδα ως ανώτερος δικαστικός σύμβουλος των εκεί γερμανικών στρατιωτικών διοικήσεων (Κομαντατούρ), ενώ η σύζυγός του διέμενε μόνιμα στη Βουδαπέστη, όπου για πολύ καιρό υπήρξε ιδιαιτέρα γραμματεύς του υφυπουργού δικαιοσύνης Ρόλαντ Φράυσλερ.

Στην Ελλάδα ήλθε τον Απρίλιο του 1942, ένα χρόνο μετά τη γερμανική εισβολή, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του, Μάισνερ, με τον οποίο και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη τη διετία 1942-1944, όπου και ανέλαβε τη γενική εποπτεία της δίωξης των Εβραίων της Μακεδονίας, σύμφωνα με την από 7 Ιουλίου 1942 σχετική διαταγή της Κομαντατούρ «περί μέτρων κατά των Εβραίων και των περιουσιών αυτών», αντικαθιστώντας σε πολλές των περιπτώσεων και τον ανώτερο στρατιωτικό διοικητή Μακεδονίας και Αιγαίου.

Θεωρούνταν ο κύριος υπεύθυνος της γενοκτονίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, διατάσσοντας τη μεταφορά περίπου 45.000 ατόμων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς, καθώς και την ευθύνη της λεηλασίας των περιουσιών τους, μέχρι και τυμβωρυχίας του εβραϊκού νεκροταφείου, που υπολογίσθηκε ότι ξεπερνούσαν σε αξία το τεράστιο για την εποχή εκείνη ποσό των 125.000.000 χρυσών φράγκων. Εξ αυτών και αποκαλούνταν «Δήμιος της Θεσσαλονίκης» ή «Χασάπης της Θεσσαλονίκης»

Μετά τη λήξη του πολέμου ο Μέρτεν συνελήφθη από τους Αμερικανούς στην κατεχόμενη Γερμανία. Το 1946 οι Αμερικανοί πρότειναν την παράδοσή του στις ελληνικές αρχές, στα πλαίσια της συμφωνίας που οι Σύμμαχοι είχαν υπογράψει το 1943 για την παράδοση των εγκληματιών πολέμου στις χώρες διάπραξης των εγκλημάτων τους. Η ελληνική πλευρά δια του Έλληνα στρατιωτικού ακολούθου στο Βερολίνο, στρατηγού Ανδρέα Υψηλάντη, πρότεινε την απελευθέρωσή του λόγω της άμεμπτης συμπεριφοράς του και των ανεκτίμητων υπηρεσιών του προς την Ελλάδα.

Έτσι άρχισε μια νέα καριέρα στη μεταπολεμική Γερμανία, εργαζόμενος στο Γερμανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης. Αναμίχθηκε στην πολιτική και μαζί με τον Γκούσταβ Χάινεμαν, τον κατοπινό πρόεδρο της Δυτικής Γερμανίας, ίδρυσε πολιτικό κόμμα αντιπολιτευτικό του Κόνραντ Αντενάουερ για την αποδοχή της μονιμότητας του χωρισμού της Γερμανίας.

H υπόθεση Μέρτεν ξεκίνησε το Μάιο του 1957 όταν ο Γερμανός εγκληματίας, με τη συναίσθηση ότι ήταν απολύτως ασφαλής, έφθασε στην Ελλάδα και προσήλθε στο Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα, για να εξεταστεί ως μάρτυς υπερασπίσεως του συμπατριώτη του, επίσης εγκληματία πολέμου, Αρθούρου Μάισνερκαι μάλιστα όχι ως απλός ιδιώτης αλλά με την επίσημη ιδιότητα υψηλόβαθμου στελέχους του υπουργείου Δικαιοσύνης της Δυτικής Γερμανίας, κατέχοντας θέση Γενικού Γραμματέα. Για τις κατηγορίες εναντίον του ποτέ δεν είχε συλληφθεί προκειμένου να προσαχθεί στο Δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου παρότι εκκρεμούσε σε βάρος του ένταλμα σύλληψης από το 1946.

Ο αρμόδιος δικαστικός άκουσε κατάπληκτος το όνομα του Μέρτεν. Δεν έχασε όμως την ψυχραιμία του και δεν πρόδωσε τη συγκίνησή του. Βγήκε με κάποιο πρόσχημα από το γραφείο του και τηλεφώνησε στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τούση, προϊστάμενο του Γραφείου Εγκληματιών Πολέμου. Ο Τούσης έδρασε κεραυνοβόλα. Ειδοποίησε την αστυνομία και διέταξε να συλληφθεί αμέσως ο αλλοδαπός, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο γραφείο του ανακριτού. Η διαταγή του εξετελέσθη και ο Μέρτεν διεπίστωσε ότι ήταν κρατούμενος. Μέσα στο κελί του, ο Μέρτεν εργαζόταν διαρκώς. Εφοδιάστηκε με έγγραφα, δεχόταν επισκέψεις Γερμανών διπλωματών και πρότεινε μάρτυρες. Μεταξύ των μαρτύρων αυτών ήταν ο τότε υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Γεώργιος Θεμελής και η σύζυγος του υπουργού Εσωτερικών Δημήτριου Μακρή, Δοξούλα Λεοντίδου-Μακρή.

Το παραπεμπτικό βούλευμα για τον Μέρτεν εκδόθηκε το Μάρτιο του 1958 και ο προσδιορισμός της δίκης έγινε λίγο προτού η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. φέρει στη Βουλή των Ελλήνων το νομοσχέδιο περί "αναστολής διώξεων" των Γερμανών εγκληματιών πολέμου. Παρά το γεγονός ότι το νομοσχέδιο εξαιρούσε τον Μέρτεν από το ευεργέτημα, έγινε φανερό και καταγγέλθηκε στη Βουλή ότι αποτελούσε το πρώτο βήμα για την απόλυση του Μέρτεν. Η υπεράσπιση του παλαιού ναζί επεκαλέσθη επανειλημμένως τον νόμο αυτό, για να αποδείξει ότι για την ελληνική κυβέρνηση δεν υπήρχε θέμα εγκληματιών πολέμου και ότι εν πάση περιπτώσει θα ήταν άδικη μία κατ' εξαίρεση "σκληρή μεταχείριση" του Μέρτεν, απλώς και μόνο επειδή είχε την "ατυχία" να συλληφθεί στην Ελλάδα.

Σχεδόν αμέσως με την προφυλάκιση του Μέρτεν, ξεκίνησε μία σειρά πολυάριθμων τότε παραστάσεων και διαβημάτων του Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα στο Υπουργείο Εξωτερικών και Δικαιοσύνης που ζητούσε την άμεση αποφυλάκιση του Μέρτεν. Στην απολογία του ο Μαξ Μέρτεν υποστήριξε αντί των κατηγοριών ότι ο λόγος που επισκέφθηκε την Ελλάδα δεν ήταν άλλος από το να συναντήσει παλιούς του φίλους από την κατοχή.

Η τότε ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην αρχή έδειξε αμήχανη και στη συνέχεια να υποχωρεί στις πιέσεις, μέσω πρέσβη, του καγκελάριου Κόνραντ Αντενάουερ, καθώς σε λίγο χρόνο (Φθινόπωρο 1958) αναμένονταν και η σύναψη δανείου της Ελλάδος ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων.

Η ιστορία πήρε διαστάσεις όταν αρχές Νοεμβρίου του 1958, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ πραγματοποίησαν επίσημη επίσκεψη στη Βόννη, επιδιώκοντας κυρίως να εξασφαλίσουν πιστώσεις από τη Δυτική Γερμανία για έργα υποδομής. Οι Δυτικογερμανοί ηγέτες ενδιαφέρονταν για τη διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα και για την εξάπλωση της οικονομικής επιρροής της Δυτικής Γερμανίας στη Μέση Ανατολή και την Αφρική.

Φαίνεται όμως ότι ενδιαφέρονταν και για κάτι άλλο ακόμη: να σταματήσει η δίωξη των εγκληματιών πολέμου στην Ελλάδα, ώστε παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ζωής της Δυτικής Γερμανίας που βαρύνονταν με εγκλήματα ή είχαν εντάλματα για την κατοχική δράση τους στην Ελλάδα, να μπορούσαν ανενόχλητα να έρχονται και να φεύγουν.

Πράγματι, στις 13 Νοεμβρίου του 1958, υπογράφτηκε γερμανοελληνική οικονομική συμφωνία σε μυστικό παράρτημα της οποίας «ο Καραμανλής υποσχέθηκε στον Γερμανό Καγκελάριο Αντενάουερ ότι η Ελλάδα θα ανέστελλε όλες τις διώξεις και θα παρέδιδε τον Μέρτεν στη Γερμανία».

Λίγες μέρες μετά την επιστροφή από τη Βόννη των Καραμανλή-Αβέρωφ, ο αρχηγός της Δημοκρατικής Ενώσεως Ηλίας Τσιριμώκος ζήτησε από τον πρόεδρο της Βουλής να συζητηθεί το θέμα Μέρτεν. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι υπήρχαν πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε αναλάβει την υποχρέωση απέναντι στη δυτικογερμανική κυβέρνηση, να απελευθερώσει τον δήμιο της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν.

Η πληροφορία προκάλεσε εντύπωση και έξαψη ιδιαίτερα στην Αριστερά. Στα τέλη Ιανουαρίου του 1959, η κυβέρνηση Καραμανλή έφερε για συζήτηση στη Βουλή νομοσχέδιο «Περί τροποποιήσεως της νομοθεσίας για τα εγκλήματα Πολέμου», σύμφωνα με το οποίο οριζόταν ότι «αναστέλλεται αυτοδικαίως και χωρίς να απαιτείται απόφασις τις δικαστηρίου, πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου, καθώς και η εκτέλεσις πάσης ποινής ή το υπόλοιπον ταύτης». Υπουργός Δικαιοσύνης στην Ελλάδα τότε ήταν ο Κωνσταντίνος Καλλίας που δήλωσε «πρέπει να παραμεριστούν τα εμπόδια δια την ανάπτυξιν των σχέσεών μας με την Δυτικήν Γερμανίαν», και χαρακτήρισε την ψήφιση του νόμου ως μία πολιτικής πράξης σκοπίμου.

Αναφορές στο νομικό εκείνο έκτρωμα δημοσίευσαν πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες και περιοδικά, ενώ οι Times λοιδορώντας την Ελλάδα έγραφαν «Η Ελλάς αμνηστεύει τους σφαγείς της». Αλλά και στο εσωτερικό οι αντιδράσεις πολλών βουλευτών ήταν επίσης έντονες, ιδιαίτερα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Ηλία Τσιριμώκου και του Σταύρου Ηλιόπουλου που κατηγόρησαν την κυβέρνηση για υποχώρηση και ενδοτικότητα.

Στο δε ξεσηκωμό των Καλαβρυτινών σχετικά με τον νόμο ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος δήλωσε από το βήμα της Βουλής: «κατέχομαι υπό βαθείας ευλαβείας έναντι των θυμάτων των Καλαβρύτων, αλλά αι σφαγαί εκεί προεκλήθησαν ως αντίποινα δια φόνους Γερμανών και μάλιστα αιχμαλώτων…», δηλώσεις που προκάλεσαν δυσφορία και οργή. Συνέπεια όλων αυτών ήταν τελικά το διάταγμα αυτό να καταψηφιστεί απ΄ όλη την αξιωματική αντιπολίτευση που διαμαρτυρόταν για την απαράδεκτη μεθόδευση.

Ο εισηγητής της πλειοψηφίας Παπαρρηγόπουλος δήλωσε ότι στην περίπτωση Μέρτεν θα γινόταν εξαίρεση και ο Γερμανός ναζί θα έμενε στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Όπως αποδείχθηκε, επρόκειτο για μία παραπλανητική κίνηση προκειμένου η κυβέρνηση να κατευνάσει την οργή της αντιπολιτεύσεως.

Τελικά η δίκη του Μαξ Μέρτεν ξεκίνησε στις 11 Φεβρουαρίου του 1959 στο Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου στην Αθήνα στο οποίο προέδρευε ο συνταγματάρχης Κοκορέτσας, ο οποίος είχε αποκλείσει τους πολιτικούς ενάγοντες για να αποφευχθεί κάθε πολιτικοποίηση του ζητήματος[8]. Ο Μέρτεν προσήλθε στο δικαστήριο γελαστός και σε ερώτηση των δημοσιογράφων γιατί ήλθε στην Ελλάδα αφού γνώριζε ότι σε βάρος του εκκρεμούσε ένταλμα συλλήψεως από το 1946, απήντησε ότι κατείχε έγγραφο από το οποίο προέκυπτε ότι το 1947 έλαβε διαβεβαίωση της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής στο Βερολίνο, ότι ουδεμία κατηγορία είχε διατυπωθεί σε βάρος του στην Ελλάδα.

Η δίκη κράτησε περισσότερο από 20 ημέρες και είχε προκαλέσει το διεθνές ενδιαφέρον, Την παρακολούθησαν κυρίως Εβραίοι, πολλοί ξένοι ανταποκριτές μέσων ενημέρωσης, όπως και πολλοί νομομαθείς. Στις 5 Μαρτίου του 1959 ο πρόεδρος ανακοίνωσε την ετυμηγορία της ενοχής του Μαξ Μέρτεν βάσει της οποίας του καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη, κατά συγχώνευση, για παράνομες φυλακίσεις και εγκλεισμούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης Ελλήνων και Ισραηλιτών, φόνους και θάνατο από ασιτία Ισραηλιτών, τρομοκράτηση σε βάρος 56.000 Ισραηλιτών, καταστροφή του Εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης, εκτοπίσεις 40.000 Εβραίων σε γερμανικά στρατόπεδα κ.λπ.[9].

Το φθινόπωρο του 1959 η υπόθεση Μέρτεν ήλθε και πάλι στην επικαιρότητα με το νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε., με το οποίο γινόταν τροποποίηση του προηγούμενου σχετικού νόμου και επιτρεπόταν η αποφυλάκιση των εγκληματιών πολέμου που είχαν ήδη καταδικαστεί και εκρατούντο σε ελληνικές φυλακές. Ακολούθησε θυελλώδης συζήτηση στη Βουλή. Κάτω από τον καταιγισμό πυρών Ε.Δ.Α. και Δημοκρατικής Ενώσεως, η κυβέρνηση δια του αντιπροέδρου της, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, απήντησε ότι η Ε.Ρ.Ε. είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στη "σημερινή Γερμανία" και ότι ο μόνος εγκληματίας πολέμου που βρισκόταν σε ελληνικές φυλακές, ο Μέρτεν, έπρεπε να απελαθεί και να παραδοθεί στη χώρα του.

Τελικά το νομοσχέδιο ψηφίστηκε και στις 5 Νοεμβρίου του 1959 ο Μέρτεν αποφυλακίστηκε και απελάθηκε από την Ελλάδα

Ευθύς μετά την άφιξή του στη Δυτική Γερμανία συνελήφθη με ένταλμα των γερμανικών δικαστικών αρχών και δικάστηκε στο Βερολίνο. Ο ανακριτής αποφάσισε να παραμείνει ελεύθερος με τον όρο να παρουσιάζεται στην αστυνομία δύο φορές την εβδομάδα

Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1960, η γερμανική εφημερίδα Ηχώ του Αμβούργου και το περιοδικό Der Spiegel δημοσίευσαν αφηγήσεις του Μαξ Μέρτεν, σύμφωνα με τις οποίες ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός Εσωτερικών Δημήτρης Μακρής και η σύζυγός του, Δοξούλα, ήταν "έμμισθοι πληροφοριοδότες των γερμανικών αρχών Κατοχής και για τις πολύτιμες πληροφορίες που είχαν δώσει, σχετικά με την Αντίσταση, πήραν ανταμοιβή από τις κατασχεμένες περιουσίες των Εβραίων".

Τα δημοσιεύματα των γερμανικών εντύπων αναδημοσιεύτηκαν από τον αθηναϊκό τύπο και προκάλεσαν σάλο στην Ελλάδα. Το θέμα απασχόλησε και τη βουλή, με την κυβέρνηση να δέχεται έντονα πυρά από κόμματα της αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση διέψευσε κατηγορηματικά τον Μέρτεν και έκανε έντονα διαβήματα στη Βόννη. Η δυτικογερμανική κυβέρνηση, με ανακοίνωσή της, εξέφρασε τη λύπη της για τα δημοσιεύματα. Η ελληνική πρεσβεία της Βόννης, με ανακοίνωσή της, χαρακτήρισε τα δημοσιεύματα "τερατουργήματα, τα οποία, εάν δεν εξυπηρετούν συγκεκριμένον δόλιον σκοπόν, αποτελούν αποκυήματα νοσηρού εγκεφάλου". Στην ανακοίνωση του Έλληνα πρεσβευτή τονιζόταν ακόμη ότι το μέγεθος του ψεύδους των πληροφοριών προέκυπτε και μόνο από 4 στοιχεία:

1. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των εντύπων, καθ' όλο το διάστημα της Κατοχής, ουδέποτε βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη.

2. Τον υπουργόν Εσωτερικών κ. Μακρή, τον οποίον εμφανίζουν ως συναντώμενον μετά του κ. πρωθυπουργού κατά την διάρκειαν της Κατοχής, εγνώρισεν ούτος το 1956, ήτοι 11 έτη μετά την λήξιν του πολέμου.

3. Ουδεμίαν ουδέ απωτάτην συγγένειαν έχει ο Κ. Καραμανλής με την εμφανιζομένων υπό των ανωτέρω εντύπων ως ανεψιάν του σύζυγον του κ. Μακρή, την οποίαν δια πρώτην φοράν συνάντησε όταν εγνώρισε τον σύζυγόν της.

4. Ο υπουργός Εσωτερικών κ. Δ. Μακρής, όστις εμφανίζεται εν έτει 1942-43 ως μνηστήρ της νυν συζύγου του, αγούσης τότε το 17ον έτος της ηλικίας της, ούτε μνηστήρ αυτής ήτο ούτε εγνώριζε ταύτην κατά την εποχήν εκείνην, συζευχθείς αυτήν το 1949.

Από την αντιπολίτευση, οι Σοφοκλής Βενιζέλος, Ηλίας Τσιριμώκος, Κομνηνός Πυρομάγλου, Ηλίας Μπρεδήμας κ.α. ζήτησαν από τους ενδιαφερόμενους να προσφύγουν στα γερμανικά δικαστήρια, να προστατεύσουν την τιμή του αξιώματος που φέρουν και να περιφρουρήσουν το κύρος της Ελλάδος. Το ίδιο ζήτησαν με επιμονή κόμματα και εφημερίδες.

Ο Μέρτεν, όμως, προχώρησε και άλλο. Εδήλωσε στα γερμανικά έντυπα ότι η σύζυγος του Μακρή, η Δοξούλα, η οποία δούλευε στην Κατοχή στη γερμανική διοίκηση Θεσσαλονίκης, του είχε χαρίσει τα Χριστούγεννα του 1942 λεύκωμα με αναμνηστικές φωτογραφίες. Και η Ηχώ του Αμβούργου σε νεότερο δημοσίευμά της κατηγόρησε για συνεργασία με τους Γερμανούς κατακτητές, τον υφυπουργό Αμύνης Γεώργιο Θεμελή, που κατά την Κατοχή ήταν Νομάρχης Πέλλης και προϊστάμενος του υπουργείου Οικισμού.

Ο Θεμελής χαρακτήρισε τα δημοσιεύματα "βδελυρά συκοφαντικά βέλη". Θεμελής και Μακρής υπέβαλαν μήνυση στα ελληνικά δικαστήρια, αλλά το Κόμμα των Φιλελευθέρων, η Ε.Δ.Α. και η Δημοκρατική Ένωση επέμεναν ότι οι θιγόμενοι έπρεπε να καταφύγουν στα γερμανικά δικαστήρια. Αντίθετα, ο Γεώργιος Παπανδρέου είπε ότι η δίκη έπρεπε να γίνει στα ελληνικά δικαστήρια.

Στις 8 Οκτωβρίου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έλυσε τη σιωπή του και σε αυστηρές δηλώσεις του ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι "η κυβέρνησις ευθύς εξ αρχής ενημέρωσε την κοινήν γνώμην επί της αθλίας αυτής υποθέσεως. Και δια της προσφυγής των θιγομένων ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης και της ψηφίσεως ειδικού νόμου επιτρέποντος εις τον εν λόγω εγκληματίαν πολέμου να προσέλθη εις την Ελλάδα και να επιβεβαιώση τας κακοηθείας του, εδημιούργησε όλας τας προϋποθέσεις δια την πλήρην διαφώτισιν της κοινής γνώμης...".

Στις 7 Μαρτίου του 1961 ο Μαξ Μέρτεν αρνήθηκε να καταθέσει στα γερμανικά δικαστήρια σχετικά με τα όσα καταμαρτυρούσε στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Δημήτρη Μακρή, δηλώνοντας ότι δεν εμπιστεύεται τη γερμανική δικαιοσύνη. Στις 10 Νοεμβρίου του 1961 καταδικάστηκε ερήμην σε τετραετή φυλάκιση και χρηματική καταβολή 70.000 δραχμών ως ένοχος συκοφαντικής δυσφήμισης.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια