Γράφει ο Γιάννης Μάρκοβιτς
Πολλοί αισθάνονται κατάπληκτοι έως προδομένοι για την ταχύτητα των εξελίξεων, ειδικά σ’ ένα κόμμα που εκτινάχθηκε, σε σύντομο χρονικό διάστημα, από ένα μικρό μονοψήφιο ποσοστό ψήφων σε μεγάλα διψήφια ποσοστά.
Ο Σύριζα βρέθηκε στην κυβέρνηση, έγινε γνωστός παγκοσμίως, υπέγραψε μια συμφωνία - μνημόνιο που κανείς δεν μπορούσε με αναμενόμενα επιχειρήματα να την ερμηνεύσει, επιδόθηκε σε απίστευτους τακτικισμούς, επένδυσε στο πρόσωπο του αρχηγού, «άδειασε» τους πάντες και τα πάντα και έφτασε σήμερα να ζητάει την ψήφο του λαού για να κυβερνήσει με απόλυτη κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Να κυβερνήσει ώστε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που δεν έχει σχέση με τις περσινές διακηρύξεις του, να υλοποιήσει ένα απόλυτα νεοφιλελεύθερο σχέδιο, που το ψήφισε μαζί με όλο το «μνημονιακό μπλοκ», το οποίο αναθεμάτιζε στο πρόσφατο παρελθόν. Θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε με τη ψυχαναλυτική ερμηνεία όλων αυτών, ψάχνοντας απαντήσεις στα βάθη του «πολιτικού ασυνείδητου». Παρόλα αυτά δεν θα το κάνουμε, αλλά θα αναζητήσουμε - όσο μπορούμε - πολιτικές ερμηνείες.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Πολλοί αισθάνονται κατάπληκτοι έως προδομένοι για την ταχύτητα των εξελίξεων, ειδικά σ’ ένα κόμμα που εκτινάχθηκε, σε σύντομο χρονικό διάστημα, από ένα μικρό μονοψήφιο ποσοστό ψήφων σε μεγάλα διψήφια ποσοστά.
Ο Σύριζα βρέθηκε στην κυβέρνηση, έγινε γνωστός παγκοσμίως, υπέγραψε μια συμφωνία - μνημόνιο που κανείς δεν μπορούσε με αναμενόμενα επιχειρήματα να την ερμηνεύσει, επιδόθηκε σε απίστευτους τακτικισμούς, επένδυσε στο πρόσωπο του αρχηγού, «άδειασε» τους πάντες και τα πάντα και έφτασε σήμερα να ζητάει την ψήφο του λαού για να κυβερνήσει με απόλυτη κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Να κυβερνήσει ώστε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που δεν έχει σχέση με τις περσινές διακηρύξεις του, να υλοποιήσει ένα απόλυτα νεοφιλελεύθερο σχέδιο, που το ψήφισε μαζί με όλο το «μνημονιακό μπλοκ», το οποίο αναθεμάτιζε στο πρόσφατο παρελθόν. Θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε με τη ψυχαναλυτική ερμηνεία όλων αυτών, ψάχνοντας απαντήσεις στα βάθη του «πολιτικού ασυνείδητου». Παρόλα αυτά δεν θα το κάνουμε, αλλά θα αναζητήσουμε - όσο μπορούμε - πολιτικές ερμηνείες.
Κατ’ αρχήν, ο Σύριζα ως κόμμα της ρεφορμιστικής Αριστεράς, με έντονα
ριζοσπαστικά στοιχεία (που αξιοποιήθηκαν για συσχέτιση με τα κοινωνικά
κινήματα), δεν υποστήριξε έναν επαναστατικό δρόμο για την εξουσία, ούτε
έθεσε ως άμεσο στόχο το σοσιαλισμό. Αυτός παρέμενε στρατηγικός στόχος,
αλλά στην Ε.Ε. και σε καπιταλιστικά παγκοσμιοποιημένες οικονομίες και με
έντονα ιμπεριαλιστικά στοιχεία και σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ο
σοσιαλισμός μοιάζει ως άπιαστος - εν ζωή - παράδεισος.
Δεύτερον, ο Σύριζα κέρδισε τις εκλογές με μια «τεχνητή» πλειοψηφία (μπόνους 50 εδρών), αναλαμβάνοντας να κυβερνήσει δίχως να κατέχει εξουσία, χωρίς ισχυρούς πολιτικούς συμμάχους, πατώντας πάνω σ’ έναν συγκυριακό αντιδιαλεκτικό διαχωρισμό («μνημόνιο - αντιμνημόνιο») που δεν μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικούς και ταξικούς διαχωρισμούς και ταξικότητα στην πολιτική πρακτική.
Τρίτον, στο εσωτερικό τοπίο της χώρας, είχε να αντιμετωπίσει την εχθρότητα των τριών «πυλώνων» (μέσα μαζικής ενημέρωσης, τράπεζες και πολιτική εξουσία) - η στάση που κράτησε έναντί τους ήταν στην πράξη ουδέτερη, ενώ φραστικά, «ευγενικά επιθετική» - και την καιροσκοπική αντιμετώπιση, η οποία στηριζόταν σε συμφέροντα και προσδοκίες, διαφόρων συνδικαλιστών στελεχών και αυτοδιοικητικών «αρχόντων».
Τέταρτον, το πολιτικό και διοικητικό προσωπικό που κλήθηκε να υπηρετήσει το πολιτικό όραμα του Σύριζα (γενικόλογο, ασαφές και ελλιπώς δομημένο και μελετημένο) αποδείχθηκε είτε ανέτοιμο, είτε άπειρο, είτε ήταν γαλουχημένο σε λογικές, πρακτικές και νοοτροπίες προηγούμενων κυβερνήσεων («άλλαξε ο Μανωλιός και φόρεσε τα ρούχα του αλλιώς»).
Πέμπτον, η αυθαίρετη παραδοχή της κυβερνητικής ομάδας ότι όποιος είναι πανεπιστημιακός είναι κατάλληλος στη διοίκηση του κράτους, οδήγησε σε μια μονοσήμαντη επιλογή προσώπων, αφήνοντας παράμερα το πολιτικό και ιδεολογικό κριτήριο, προκρίνοντας μια ασαφή τεχνοκρατία (να θυμίσουμε ότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ επέλεγαν τα στελέχη για τη Δημόσια Διοίκηση κυρίως με βάση την κομματικότητά τους).
Αυτές οι λίγες παραδοχές, μπορούν - σε συνδυασμό με ιστορικά παραδείγματα κομμάτων στην Ευρώπη - να ερμηνεύσουν την πολιτική μετάλλαξη του Σύριζα. Μια πολιτική μετάλλαξη σε κόμμα του «ενός ανδρός αρχή», σε αρχηγοκεντρικό κόμμα το οποίο επενδύει στην πολιτική επικοινωνία, σ’ ένα κόμμα που διαμορφώνει την πολιτική του ανάλογα με τις βραχυπρόθεσμες στοχεύσεις και τις τακτικές κινήσεις που είτε αυτό δρομολογεί, είτε του παρουσιάζονται εξωγενώς.
Αυτή η πολιτική μετάλλαξη, σε μεταμοντέρνο νεο - σοσιαλιστικό κόμμα, θα το κάνει να αναζητήσει πολιτικά στηρίγματα σε κόμματα της Ε.Ε. που δεν έχουν λόγο να αντιπαλεύουν το ευρύτερο νεοφιλελεύθερο πρόταγμα (προτάσσοντας όμως ως διαφοροποίηση από τα δεξιά κόμματα, μια κοινωνική ευαισθησία και μια φιλολαϊκή αταξική ρητορική).
Επί του παρόντος, ο Σύριζα εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες των πολιτικών του αντιπάλων, οι οποίοι παραπαίουν μεταξύ του διαπλεκόμενου εγκλωβισμού τους σε πολλαπλές εξαρτήσεις, της συνειδησιακής απαξίωσής τους από το εκλογικό σώμα «λόγω πρότερου βίου» και μαξιμαλιστικών κομμουνιστογενών διακηρύξεων, που αφήνουν αναπάντητα ερωτήματα, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερη - από την υφιστάμενη - αβεβαιότητα για το μέλλον της χώρας, της οικονομίας και της κοινωνίας.
Αυτή η πολιτική μετάλλαξη δεν είναι περίεργη ή μη αναμενόμενη, καθώς δεν υπήρξε κόμμα της Αριστεράς που να βρεθεί σε κυβέρνηση μέσα σ’ ένα ασφυχτικό καπιταλιστικό πλαίσιο και να υλοποιήσει μιαν ανεξάρτητη, κυρίαρχη και σοσιαλιστική πολιτική. Για να επιβιώσει πολιτικά, πρέπει να μεταλλαχθεί, να «πετάξει» από πάνω του τα «ακραία» σοσιαλιστικά, κομμουνιστικά ή επαναστατικά στοιχεία (ειδάλλως τα ενσωματώνει αδρανοποιώντας τα, ως «πολιτικό χωνευτήρι») και να προβάλλει έναν εξουσιαστικό, διλληματικό πολιτικό λόγο. Μια τέτοια πολιτική μετάλλαξη ολοκληρώνεται με την αλλαγή του ονόματος του πολιτικού φορέα, την αλλαγή των συμβόλων και της οργανωτικής δομής και λειτουργίας του. Οπότε να περιμένουμε την ολοκλήρωση αυτής της μετάλλαξης μετά το «κλείσιμο» της κάλπης;
Δεύτερον, ο Σύριζα κέρδισε τις εκλογές με μια «τεχνητή» πλειοψηφία (μπόνους 50 εδρών), αναλαμβάνοντας να κυβερνήσει δίχως να κατέχει εξουσία, χωρίς ισχυρούς πολιτικούς συμμάχους, πατώντας πάνω σ’ έναν συγκυριακό αντιδιαλεκτικό διαχωρισμό («μνημόνιο - αντιμνημόνιο») που δεν μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικούς και ταξικούς διαχωρισμούς και ταξικότητα στην πολιτική πρακτική.
Τρίτον, στο εσωτερικό τοπίο της χώρας, είχε να αντιμετωπίσει την εχθρότητα των τριών «πυλώνων» (μέσα μαζικής ενημέρωσης, τράπεζες και πολιτική εξουσία) - η στάση που κράτησε έναντί τους ήταν στην πράξη ουδέτερη, ενώ φραστικά, «ευγενικά επιθετική» - και την καιροσκοπική αντιμετώπιση, η οποία στηριζόταν σε συμφέροντα και προσδοκίες, διαφόρων συνδικαλιστών στελεχών και αυτοδιοικητικών «αρχόντων».
Τέταρτον, το πολιτικό και διοικητικό προσωπικό που κλήθηκε να υπηρετήσει το πολιτικό όραμα του Σύριζα (γενικόλογο, ασαφές και ελλιπώς δομημένο και μελετημένο) αποδείχθηκε είτε ανέτοιμο, είτε άπειρο, είτε ήταν γαλουχημένο σε λογικές, πρακτικές και νοοτροπίες προηγούμενων κυβερνήσεων («άλλαξε ο Μανωλιός και φόρεσε τα ρούχα του αλλιώς»).
Πέμπτον, η αυθαίρετη παραδοχή της κυβερνητικής ομάδας ότι όποιος είναι πανεπιστημιακός είναι κατάλληλος στη διοίκηση του κράτους, οδήγησε σε μια μονοσήμαντη επιλογή προσώπων, αφήνοντας παράμερα το πολιτικό και ιδεολογικό κριτήριο, προκρίνοντας μια ασαφή τεχνοκρατία (να θυμίσουμε ότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ επέλεγαν τα στελέχη για τη Δημόσια Διοίκηση κυρίως με βάση την κομματικότητά τους).
Αυτές οι λίγες παραδοχές, μπορούν - σε συνδυασμό με ιστορικά παραδείγματα κομμάτων στην Ευρώπη - να ερμηνεύσουν την πολιτική μετάλλαξη του Σύριζα. Μια πολιτική μετάλλαξη σε κόμμα του «ενός ανδρός αρχή», σε αρχηγοκεντρικό κόμμα το οποίο επενδύει στην πολιτική επικοινωνία, σ’ ένα κόμμα που διαμορφώνει την πολιτική του ανάλογα με τις βραχυπρόθεσμες στοχεύσεις και τις τακτικές κινήσεις που είτε αυτό δρομολογεί, είτε του παρουσιάζονται εξωγενώς.
Αυτή η πολιτική μετάλλαξη, σε μεταμοντέρνο νεο - σοσιαλιστικό κόμμα, θα το κάνει να αναζητήσει πολιτικά στηρίγματα σε κόμματα της Ε.Ε. που δεν έχουν λόγο να αντιπαλεύουν το ευρύτερο νεοφιλελεύθερο πρόταγμα (προτάσσοντας όμως ως διαφοροποίηση από τα δεξιά κόμματα, μια κοινωνική ευαισθησία και μια φιλολαϊκή αταξική ρητορική).
Επί του παρόντος, ο Σύριζα εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες των πολιτικών του αντιπάλων, οι οποίοι παραπαίουν μεταξύ του διαπλεκόμενου εγκλωβισμού τους σε πολλαπλές εξαρτήσεις, της συνειδησιακής απαξίωσής τους από το εκλογικό σώμα «λόγω πρότερου βίου» και μαξιμαλιστικών κομμουνιστογενών διακηρύξεων, που αφήνουν αναπάντητα ερωτήματα, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερη - από την υφιστάμενη - αβεβαιότητα για το μέλλον της χώρας, της οικονομίας και της κοινωνίας.
Αυτή η πολιτική μετάλλαξη δεν είναι περίεργη ή μη αναμενόμενη, καθώς δεν υπήρξε κόμμα της Αριστεράς που να βρεθεί σε κυβέρνηση μέσα σ’ ένα ασφυχτικό καπιταλιστικό πλαίσιο και να υλοποιήσει μιαν ανεξάρτητη, κυρίαρχη και σοσιαλιστική πολιτική. Για να επιβιώσει πολιτικά, πρέπει να μεταλλαχθεί, να «πετάξει» από πάνω του τα «ακραία» σοσιαλιστικά, κομμουνιστικά ή επαναστατικά στοιχεία (ειδάλλως τα ενσωματώνει αδρανοποιώντας τα, ως «πολιτικό χωνευτήρι») και να προβάλλει έναν εξουσιαστικό, διλληματικό πολιτικό λόγο. Μια τέτοια πολιτική μετάλλαξη ολοκληρώνεται με την αλλαγή του ονόματος του πολιτικού φορέα, την αλλαγή των συμβόλων και της οργανωτικής δομής και λειτουργίας του. Οπότε να περιμένουμε την ολοκλήρωση αυτής της μετάλλαξης μετά το «κλείσιμο» της κάλπης;
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια