Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Το ερώτημα θα είναι ναι ή όχι στο τελεσίγραφο, με τον Τσίπρα και όλους τους υπουργούς να παίρνουν ξεκάθαρη θέση υπέρ του “όχι”.
Αν και ο πρωθυπουργός υπογράμμισε πως το αντικείμενο του δημοψηφίσματος δεν έχει να κάνει με την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, ήταν εξαρχής σαφές πως τόσο η εγχώρια αντιπολίτευση όσο και το ευρωιερατείο θα επιχειρήσουν να μεταθέσουν το δίλημμα από το “ναι” ή “όχι” στο τελεσίγραφο των δανειστών στο δίλημμα “ευρώ ή δραχμή”. Έτσι και έγινε.
Η ΝΔ, το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησαν εξαιρετικά σκληρές εκφράσεις για να καταδικάσουν την πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Ουσιαστικά την κατηγορούν πως εξωθούν την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, στην τηλεφωνική επικοινωνία που ο πρωθυπουργός είχε με τη Μέρκελ προκειμένου να την ενημερώσει για την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η καγκελάριος έδωσε μία τέτοια διάσταση. Όχι όμως και ο Ολάντ.
Η αντιπολίτευση κατηγορεί επίσης τον Τσίπρα πως με την προκήρυξη δημοψηφίσματος μεταθέτει την ευθύνη της απόφασης στους πολίτες. Η κυβέρνηση αντιπαραθέτει τη δημοκρατική αρχή κι αυτό είναι ένα ισχυρό επιχείρημα όχι μόνο έναντι των Ελλήνων, αλλά και έναντι της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.
Όλο το προηγούμενο διάστημα, όταν οι διαπραγματεύσεις έδειχναν να περιέρχονται σε αδιέξοδο, αρκετοί υπουργοί και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έκαναν δηλώσεις για προσφυγή στον λαό. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, όμως, έσπευδε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το μήνυμα προς το ευρωιερατείο να θολώνει και να μην λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Δεν ελήφθη σοβαρά ούτε κι όταν το είπε ο ίδιος ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του στο κανάλι Star. Προβάλλοντας τον ευσεβή πόθο τους, ορισμένοι είχαν τότε ερμηνεύσει τη δήλωσή του για προκήρυξη δημοψηφίσματος σαν έναν τρόπο για να νομιμοποιήσει πολιτικά την αποδοχή μίας επώδυνης συμφωνίας και την παραβίαση της λαϊκής εντολής του Ιανουαρίου. Είχαν δει, μάλιστα, στο δημοψήφισμα έναν τρόπο για να εξουδετερωθούν οι αναπόφευκτες μαζικές και πιθανότατα ανεξέλεγκτες εσωκομματικές αντιδράσεις.
Αν και ο Τσίπρας ήταν πεπεισμένος πως η μελλοντική κυβέρνησή του θα κατέληγε σ’ έναν έντιμο συμβιβασμό με τους δανειστές, στην Κουμουνδούρου είχαν καταλήξει από τις αρχές του 2014 πως ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσουν μία ενδεχόμενη προσπάθεια στραγγαλισμού της μελλοντικής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η προκήρυξη δημοψηφίσματος.
Το σχετικό ερώτημα είχε τεθεί επανειλημμένως και πιεστικά προς τον Τσίπρα και τα στελέχη του κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Τότε, η Κουμουνδούρου διαβεβαίωνε πως θα απαλλάξει τον ελληνικό λαό από τις μνημονιακές πολιτικές σε συνθήκες οικονομικής ομαλότητας και εντός Ευρωζώνης. Αυτή ήταν η πρόθεσή της, αλλά δεν μπορούσε να εγγυηθεί πως θα εξελίσσονταν έτσι τα πράγματα. Κι αυτό, επειδή δεν είχε εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη του “ξενοδόχου”.
Η απάντηση που προεκλογικά έδινε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πως δεν υπάρχει περίπτωση ρήξης, επειδή η Ελλάδα είναι συστημικός κίνδυνος για την Ευρωζώνη. Στην πραγματικότητα, δεν ήθελε να εμπλακεί προεκλογικά σε μία συζήτηση που εκ των πραγμάτων τον έφερνε σε μειονεκτική θέση. Δικαιολογημένα φοβόταν πως εάν μιλούσε τη γλώσσα της αλήθειας θα διευκόλυνε τους αντιπάλους του, οι οποίοι κινδυνολογούσαν, προκαλώντας αιμορραγία στο τραπεζικό σύστημα.
Δεν χρειάσθηκε να περάσει πολύς χρόνος μετά τις εκλογές για να φανεί πως οι διαβεβαιώσεις της Κουμουνδούρου δεν είχαν πολιτικό αντίκρισμα. Τώρα, μάλιστα, που ο κόμπος έφθασε στο χτένι, ο Τσίπρας κινδύνευε να βρεθεί υπόλογος και εάν δεχόταν το τελεσίγραφο των δανειστών, αλλά και εάν προχωρούσε μόνος του σε ρήξη. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση είχε σοβαρό πρόβλημα πολιτικής νομιμοποίησης, το οποίο θα εκμεταλλεύονταν στο έπακρο οι αντίπαλοί της.
Η προκήρυξη εκλογών, την οποία υποστήριξαν ορισμένα κυβερνητικά στελέχη, μπορούσε να καλύψει αυτό το κενό πολιτικής νομιμοποίησης. Δεν είναι, όμως, σε θέση να αλλάξει ριζικά τους όρους της αντιπαράθεσης με τους δανειστές. Στην καλύτερη περίπτωση οι νέες εκλογές θα αύξαναν λίγο το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, εξασφαλίζοντάς του αυτοδυναμία. Αυτό θα είχε σημασία εάν αντιμετώπιζε πρόβλημα με τους ΑΝΕΛ. Το κόμμα του Καμμένου, όμως, δεν έχει δημιουργήσει προβλήματα στον Τσίπρα.
Το δημοψήφισμα μπορεί όχι μόνο να καλύψει το κενό πολιτικής νομιμοποίησης, αλλά και να επηρεάσει αποφασιστικά τους όρους της αντιπαράθεσης με τους δανειστές. Το πρώτο πολιτικό πλεονέκτημά του για την κυβέρνηση είναι ότι, σε αντίθεση με τις εκλογές, στο δημοψήφισμα μπορεί να αθροισθούν πολιτικά οι αντιμνημονιακές ψήφοι. Το ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν οι ψηφοφόροι είναι εάν αποδέχονται ή όχι το τελεσίγραφο των δανειστών, δηλαδή την επιστροφή ή όχι στο μνημονιακό μονοπάτι.
Αυτό το τελεσίγραφο δεν θα το απορρίψουν κατά κανόνα μόνο οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ. Θα το απορρίψουν κατά κανόνα και οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ, μικρότερων αντιμνημονιακών κομμάτων, αλλά και της Χρυσής Αυγής. Με άλλα λόγια, η απόρριψη του τελεσιγράφου έχει τις προϋποθέσεις να συγκεντρώσει μία άνετη απόλυτη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος και ως εκ τούτου να έχει ιδιαίτερη πολιτική ισχύ.
Το δεύτερο πολιτικό πλεονέκτημα που έχει το δημοψήφισμα είναι ότι η απόρριψη της επιστροφής στο μνημονιακό μονοπάτι θα ακυρώσει τον ισχυρισμό του ευρωιερατείου πως ο ελληνικός λαός έπεσε θύμα των λαϊκιστικών και ανεδαφικών προεκλογικών υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Θα ακυρωθεί, δηλαδή, η πολιτική βάση της στρατηγικής εκβιασμού του Τσίπρα.
Εάν επικρατήσει το “όχι”, το ευρωιερατείο θα υποχρεωθεί να επανακαθορίσει τη στάση του. Αυτή τη φορά βάση θα είναι το κριτήριο τι θέλει να κάνει με την Ελλάδα ως χώρα κι όχι η προσδοκία πως μπορεί να αποσταθεροποιήσει την ανεπιθύμητη κυβέρνησή της.
Στην Αθήνα ελπίζουν πως ένα ηχηρό “όχι” μπορεί να οδηγήσει σε επανέναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων, εάν όχι στην αποδοχή της τελευταίας ελληνικής πρότασης. Δεν αποκλείεται, όμως, και να οδηγήσουν σε κλιμάκωση της ρήξης με απροσδιόριστες συνέπειες. Οι προθέσεις των δανειστών θα αρχίσουν να φαίνονται στη σαββατιάτικη συνεδρίαση του Eurogroup.
Με τον χρόνο να μετράει αντίστροφα, με τους δανειστές ουσιαστικά να αρνούνται τη διαπραγμάτευση και με την κυβέρνηση να απορρίπτει την πρόταση-τελεσίγραφο, ο πρωθυπουργός δεν είχε πια πολλές επιλογές. Στην πραγματικότητα, είχε εγκλωβιστεί. Μ’ αυτή την έννοια, η προκήρυξη του δημοψηφίσματος είναι μία φυγή προς τα εμπρός. Η κίνηση αυτή, άλλωστε, όπως προαναφέραμε, ήταν εδώ και πολύ καιρό στην πολιτική φαρέτρα της κυβέρνησης.
Ο πρωθυπουργός δεν επιθυμούσε τα πράγματα να φθάσουν σ’ αυτό το σημείο, αλλά οι δανειστές δεν του άφησαν άλλη διέξοδο. Οι εναλλακτικές που είχε ήταν ή να αποδεχθεί την απαράδεκτη πρόταση των δανειστών ή να αφεθεί σε μία πολιτικά μη διαχειρίσιμη κατάσταση που θα προέκυπτε από τη μη πληρωμή της δόσης στο ΔΝΤ και τη συνεπακόλουθη πρόκληση οικονομικού πανικού.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, η αντίστροφη μέτρηση άρχισε όταν στη συνάντησή του με τη Μέρκελ και τον Ολάντ το πρωί της Παρασκευής διαπίστωσε πως απέναντί του είχε τοίχο. Για μία ακόμα φορά οι δύο ηγέτες, παρά τις μεταξύ τους διαφωνίες, παρέπεμψαν τον Έλληνα πρωθυπουργό στην Τρόικα και στο Eurogroup, όπου κατά γενική ομολογία κυριαρχεί το πνεύμα του Σόιμπλε. Το γενικότερο κλίμα, άλλωστε, ήταν αποπνικτικό. Οι πιέσεις ήταν κάτι περισσότερο από ασφυκτικές και οι απειλές ευθείες.
Το μεσημέρι της Παρασκευής συνεργάτης του πρωθυπουργού μας είπε ότι στο σημείο που είχαν φθάσει τα πράγματα ο Τσίπρας δεν είχε πολλές επιλογές. «Θα καταβληθεί μία ύστατη προσπάθεια συμβιβασμού, αλλά εάν οι δανειστές επιμείνουν στις παράλογες απαιτήσεις τους, η προσφυγή στον λαό θα καταστεί αναπόφευκτη».
Η ύστατη προσπάθεια ήταν οι πρόσθετες υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς και η ευελιξία που αυτή επέδειξε προκειμένου να γεφυρωθεί το χάσμα ενόψει του σαββατιάτικου Eurogroup. Η αμετακίνητη στάση των δανειστών δεν άφησε άλλη επιλογή.
Αν και οι δανειστές επένδυαν όλο αυτό το διάστημα τις διαπραγματεύσεις με τεχνοκρατικό-οικονομικό μανδύα, ήταν εξόφθαλμο πως επρόκειτο πρωτίστως για πολιτικού χαρακτήρα επιχείρηση με έντονα στοιχεία εκβιασμού. Κυβερνητική πηγή υποστηρίζει πως προκάλεσαν ασφυξία στην ελληνική οικονομία για να εξαναγκάσουν την κυβέρνηση σε άνευ όρων παράδοση. Εάν, μάλιστα, αντιστεκόταν μέχρι το τέλος μεθόδευαν θα προκαλέσουν την αποσταθεροποίησή της.
Είναι απολύτως ενδεικτική η δήλωση ανώτατου Ευρωπαίου αξιωματούχου πριν από δύο περίπου μήνες πως εάν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν ματώσει, λαμβάνοντας μέτρα υψηλού πολιτικού κόστους, όπως το ασφαλιστικό και τα εργασιακά, δεν πρόκειται να πάρει συμφωνία. Το τελεσίγραφο των δανειστών επιβεβαιώνει εκείνη τη δήλωση.
Στο ευρωιερατείο θεωρούσαν δικαιολογημένα πως εάν υποχρέωναν τον Τσίπρα να λερώσει τα χέρια του με “αίμα”, θα έχανε το ηθικό πλεονέκτημά του. Για την ακρίβεια, θα υποχρεωνόταν να υπερασπίσει τις επιλογές του, γεγονός που με τη σειρά του θα τον εξωθούσε να αλλάξει συμμαχίες και στην εσωτερική πολιτική σκηνή.
Κυνηγώντας τη συμφωνία, ο πρωθυπουργός έκανε αλλεπάλληλες μονομερείς υποχωρήσεις για να προσεγγίσει τις απαιτήσεις των δανειστών. Κυβερνητικό στέλεχος ομολογεί ότι από ένα χρονικό σημείο και πέρα ο Τσίπρας βρέθηκε υπό την επήρεια αρχικά του Γιούνκερ και στη συνέχεια και της Μέρκελ. Για την ακρίβεια, πείστηκε πως και αυτοί επιδιώκουν συμφωνία. Κατά συνέπεια, συνέπλευσε μαζί τους για να παραμερίσει τον Σόιμπλε που επιδιώκει Grexit και κατ’ επέκτασιν για να δρομολογηθεί μία εποικοδομητική πολιτική διαπραγμάτευση με αμοιβαία πρόθεση τη γεφύρωση των διαφορών.
Παρά τις διαδοχικές συναντήσεις σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, όμως, πραγματική πολιτική διαπραγμάτευση δεν έγινε μέχρι τώρα. Το Βερολίνο παρέμεινε σταθερό σε δύο θέσεις: Πρώτον, ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ στην ελληνική υπόθεση είναι αναγκαία. Δεύτερον, ότι οι ηγέτες δεν θα αναμιχθούν στις διαπραγματεύσεις, με την έννοια ότι δεν θα καθορίσουν τις ορίζουσες της επιδιωκόμενης συμφωνίας. Με άλλα λόγια, ενώ ο Σόιμπλε βγήκε κάποιες στιγμές από τη σκηνή, η μπάλα δεν έφυγε ποτέ από το γήπεδό του.
Η αγωνιώδης προσπάθεια του πρωθυπουργού να επιτύχει έναν έστω και ετεροβαρή συμβιβασμό τον οδήγησε να αφεθεί σε μία διαδικασία που εκτός από πολιτική φθορά είχε και άλλη παρενέργεια. Η κυβέρνηση έριξε τα κάθε είδους αποθεματικά στη μαύρη τρύπα της εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων, χωρίς ελπίδα να τα πάρει πίσω. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως στην πραγματικότητα από την ελληνική οικονομία έφυγαν οριστικά περίπου επτά δισ που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για αποπληρωμές (σχεδόν 4% του ΑΕΠ).
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα όριο στο μέχρι που μπορεί να υποχωρήσει. Το ίδιο ισχύει, άλλωστε, και για όσους τον ψήφισαν. Είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν σημαντικές εκπτώσεις στις προεκλογικές εξαγγελίες της Κουμουνδούρου, αλλά όχι επιστροφή στο μνημονιακό μονοπάτι και μάλιστα με δυσμενέστερους όρους. Με την ύστατη πρότασή του, ο Τσίπρας υπερέβη αυτά τα όρια, ελπίζοντας ότι κατ’ αυτό τον τρόπο θα επιτύχει μία συμφωνία.
Όταν, όμως, διαπίστωσε ότι απαιτούν από αυτόν γη και ύδωρ έκανε στροφή 180 μοιρών και προκήρυξε στο δημοψήφισμα. Για μία ακόμα φορά επιβεβαιώθηκε το δίδαγμα της ιστορίας πως όταν τραβάς υπέρμετρα το σκοινί αρκετές φορές σπάει.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ την Κυριακή 28 Ιουνίου 2015
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια