Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Στον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ η κατάσταση δεν έχει προηγούμενο. Η απόσχιση της Αριστερής Πλατφόρμας και η δημόσια διαφοροποίηση επώνυμων στελεχών, όπως ο Γλέζος, η Κωνσταντοπούλου και ο Βαρουφάκης, είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Σε τροχιά ρήξης είναι και η πατριωτική πτέρυγα (ΚΟΕ, Ρήγας, Νέος Αγωνιστής κλπ) που μέχρι πρότινος στήριζε τον Τσίπρα. Η σύγκρουση έχει μεταφερθεί ακόμα και στον πυρήνα της άλλοτε προεδρικής πλειοψηφίας.
Η Νεολαία έχει καταγγείλει δημόσια τη μνημονιακή στροφή, ο γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής Κορωνάκης παραιτήθηκε και ένας σημαντικός αριθμός ανώτατων και ανώτερων στελεχών αποστασιοποιείται από τις επιλογές του Μαξίμου. Ο ίδιος ο Τσακαλώτος μετά βίας πείσθηκε από τον πρωθυπουργό να μην αποσυρθεί, αρνούμενος να εφαρμόσει αυτό που διαπραγματεύθηκε, υπέγραψε και ψήφισε. Στο επίπεδο των μεσαίων και κατώτερων στελεχών οι παραιτήσεις έχουν προσλάβει ενδημικό χαρακτήρα. Ολόκληρες οργανώσεις καταγγέλουν και αποχωρούν.
Σύμφωνα με πηγή της Κουμουνδούρου, «τον Τσίπρα και την κυβερνητική πολιτική στηρίζουν ενεργά πια μόνο η δεξιά πτέρυγα του άλλοτε προεδρικού μπλοκ και κάποιοι σκόρπιοι που κατά κανόνα έχουν τοποθετηθεί σε κρατικές θέσεις. Στην πραγματικότητα ο κομματικός μηχανισμός που έχει απομείνει είναι σε κατάσταση διάλυσης. Εάν δεν υπήρχε η συγκολλητική ουσία της εξουσίας τα πράγματα θα ήταν ακόμα χειρότερα. Αντίθετα, ο Λαφαζάνης είχε οργανωμένο κομματικό στρατό, τον οποίο πήρε μαζί του χωρίς διαρροές».
Άλλο στέλεχος, που έχει πάρει αποστάσεις από τον Τσίπρα χωρίς να φύγει από το κόμμα, παραδέχεται ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ που θα προκύψει από το έκτακτο συνέδριο θα είναι ένα πολύ διαφορετικό κόμμα. Το νέο Μνημόνιο που ψηφίσαμε λειτουργεί σαν το ραβδάκι της Κίρκης. Δεν ξέρω αν μας μεταμορφώνει σε πολιτικά γουρούνια, αλλά σίγουρα μας μεταμορφώνει σε κάτι αντίθετο απ’ αυτό που ήμασταν. Δεν λέω, σε πολλά ζητήματα πετάγαμε στα σύννεφα. Αυτό που συμβαίνει τώρα, όμως, δεν είναι μια συλλογική διαδικασία απαλλαγής από ψευδαισθήσεις και ομαλής προσγείωσης στη δύσκολη πραγματικότητα. Είναι η βίαιη και σχεδόν πραξικοπηματική προσχώρηση της ηγεσίας μας σ’ όσα μέχρι προ καιρού η ίδια κατάγγελνε σαν το απόλυτο κακό. Αν τότε έλεγε –και μαζί μ’ αυτή λέγαμε και μεις– κουταμάρες πρέπει να κάνει δημόσια αυτοκριτική και να παραδεχθεί ότι ήταν βάσιμο το επιχείρημα του Γιωργάκη και του Σαμαρά περί μονόδρομου. Αν πάλι είχε δίκιο ο Τσίπρας που τους κατηγορούσε, πρέπει να μας εξηγήσει γιατί τώρα μας βάζει στον δικό τους δρόμο».
Παραθέσαμε τις σχεδόν σπαραχτικές αυτές κουβέντες, επειδή σε γενικές γραμμές αντανακλούν το πολιτικό κλίμα που τις τελευταίες εβδομάδες αποδομεί ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Πράγματι, ο ΣΥΡΙΖΑ που θα προκύψει από το έκτακτο συνέδριο θα είναι ένα πολύ διαφορετικό κόμμα. Το γεγονός ότι ο Τσίπρας, σε αντίθεση με τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Σαμαρά, δεν αποδέχθηκε την “ιδιοκτησία” του 3ου Μνημονίου και ότι μίλησε για εκβιασμό εκ μέρους των δανειστών έχει την πολιτική σημασία του. Δεν αλλάζει, όμως, ποιοτικά τα πράγματα.
Η υπερψήφιση και εφαρμογή του νέου Μνημονίου οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ιδεολογικοπολιτική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Το ευρωιερατείο το είχε κατανοήσει πριν τις εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου. Υπενθυμίζουμε όχι μόνο σχετικές υπαινικτικές δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων, αλλά κυρίως αναλύσεις και σενάρια σε κατεστημένα ευρωπαϊκά ΜΜΕ για την ανάγκη απόσχισης της αριστερής πτέρυγας και κυβερνητικής συνεργασίας της υπό τον Τσίπρα μετριοπαθούς πλειοψηφίας με κόμματα όπως το Ποτάμι.
Ο τρόπος για να διασπάσουν και στη συνέχεια να μεταλλάξουν τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν εξαρχής ένας και μοναδικός: με την άσκηση εκβιασμών να ρυμουλκήσουν τον Τσίπρα και την ηγετική ομάδα του στο μνημονιακό μονοπάτι. Όπως σωστά είχαν εκτιμήσει, μία τέτοια εξέλιξη θα προκαλούσε εσωκομματική ρήξη και τελικώς την απόσχιση της Αριστερής Πλατφόρμας και άλλων αριστερών στοιχείων.
Αφενός η διάσπαση, αφετέρου η εφαρμογή επώδυνων μνημονιακών μέτρων θα υποχρέωνε τον πρωθυπουργό να διαφοροποιήσει τη ρητορική του και να αναζητήσει συμμάχους στο δεδηλωμένο μνημονιακό φάσμα. Αυτή η αλλαγή θα ενίσχυε τη δυναμική σταδιακής ιδεολογικοπολιτικής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς σ’ ένα κόμμα της συστημικής Κεντροαριστεράς.
Αυτό ήταν εξαρχής το σχέδιο των μετριοπαθών του ευρωιερατείου, όπως ο Γιούνκερ και ο Ολάντ. Θεωρούσαν πως το ΠΑΣΟΚ είχε ουσιαστικά τελειώσει και ως εκ τούτου έπρεπε να καλυφθεί το κενό που αφήνει στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Σε αντίθεση μ’ αυτούς, ο Σόιμπλε θεωρούσε τον ΣΥΡΙΖΑ όχι απλώς ένα ακραίο κόμμα που έπρεπε με τους κατάλληλους χειρισμούς να “εξημερωθεί”, αλλά ένα είδος πολιτικού μολυσματικού ιού, ο οποίος απειλούσε την τάξη πραγμάτων που σε μεγάλο βαθμό το Βερολίνο έχει επιβάλλει στην Ευρώπη.
Ως εκ τούτου, εξαρχής στόχος του ήταν ή να “ξεβρακώσει” πολιτικά την κυβέρνηση Τσίπρα ή να την υπονομεύσει και ανατρέψει για να λειτουργήσει ως παράδειγμα προς αποφυγή κι όχι ως παράδειγμα προς μίμηση για τους ψηφοφόρους των άλλων αδύναμων κρίκων της ευρωπαϊκής αλυσίδας. Επειδή, όμως, και ο ίδιος είχε διαπιστώσει πως στην Ελλάδα ουσιαστικά δεν υπήρχε αξιόπιστη εναλλακτική λύση, προσανατολίσθηκε στο (προσωρινό) Grexit, το οποίο θεωρούσε πως θα εξυπηρετούσε συνολικότερα και καλύτερα τη στρατηγική του.
Οι μετριοπαθείς του ευρωιερατείου συμμερίζονταν την ανάγκη η κυβέρνηση Τσίπρα να μη λειτουργήσει ως παράδειγμα προς μίμηση για τα αντισυστημικά κόμματα της υπόλοιπης Ευρώπης. Θεωρούσαν, όμως, πως το Grexit συνιστά τυχοδιωκτισμό, ο οποίος απειλεί την Ευρωζώνη. Όπως προαναφέραμε, άλλωστε, ήθελαν να μεταλλάξουν κι όχι να συντρίψουν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η επιλογή των αντιμνημονιακών ΑΝΕΛ ως εταίρου και οι αρχικές κινήσεις της κυβέρνησης Τσίπρα διέψευσαν τις προεκλογικές προσδοκίες των μετριοπαθών του ευρωιερατείου για μία γρήγορη μετεκλογική προσαρμογή του νέου πρωθυπουργού στις μνημονιακές απαιτήσεις. Παρά την απογοήτευσή τους, όμως, επέμειναν στην τακτική του μαστίγιου και του καρότου. Ο αυτοεγκλωβισμός του Τσίπρα στις αυταπάτες του και ο τρόπος που διαπραγματεύθηκε με τους δανειστές (και επί Βαρουφάκη και στη συνέχεια) δεν του άφηνε κανένα περιθώριο να ξεφύγει από τη μοίρα που του επεφύλασσαν.
Έτσι φθάσαμε στο τέλος Ιουνίου, στα δραματικά τελεσίγραφα και στην προκήρυξη δημοψηφίσματος. Μπορεί το ηχηρό “όχι” να μην άνοιξε την επιθυμητή διέξοδο στο επίπεδο των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, αλλά έπεισε το ευρωιερατείο ότι σ’ αυτή τη φάση στην Ελλάδα δεν υπάρχει πολιτική λύση χωρίς τον Τσίπρα. Η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος, σε συνδυασμό με την απόρριψη του σεναρίου Σόιμπλε για Grexit, άνοιξε τον δρόμο για τη συμφωνία της 13ης Ιουλίου και το 3ο Μνημόνιο.
Χωρίς εναλλακτική διέξοδο, με τις τράπεζες κλειστές και την ελληνική οικονομία στο χείλος του γκρεμού, ο Τσίπρας δεν είχε άλλη επιλογή από το να αποδεχθεί την επώδυνη μνημονιακή συμφωνία που του προσφέρθηκε. Η εξέλιξη ήταν ένας πολιτικός θρίαμβος για τους μετριοπαθείς του ευρωιερατείου. Κράτησαν την Ελλάδα στην Ευρωζώνη και ταυτοχρόνως δρομολόγησαν την ιδεολογικοπολιτική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως αναμενόταν, οι ψηφοφορίες για τα προαπαιτούμενα και στη συνέχεια για την έγκριση του 3ου Μνημονίου προκάλεσαν την εσωκομματική ρήξη στον κυβερνών κόμμα και τελικώς τη διάσπαση και την εκκαθάρισή του από την αριστερή πτέρυγα. Ο εκκαθαρισμένος ΣΥΡΙΖΑ προστέθηκε στο “φιλοευρωπαϊκό τόξο” και άθροισε τις ψήφους του με τις ψήφους της ΝΔ, του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ.
Από αυτές εδώ τις στήλες είχαμε εγκαίρως περιγράψει τον οδικό χάρτη τριών βημάτων του πρωθυπουργού: Το πρώτο βήμα ήταν η ολοκλήρωση της συμφωνίας για το 3ο Μνημόνιο και η εκταμίευση της πρώτης δόσης. Το δεύτερο ήταν η μετατροπή της de facto διάσπασης σε de jure. Τέλος, το τρίτο βήμα ήταν η προκήρυξη εκλογών το ταχύτερο δυνατόν για να μην προλάβουν να πάνε σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις οι επώδυνοι “λογαριασμοί” του νέου Μνημονίου, γεγονός που εκ των πραγμάτων θα είχε αρνητικές εκλογικές επιπτώσεις για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αν και το ευρωιερατείο γενικά είναι αντίθετο στη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, στη συγκεκριμένη περίπτωση επικρότησε και μάλιστα με ένθερμο τρόπο την προκήρυξή τους. Η στάση του αυτή δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι ο Τσίπρας τους είχε ενημερώσει γενικά για τον σχεδιασμό του και ειδικότερα για την πρόθεσή του να στήσει κάλπες. Οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι με τις εκλογές οριστικοποιείται η επιθυμητή εκκαθάριση του ΣΥΡΙΖΑ από την αριστερή πτέρυγα που αντιδρούσε και ως εκ τούτου δίνεται μία περαιτέρω ώθηση στη μετάλλαξη του Τσίπρα και του κόμματος που θα του απομείνει.
Στην Κουμουνδούρου ελπίζουν πως οι αναπόφευκτες εκλογικές απώλειες του νέου ΣΥΡΙΖΑ (λόγω και της Λαϊκής Ενότητας του Λαφαζάνη) θα αναπληρωθούν από τις ψήφους μετριοπαθών κεντρώων. Κεντρώων, οι οποίοι έχουν στρέψει την πλάτη στα παλιά κόμματα εξουσίας, αλλά τον περασμένο Ιανουάριο δεν είχαν ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ, επειδή δεν του είχαν εμπιστοσύνη.
Οι ψηφοφόροι αυτής της κατηγορίας μπορεί να μην εμπιστεύονται ακόμα τον Τσίπρα (και το επιτελείο του), αλλά θεωρούν ότι τώρα πια έχει μπει σε δρόμο πολιτικής ευθύνης. Έστω κι αν δεν το ομολογούν, θεωρούν την υπογραφή του νέου Μνημονίου εγγύηση ομαλότητας. Ένας σημαντικός λόγος που κάποιοι εξ αυτών, παρά τις έντονες επιφυλάξεις τους, θα ψηφίσουν το νέο ΣΥΡΙΖΑ είναι η ελπίδα τους πως μπορεί να λάβει μέτρα εναντίον της διαπλοκής και διαφθοράς. Το ελπίζουν, επειδή δεν έχει τις εξαρτήσεις από τους ολιγάρχες και τις παραδοσιακές πελατειακές σχέσεις που έχουν τα παλιά κόμματα εξουσίας. Η Κουμουνδούρου έχει συνείδηση πως αυτή η προσδοκία αποτελεί ισχυρό χαρτί και γι’ αυτό το προβάλλει κατά κόρον εν όψει των εκλογών.
Παρά τις προσδοκίες για υπεραναπλήρωση των διαρροών προς τα αριστερά, οι πρώτες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο νέος ΣΥΡΙΖΑ θα πληρώσει βαρύ εκλογικό τίμημα για την έστω και αναγκαστική μνημονιακή στροφή του. Δεν είναι μόνο παραδοσιακοί αριστεροί ψηφοφόροι του που θα τον εγκαταλείψουν. Είναι και μικρομεσαία στρώματα ποικίλης ιδεολογικοπολιτικής προέλευσης που λόγω της κρίσης έχουν πέσει στον γκρεμό ή είναι πολύ κοντά στο να πέσουν.
Μπορεί η Κουμουνδούρου να ζητάει καθαρή εντολή και να βάζει στόχο την αυτοδυναμία, αλλά όλα δείχνουν πως αυτή είναι όνειρο απατηλό. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι κατά πάσα πιθανότητα πρώτο κόμμα και θα πάρει το πριμ των 50 εδρών, αλλά θα χρειαστεί εταίρους για να σχηματίσει κυβέρνηση.
Το κόμμα του Καμμένου είναι δεδομένο πως θα συμμετάσχει στο νέο κυβερνητικό σχήμα, εάν, βεβαίως, μπει στη Βουλή. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι δεδομένο. Ο λόγος ύπαρξης των ΑΝΕΛ ήταν η αντιμνημονιακή ταυτότητά τους, η οποία τώρα πια έχει ακυρωθεί. Ακόμα κι αν περάσουν το 3% δεν θα είναι πολύ παραπάνω. Αυτό σημαίνει πως ο αριθμός των βουλευτών τους δεν θα επαρκεί για τον σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης με έναν ΣΥΡΙΖΑ, που πιθανότατα θα είναι κοινοβουλευτικά αποδυναμωμένος.
Εάν επιβεβαιωθούν οι πρώτες δημοσκοπικές ενδείξεις, που είναι συμβατές και με την πολιτική ανάλυση, η κυβερνητική σύμπραξη με το Ποτάμι θα καταστεί απαραίτητη για τον Τσίπρα. Μπορεί τώρα, για προφανείς λόγους προεκλογικής σκοπιμότητας, να απορρίπτει αυτή το σενάριο, αλλά τα πράγματα θα αλλάξουν όταν κλείσουν οι κάλπες.
Σύμφωνα με αξιόπιστη κοινοτική πηγή, μάλιστα, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη δώσει διαβεβαιώσεις στον Γιούνκερ ότι θα συμπεριλάβει το κόμμα του Θεοδωράκη στην επόμενη κυβέρνησή του. Για το ευρωιερατείο η συμμετοχή του Ποταμιού είναι ένα είδος πολιτικής εγγύησης. Υπενθυμίζουμε τις δηλώσεις του προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου Σουλτς μετά τις εκλογές του περασμέου Ιανουαρίου, αλλά και την προνομιακή αντιμέτωπιση που αυτός και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν επιφυλάξει στον Θεοδωράκη.
Αν και η πληροφορία για δέσμευση του Τσίπρα στον Γιούνκερ όσον αφορά τη συνεργασία του με το Ποτάμι δεν μπορεί να διασταυρωθεί, από πολιτικής απόψεως κουμπώνει. Όπως προαναφέραμε, κατά πάσα πιθανότητα το κόμμα του Θεοδωράκη θα είναι απαραίτητο για να σχηματιστεί μία επαρκής και στέρεη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εάν, μάλιστα, δεν μπουν στη Βουλή οι ΑΝΕΛ, θα χρειαστεί και η σύμπραξη με άλλο μικρό κόμμα. Ίσως με το ΠΑΣΟΚ, εάν, βεβαίως, αυτό καταφέρει να επιβιώσει κοινοβουλευτικά.
Κατά την ίδια κοινοτική πηγή, το ευρωιερατείο έχει πιέσει τον Τσίπρα για να σχηματίσει κυβέρνηση με στέρεη κοινοβουλευτική βάση. Πιστεύει δικαιολογημένα πως σε επόμενες κρίσιμες ψηφοφορίες για επώδυνα μνημονιακά μέτρα δεν αποκλείεται καθόλου η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να υποστεί και πρόσθετα ρήγματα. Το ίδιο ισχύει και για τους ΑΝΕΛ. Ως εκ τούτου, θεωρούν τη συμμετοχή του Ποταμιού ζωτικά αναγκαία και γι’ αυτό εξασφάλισαν την εκ των προτέρων δέσμευση του Τσίπρα. Ως πρωθυπουργός, άλλωστε, έχει και ο ίδιος συμφέρον να μην εξαρτάται από τη στάση του Καμμένου και των βουλευτών του, αλλά και δικών του βουλευτών που σ’ αυτή τη φάση με πολύ δυσκολία δέχονται να βαδίσουν το μνημονιακό μονοπάτι.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ την Κυριακή 30 Αυγούστου 2015
0 Σχόλια