Γράφει ο Μενέλαος Τασιόπουλος
|
Δεν είναι τυχαίο ότι ολόκληρη η Ελλάδα, αιώνες τώρα, μοιάζει με ένα απέραντο πολιτικό καφενείο. Όμως, στα καφενεία δεσπόζει η αεργία. Οι άνθρωποι περνούν την ώρα τους χωρίς υποχρεώσεις, σε κλίμα ελαφρότητος -σχεδόν ξεγνοιασιάς-, επιτρέποντας στους εαυτούς τους τον πειρασμό τού χωρίς κόστος και θυσίες μεγαλοϊδεατισμού. Μπολιασμένοι με αυτήν τη μετάφραση της πολιτικής, οι Έλληνες έχουν μάθει να ζητούν από τους πολιτικούς τους προνόμια, διευκολύνσεις, εξαιρέσεις, τακτοποιήσεις. Οι πολιτικοί των Ελλήνων δεν προέρχονται από ένα διαφορετικό στερέωμα από τους ψηφοφόρους τους και, για τον λόγο αυτόν, όπως είναι φυσικό, αντιμετωπίζουν την πολιτική καθημερινότητα με την ίδια νοοτροπία: ρουσφέτι, πελατειακό κράτος, αυθαιρεσίες έναντι των νόμων.
Η άσκηση της πολιτικής για τους ελεύθερους ανθρώπους έχει το ζωτικό κίνητρό της στο συναίσθημα, στον κοινωνισμό, στον οραματισμό, στον ρομαντισμό που διαφεύγει από τον κλειστό πυρήνα του ατομισμού και βρίσκει στο εθνικό «εμείς» το συμφέρον και την εξυπηρέτηση του «εγώ». Η πολιτική για τους ελεύθερους ανθρώπους χαρακτηρίζεται από την ηθική και τον πολιτισμό απέναντι στον βαρβαρισμό των δογμάτων της κυριαρχικής εξουσίας.
Με την έννοια αυτήν, οι Έλληνες απόγονοι κυρίαρχου πολιτισμού στην ανθρωπότητα δεν κατόρθωσαν ποτέ να γίνουν στο νεότερο κράτος τους ελεύθεροι, εγωιστικά πολιτισμένοι, κυριολεκτικά πολιτικοποιημένοι. Παρέμειναν βάρβαροι, εξαρτημένοι, δουλοπάροικοι στη βάση τους, αποκομμένοι από την παιδεία των Ελλήνων. Μπορεί κατά το παρελθόν, έστω πριν από λίγες δεκαετίες, να έφταιγαν γι' αυτό ο αναλφαβητισμός, ο πόλεμος και η φτώχεια. Αλλά δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι οι αιτίες αυτές ευσταθούν για την πορεία προς την απαξίωση και τη χρεοκοπία των τελευταίων τεσσάρων και πέντε δεκαετιών.
Αντίθετα, σε συνθήκες σταθερής ειρήνης, προοπτικής ευημερίας και αισιοδοξίας για την επόμενη ημέρα, οι Ελληνες, ως δομημένο σύστημα συνύπαρξης στη συγκρότηση του εθνικού κράτους, όχι μόνο δεν απώλεσαν την εμμονή τους στην αεργία, με τα δόγματα της «λούφας και παραλλαγής» ή της ανηθικότητας της εξαίρεσης και της παράκαμψης από τις νόμιμες υποχρεώσεις, αλλά πρόσθεσαν σε αυτήν μια διάχυτη ανηθικότητα. Αυτή έγινε φανερή από το πώς διαχειρίστηκαν την ευημερία που η συγκυρία τούς προσέφερε. Ας θυμηθούμε τις δεκαετίες του '80, του '90 και το '00.
Τη μαζική κουλτούρα που δημιουργήθηκε μέσα σε αυτές. Την πασοκοκρατία των «μη προνομιούχων» κατά την πρώτη δεκαετία, τη βάρβαρη απληστία και ανηθικότητα του lifestyle και του ευκαιριακού χρηματιστηριακού πλουτισμού της δεύτερης, καθώς και τον κυνισμό του διεφθαρμένου κομφορμισμού της διαπλοκής και της συστημικής ενσωμάτωσης της τρίτης. Επειτα ήλθε η χρεοκοπία, και η αεργία από δικαίωμα και προνόμιο μετεξελίχθηκε σε εφιαλτική πραγματικότητα, από την οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν οι Ελληνες μέχρι σήμερα. Η Ελλάδα μοιάζει πλέον με δορυφόρο της πρώην Σοβιετίας στη ζώνη του ευρώ. Καμία τύχη, δηλαδή, αλλά και κανενός τύπου όραμα και διαφυγή ως διέξοδος από τους ίδιους τους Ελληνες, που εξακολουθούν να μοιάζουν εγκαταλελειμμένοι στην «ευρωπαϊκή» απολίτιστη μοίρα τους.
Χρειάζεται μια νέα αρχή. Μια επόμενη πολιτική που να οδηγεί στο τέλος της αεργίας. Ας αρχίσουμε από τα βασικά: την υπόμνηση των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων κατά τον Μ. Γκάντι, που επαναφέρει ο ακαδημαϊκός Στ. Κριμίζης του Johns Hopkins σε άρθρο του σε αθηναϊκή εφημερίδα: «Πλούτος χωρίς μόχθο, Γνώση χωρίς χαρακτήρα, Πολιτική χωρίς αρχές, Απόλαυση χωρίς συναίσθημα, Εμπόριο χωρίς ήθος, Επιστήμη χωρίς ανθρωπιά, Αγάπη χωρίς θυσία»... Με λίγα λόγια, ολόκληρη η δεοντολογία του «επιτυχημένου νεοέλληνα» έως και πριν από πέντε χρόνια στην αταξική κοινωνία του.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια