Τι δεν έγινε τον Ιούλιο του 1974

Γράφει ο Μελέτης Μελετόπουλος
Mέρες που είναι, οι μεγαλύτεροι θυμόμαστε την Μεταπολίτευση του 1974 και τις δραματικές συνθήκες υπό τις οποίες αυτή πραγματοποιήθηκε.
Θυμόμαστε και δεν θα ξεχάσουμε την εγκληματική απόπειρα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου που οργάνωσε η χούντα του Ιωαννίδη, που έδωσε το πρόσχημα στην Τουρκία να εισβάλει και να καταλάβει το βόρειο τμήμα της Κύπρου.
Θυμόμαστε ότι το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας δεν αντιστάθηκε στους εισβολείς και άφησε την Κύπρο ανυπεράσπιστη στις βαρβαρικές ορδές.
Και θυμόμαστε ότι κανείς από τους αξιωματικούς που δεν τήρησαν τον όρκο τους, δεν ανέλαβε τις ευθύνες του και δεν έπραξε αυτό που η στρατιωτική τιμή επιτάσσει.
Το αντικείμενο του σημερινού σημειώματος, όμως, είναι να δούμε αν κατά την Μεταπολίτευση έγιναν λάθη και παραλείψεις, που οι συνέπειές τους φτάνουν μέχρι την σημερινή χρεωκοπία της χώρας μας. Αν, δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίο εγκαθιδρύθηκε η δημοκρατία του 1974 ευθύνεται για την σημερινή συνολική κατάρρευση.
Η στρατιωτική χούντα, λοιπόν, η ίδια που ανέτρεψε τους πολιτικούς το 1967, τους κάλεσε πίσω έντρομη, μόλις ο Αττίλας εισέβαλε στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου του 1974. Μετά από μακρά σύσκεψη υπό την προεδρία του στρατηγού Γκιζίκη, διορισμένου προέδρου του στρατιωτικού καθεστώτος, εκλήθη ο Κ. Καραμανλής από το Παρίσι.
Στις 24 Ιουλίου την νύχτα, ο Καραμανλής σχημάτισε την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, με υπουργούς βασικά πολιτευτές της προδικτατορικής ΕΡΕ (Ράλλης, Αβέρωφ, Στράτος, Παπακωνσταντίνου, Γκίκας, Τσάτσος, Λάσκαρης κλπ.) και κάποιους της Ενώσεως Κέντρου (Μαύρος, Πεσματζόγλου, Αθ. Κανελλόπουλος, Κουλουμπής), μαζί με λίγους αντιστασιακούς (Πρωτοπαππάς, Μαγκάκης) και τεχνοκράτες (Ζολώτας).
Στην συνέχεια, στις εκλογές που ακολούθησαν, τα δύο τότε μεγάλα κόμματα, η ΝΔ και η Ένωση Κέντρου, στελεχώθηκαν από το προ-απριλιανό στελεχιακό δυναμικό τους. Ήταν μία νεκρανάσταση του προδικτατορικού καθεστώτος, και όχι η ριζική πολιτική ανανέωση που απαιτούσε η συγκυρία.
Πίσω από τον Καραμανλή στοιχήθηκε έτσι όλος ο παλαιός πολιτικός κόσμος, που επανήλθε μαζικά στο προσκήνιο. Υπήρχαν ασφαλώς έντιμοι και ικανοί, αλλά μαζί τους επανέκαμψε και ο εσμός των παλαιοκομματικών και των φαύλων, όλων όσων ευθύνονταν για την παρακμή και την εκτροπή του κοινοβουλευτισμού κατά την δεκαετία του ’60, και που τώρα αισθάνονταν «δικαιωμένοι» λόγω της  εθνικής τραγωδίας που προκάλεσαν οι συνταγματάρχες.
Ασφαλώς το 1974 η χώρα απαλλάχθηκε από μία δικτατορία, ασφαλώς εγκαθιδρύθηκαν δημοκρατικοί θεσμοί, ασφαλώς στο δημοψήφισμα ο λαός αποφάσισε κυρίαρχα για το πολιτειακό του μέλλον, ασφαλώς εγκαθιδρύθηκε ένα πλαίσιο ελευθερίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ασφαλώς δρομολογήθηκε η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Αλλά τα πρόσωπα που εκλήθησαν να υπηρετήσουν όλα αυτά, είχαν άλλες προδιαγραφές και άλλες σκοπιμότητες.
Διότι οι πολιτικοί που επανήλθαν στην εξουσία το 1974, ενώ είχαν την ευκαιρία να κάνουν αυτοκριτική, να αλλάξουν νοοτροπία και να εκσυγχρονισθούν, αντιθέτως (όπως γράφει για την παλινόρθωση των Βουρβώνων στην Γαλλία ο Αντρέ Μωρουά) «δεν διδάχθηκαν τίποτα, δεν μετανόησαν για τίποτα».
Γεμάτοι αλαζονεία και αυταρχισμό, πολιτεύθηκαν ξανά με τις γνωστές μεθόδους τους, ανάστησαν τα πελατειακά τους δίκτυα και τις παλαιοκομματικές τους μεθόδους, επανέφεραν την οικογενειοκρατία και την ευνοιοκρατία, και βεβαίως τη βαθειά τους απέχθεια για τον εκσυγχρονισμό του κράτους και της οικονομίας.
Ούτε ίχνος αυτοκριτικής δεν ακούστηκε από κανέναν τους, για την πολιτεία τους κατά τη δεκαετία του ’60, για το γεγονός ότι οδήγησαν τότε τη δημοκρατία σε αποσύνθεση και παρέδωσαν τη χώρα στη στρατιωτική χούντα. Ούτε ίχνος αλλαγής στον τριτοκοσμικό τρόπο με τον οποίον πολιτεύονταν και κυβερνούσαν.
Το βασικό τους μέλημα υπήρξε και πάλι, όπως και στο παρελθόν, η διασφάλιση της τοπικής πολιτικής τους βάσης, η εξυπηρέτηση των πελατειακών τους δικτύων, οι διορισμοί, τα ρουσφέτια, η προώθηση των συγγενών και ευνοουμένων τους, ο αποκλεισμός των ικανών και ευφυών ώστε να μην υπάρχει ανταγωνισμός και να μην γίνονται δυσάρεστες συγκρίσεις.
Η μοναρχία καταργήθηκε, αλλά τη θέση της πήραν οι κληρονομικές δυναστείες πολιτευτών, οι γόνοι των οποίων κατέρχονται στο στημένο παιχνίδι του κοινοβουλευτισμού με πλήθος πόρων, ώστε ο απλός υποψήφιος είναι αδύνατον να τους ανταγωνισθεί. Η διαφθορά, η διαπλοκή, η αναξιοκρατία, η βαλκανικού τύπου αντίληψη της πολιτικής διαδικασίας, έδωσαν τελικά το στίγμα.
Δηλαδή, οι δομές της δημοκρατίας του 1974 εγκαθιδρύθηκαν με τέτοιον τρόπο, ώστε υπονόμευσαν και την ίδια την ένταξη της χώρας στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, που  το κατεστημένο της μεταπολίτευσης έθεσε ως κύριο στόχο του. Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1979 και στην Ευρωζώνη το 2002 απαιτούσε βαθειές διοικητικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, που η φαυλοκρατική ολιγαρχία της μεταπολίτευσης δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει, γιατί θα έπρεπε να σταματήσει να διορίζει, να διακινεί «μαύρο χρήμα», να ελέγχει τη δικαιοσύνη, να συντηρεί εικονικά πανεπιστήμια. Δηλαδή το ίδιο το πολιτικό σύστημα δεν ήταν και δεν είναι διατεθειμένο να υπηρετήσει τον κεντρικό του στόχο, τη θέση της Ελλάδας στην ΕΕ.
Τότε, όμως, γιατί επελέγη και διακομματικά στηρίχθηκε από τη φαυλοκρατία της Μεταπολίτευσης η «ευρωπαϊκή προοπτική»; Γιατί, όπως έλεγε ο μακαρίτης Παναγιώτης Κονδύλης, το ανίκανο πολιτικό σύστημα ήθελε «άλλοι να μας τρέφουν και άλλοι να υπερασπίζονται τα σύνορά μας», δηλαδή ήθελε έναν εξωτερικό κηδεμόνα και προστάτη, που να διασφαλίζει την  απρόσκοπτη εσωτερική κυριαρχία του με ξένα χρήματα.
Επομένως, αυτό που δεν έγινε τον Ιούλιο του 1974, ήταν η ίδρυση ενός σύγχρονου πολιτικού καθεστώτος που θα πραγματοποιούσε τον πολιτικό και διοικητικό εκσυγχρονισμό της χώρας και θα εγγυάτο την πραγματική και όχι εικονική ένταξή μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Αυτό πληρώνει η Ελλάδα αυτήν τη στιγμή.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου. 



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια