Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος
Είμαστε σίγουροι πως όταν οι Έλληνες Πολίτες θα είναι έτοιμοι, τότε θα βρεθεί αμέσως ο κατάλληλος πολιτικός ηγέτης – ο οποίος θα τους οδηγήσει σε ένα πραγματικά ελπιδοφόρο, αξιοπρεπές, υπερήφανο και ανεξάρτητο μέλλον.
Περαιτέρω, είμαστε ανέκαθεν της άποψης πως δεν είναι τόσο σημαντικό το χρέος, δημόσιο ή ιδιωτικό, σε απόλυτο μέγεθος, όσο ο τρόπος εξυπηρέτησης του. Για παράδειγμα, εάν η Ελλάδα κατάφερνε να επεκτείνει το χρόνο αποπληρωμής των δανείων της από τα κράτη (240 δις €) σε πάνω από 60 χρόνια, με επιτόκια ανάλογα με αυτά της ΕΚΤ, επιτυγχάνοντας παράλληλα μία ονομαστική (συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού) αύξηση του ΑΕΠ μόλις κατά 4% σε ετήσιο μέσον όρο, χωρίς ελλείμματα, τότε το χρέος, θα μειωνόταν σταδιακά, πληθωριστικά, πάνω από 9 δις € ετήσια.
Με τους τόκους δε σχεδόν μηδενικούς για τα 240 δις €, η επιβάρυνση των δαπανών του προϋπολογισμού (η οποία είναι ήδη χαμηλή, στα 6 δις € από άνω των 16 δις € στο παρελθόν), θα ήταν αμελητέα. Η εικόνα (σε ονομαστικά μεγέθη, με περίπου στοιχεία, με τη μείωση του χρέους των 240 δις € σε όρους αγοραστικής αξίας, με πληθωρισμό 4%, χωρίς πραγματική ανάπτυξη), θα ήταν τότε η εξής:
.
* ΑΕΠ Ελλάδας 2008 = 233,2 δις € – Χρέος Ελλάδας / ΑΕΠ 2008 = 112,9% – Αύξηση του ΑΕΠ μόνο με τον πληθωρισμό του 4%
** Αποπληθωρισμένο με 4%, θεωρητικό, σε όρους αγοραστικής
αξίας, χωρίς την εξόφληση των 90 δις € (υπόλοιπα από τα 240 δις € των
κρατών), αλλά την «ανακύκλωση» τους.
.
Ακριβώς για τους παραπάνω λόγους, το ελληνικό χρέος θεωρείται ήδη κατά πολύ πιο βιώσιμο από το ιταλικό, με βάση βέβαια τα διεθνή λογιστικά πρότυπα – κάτι που δυστυχώς δεν «επικοινωνεί» καθόλου σωστά προς τις αγορές, η ελληνική κυβέρνηση.
Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να ισχύσει και για ένα μεγάλο μέρος του ιδιωτικού χρέους, οι δυνατότητες αποπληρωμής του οποίου είναι ευθέως ανάλογες με τα εισοδήματα των οφειλετών. Το θέμα ουσιαστικά, πάντοτε κατά την υποκειμενική μας άποψη, δεν είναι η μη πληρωμή των χρεών, αλλά οι δυνατότητες εξόφλησης τους – να μην θέλει κανείς δηλαδή να του χαριστεί κάτι, αλλά να έχει την ικανότητα να πληρώνει, εξασφαλίζοντας αφενός μεν τις σωστές προϋποθέσεις, αφετέρου δουλειά, εισόδημα, μισθό.
Σε μία τέτοια περίπτωση θα αυξανόταν παράλληλα και η αξία των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων, κυρίως τα ακίνητα, οι τιμές των οποίων έχουν καταρρεύσει – με τη ζημία να ξεπερνάει τα 500 δις €, δημιουργώντας παράλληλα τεράστια προβλήματα στους ιδιοκτήτες (χαμηλά ενοίκια, ανοίκιαστες κατοικίες κοκ.), από τα διαφυγόντα κέρδη.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια πως δεν θα θεωρούσαμε «ευχής έργο», ευτυχή και εξαιρετικά επιθυμητή δηλαδή, τη διαγραφή χρέους. Εν τούτοις, δεν ξεχνάμε πως η πρώτη ερώτηση που οφείλει να απασχολεί τον καθένα είναι τα ανταλλάγματα, κυρίως όμως το ποιός θα επιβαρυνθεί με την (τις) διαγραφές – ποιός θα πληρώσει δηλαδή το λογαριασμό.
.
Κάτι τέτοιο είναι αναμφίβολα άδικο, καθώς επίσης πολύ δύσκολο για τις ξένες κυβερνήσεις – οι οποίες στην πραγματικότητα θα πρόδιδαν κυριολεκτικά τους λαούς τους, εάν το αποδεχόταν (με εξαίρεση φυσικά τη Γερμανία, η οποία μας χρωστάει τεράστια ποσά που δεν απαιτούμε δυστυχώς επίσημα επειδή, μεταξύ άλλων, χρωστάμε).
Προφανώς οι Πολίτες των χωρών της Ευρωζώνης, οι οποίοι ουσιαστικά ανέλαβαν το ελληνικό δημόσιο χρέος αποπληρώνοντας τους τοκογλύφους (μεταξύ των οποίων και τις δικές τους τράπεζες, οι οποίες όμως είναι ιδιωτικές και δεν τους ανήκουν), δεν έχουν καμία ευθύνη για εκείνο το μέρος του ελληνικού χρέους, το οποίο μας επιβαρύνει ασφαλώς άδικα – προερχόμενο από την πολιτική διαφθορά, από το χρηματισμό Ελλήνων εκ μέρους των πολυεθνικών, για την πώληση των προϊόντων τους σε υψηλές τιμές στη χώρα μας κοκ.
Όσον αφορά τώρα το ιδιωτικό χρέος, τυχόν διαγραφή μεγάλου ή μικρότερου μέρους του, θα επιβάρυνε τις τράπεζες που δεν πηγαίνουν ήδη καθόλου καλά (άρθρο), ενώ ανήκουν πλειοψηφικά στο κράτος, μέσω του ΤΧΣ – το οποίο χρηματοδότησαν οι φορολογούμενοι Έλληνες, αφού οι ενισχύσεις των τραπεζικών κεφαλαίων (41 δις € οι σχετικά πρόσφατες) εγγράφηκαν τον προϋπολογισμό. Επομένως, το κόστος της διαγραφής θα το επωμίζονταν οι ίδιοι οι Έλληνες – ενώ οι Πολίτες που δεν χρωστούν στις τράπεζες, οπότε δεν θα επωφελούνταν από τη διαγραφή, θα ήταν οι μεγάλοι χαμένοι.
Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε πως εάν το κράτος κατάφερνε αργότερα να πουλήσει τις μετοχές των τραπεζών που κατέχει, σε φυσιολογικές τιμές, το δημόσιο χρέος θα περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό – γεγονός όμως που δεν διευκολύνεται επίσης καθόλου από τις δημόσιες συζητήσεις περί διαγραφών, λόγω των οποίων καταρρέουν καθημερινά οι τραπεζικές μετοχές, μαζί με ολόκληρο το χρηματιστήριο.
Συνεχίζοντας, οφείλουμε να γνωρίζουμε ένα ακόμη πρόβλημα που δημιουργείται, από τη στάση της πολιτικής μας ηγεσίας στο θέμα του χρέους: την αδυναμία δανεισμού κράτους και επιχειρήσεων από τις αγορές, με βιώσιμα επιτόκια. Εδώ οφείλουμε να γνωρίζουμε πως το επιτόκιο δανεισμού του δημοσίου, καθορίζει το αντίστοιχο των τραπεζών – οπότε, τις δυνατότητες, καθώς επίσης το επιτόκιο δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Όταν λοιπόν η δημόσια τοποθέτηση μας είναι υπέρ της διαγραφής, τότε τα επιτόκια, με τα οποία θα μας δάνειζαν δυνητικά οι αγορές, αυξάνονται εκθετικά – οπότε αδυνατεί να δανεισθεί τόσο το κράτος, όσο και οι τράπεζες. Κανένας δεν δανείζει μία χώρα που σχεδιάζει να μην πληρώσει το 50% των χρεών της, να εξοφλεί τα υπόλοιπα όποτε και αν θέλει, απαιτώντας παράλληλα να συνεχίσουν να τη χρηματοδοτούν με χαμηλά επιτόκια!
Κατ’ επακόλουθο, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τα χρήματα που χρειάζονται οι επιχειρήσεις, οπότε δεν επενδύουν, υποχρεώνονται σε απολύσεις ή χρεοκοπούν – με δυσμενείς συνέπειες για την ανάπτυξη, για τα έσοδα του δημοσίου, για την ανεργία, για τη ζήτηση, για την κατανάλωση, καθώς επίσης για τον ήδη αποψιλωμένο παραγωγικό ιστό της πατρίδας μας. Φυσικά δε, κανένας λογικός επενδυτής δεν αγοράζει μετοχές ή ομόλογα των τραπεζών, όταν οι επισφάλειες τους αυξάνονται – επίσης όχι των επιχειρήσεων, γνωρίζοντας πως κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν.
Έτσι δημιουργούμε δυστυχώς τις προϋποθέσεις της συνέχισης της παραμονής του ΔΝΤ στην Ελλάδα, της παράτασης των εγκληματικών μνημονίων, της διατήρησης της απώλειας της εθνικής μας κυριαρχίας, της περαιτέρω καταστροφής της οικονομίας μας (η οποία δεν πηγαίνει καθόλου καλά – ανάλυση), της κατάρρευσης του χρηματιστηρίου μας σε απελπιστικά χαμηλό ύψος κοκ. Κυριολεκτικά λοιπόν «βάζουμε τα χεράκια μας και βγάζουμε τα ματάκια μας», κατά τη γνωστή έκφραση.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που απαιτείται από όλους μας είναι ρεαλισμός και πραγματισμός – αφού δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από την ουτοπία, καθώς επίσης από τη διασπορά ψευδών ελπίδων, όσον αφορά τουλάχιστον την οικονομία και την πολιτική.
Απαιτείται επίσης πολιτική σταθερότητα, η οποία δεν αποκλείει βέβαια τις εκλογές, αλλά έχει ανάγκη από τη συμφωνία των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων, στα ελάχιστα ζητούμενα: αφενός μεν όσον αφορά τη στάση της χώρας απέναντι στους δανειστές της, όποια και αν είναι, αφετέρου στον τρόπο διαχείρισης των οικονομικών της (προϋπολογισμός κλπ.).
.
Για παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι «η πύλη της Ασίας» στις ευρωπαϊκές αγορές, όπως είναι η Ιρλανδία για τις Η.Π.Α. Έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει ορισμένες περιοχές της (τον παλαιό αερολιμένα των Αθηνών κλπ.), στο Μονακό των πλουσίων πετρελαιοπαραγωγών χωρών της Μέσης Ανατολής ή να γίνει το δικό τους Λουξεμβούργο, χωρίς να υιοθετήσει αναγκαστικά τις μεθόδους του (άρθρο).
Είναι σε θέση να αξιοποιήσει σωστά την ιστορική, στενή φιλία της με τη Ρωσία, η οποία θα της εξασφάλιζε τεράστια πλεονεκτήματα σε μία σειρά από οικονομικούς ή άλλους τομείς – μεταξύ άλλων, στο «θρησκευτικό τουρισμό». Μπορεί να προσελκύσει χιλιάδες νέους τουρίστες με τα πολυάριθμα πολιτιστικά μνημεία της - επεκτείνοντας την τουριστική σεζόν και αναπτύσσοντας το χειμερινό τουρισμό.
Μπορεί και πρέπει να ιδρύσει τουριστικά γραφεία, τουλάχιστον σε ολόκληρη την Ευρώπη, έτσι ώστε να μην γίνονται οι ξενοδόχοι αντικείμενο εκμετάλλευσης των ξένων εταιρειών – κάτι που θα απαιτούσε απλά τη συνεργασία του συνδέσμου των ξενοδόχων, με την ελληνική αεροπορική εταιρεία.
Έχει τη δυνατότητα, σε συνεργασία με τα κατά τόπους προξενεία ή με τις πρεσβείες, να ιδρύσει γραφεία εξαγωγής και προώθησης των ελληνικών προϊόντων σε ξένες χώρες – δημιουργώντας χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας στον τομέα της γεωργίας, τα προϊόντα του οποίου είναι από τα καλύτερα, ποιοτικά, στον πλανήτη.
Μπορεί να προσελκύσει τις ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες, τις ισχυρότερες παγκοσμίως, παρέχοντας τους εκείνο το πλαίσιο που τους προσφέρει η Μ. Βρετανία – η οποία δεν μας έκλεψε μόνο τα μάρμαρα του Παρθενώνα, αλλά και τους εφοπλιστές μας.
Διαθέτει ένα νεαρό εργατικό δυναμικό, με σημαντικές σπουδές στο εξωτερικό, το οποίο θα είχε τη δυνατότητα, εάν του εξασφαλιζόταν οι σωστές προϋποθέσεις και αν απελευθερωνόταν από τη μιζέρια, να μεγαλουργήσει στην Ελλάδα – ιδρύοντας επιχειρήσεις σε μία σειρά από κλάδους, μεταξύ άλλων στην υψηλή τεχνολογία.
Έχει ή πρέπει να αποκτήσει τη δυνατότητα να επενδύσει περισσότερο στην παιδεία, καθώς επίσης στην έρευνα – χωρίς την οποία είναι πολύ δύσκολη η εξασφάλιση ενός επιτυχημένου μέλλοντος.
Όλα αυτά, καθώς επίσης πολλά άλλα, θα μπορούσαν να επιτρέψουν τη βιωσιμότητα του χρέους – την εξυπηρέτηση του δηλαδή, χωρίς να χρειαστεί να ζητιανεύει καμία κυβέρνηση μας. Να εκλιπαρεί για τη μείωση του ή να υπόσχεται ανόητα πως μπορεί να τα καταφέρει, χωρίς να δώσει κανένα αντάλλαγμα, διατηρώντας παράλληλα δήθεν ανέπαφη την ιδιωτική και δημόσια περιουσία των Ελλήνων.
Ολοκληρώνοντας, μπορεί να είναι λανθασμένο το ελληνικό ρητό, σύμφωνα με το οποίο «συν Αθηνά και χείρα κίνει», ή να είναι ορθολογική η θέση πως όλοι οι άλλοι φταίνε, εκτός από εμάς – οπότε είναι υποχρεωμένοι να μας συντηρούν στο διηνεκές, αφού ακόμη και αν μας χαρίσουν το 100% του χρέους, εάν δεν αλλάξει τίποτα στην Ελλάδα, πολύ γρήγορα θα καταλήξουμε στα ίδια αδιέξοδα.
Είναι όμως η άποψη μας, την οποία δικαιούμαστε να εκφράζουμε, ακόμη και όταν γνωρίζουμε πως δεν είναι καθόλου συμπαθής σε ορισμένους – διατηρώντας την ελπίδα πως αυτοί οι ορισμένοι δεν είναι η πλειοψηφία.
Είμαστε σίγουροι βέβαια πως οι περισσότεροι Έλληνες γνωρίζουν, τουλάχιστον ενδόμυχα, πως πουθενά δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα – ενώ όσο πιο πολλές «χάρες» ζητάει κανείς, τόσο πιο ακριβά τις πληρώνει.
Είμαστε επίσης σίγουροι πως όταν οι Έλληνες Πολίτες θα είναι έτοιμοι, κάτι που ελπίζουμε να μην αργήσει πολύ, τότε θα βρεθεί αμέσως ο κατάλληλος πολιτικός ηγέτης - ο οποίος θα τους οδηγήσει σε ένα πραγματικά ελπιδοφόρο, αξιοπρεπές, υπερήφανο και ανεξάρτητο μέλλον.
.
.
© Copyright 2014 — Analyst.gr.
Ινφογνώμων Πολιτικά
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Είμαστε σίγουροι πως όταν οι Έλληνες Πολίτες θα είναι έτοιμοι, τότε θα βρεθεί αμέσως ο κατάλληλος πολιτικός ηγέτης – ο οποίος θα τους οδηγήσει σε ένα πραγματικά ελπιδοφόρο, αξιοπρεπές, υπερήφανο και ανεξάρτητο μέλλον.
«Το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού έχει τα καλύτερα σπίτια, την καλύτερη μόρφωση, τους καλύτερους γιατρούς και τον καλύτερο τρόπο ζωής. Υπάρχει όμως κάτι που φαίνεται πως το χρήμα δεν κατάφερε να αγοράσει: τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι, η μοίρα του εξαρτάται από το πώς ζει το υπόλοιπο 99%. Σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, αυτό ήταν κάτι που το 1% τελικά το μάθαινε – συχνά όμως το μάθαινε πολύ αργά» (J. Stieglitz).
Οικονομία και Πολιτική
Αναμφίβολα, το βασικότερο πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομίας σήμερα είναι το παραπάνω – ακολουθούμενο από τις ασυμμετρίες, όπου ορισμένες πλεονασματικές χώρες, όπως η Γερμανία και η Κίνα, ζουν εις βάρος των ελλειμμάτων των υπολοίπων, κυρίως μέσω της «ληστείας» των εργαζομένων τους (με τη διατήρηση των μισθών σε χαμηλότερα επίπεδα από την παραγωγικότητα τους, οπότε με υποτονική την εσωτερική ζήτηση, σε συνδυασμό με τις αυξημένες εξαγωγές).Περαιτέρω, είμαστε ανέκαθεν της άποψης πως δεν είναι τόσο σημαντικό το χρέος, δημόσιο ή ιδιωτικό, σε απόλυτο μέγεθος, όσο ο τρόπος εξυπηρέτησης του. Για παράδειγμα, εάν η Ελλάδα κατάφερνε να επεκτείνει το χρόνο αποπληρωμής των δανείων της από τα κράτη (240 δις €) σε πάνω από 60 χρόνια, με επιτόκια ανάλογα με αυτά της ΕΚΤ, επιτυγχάνοντας παράλληλα μία ονομαστική (συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού) αύξηση του ΑΕΠ μόλις κατά 4% σε ετήσιο μέσον όρο, χωρίς ελλείμματα, τότε το χρέος, θα μειωνόταν σταδιακά, πληθωριστικά, πάνω από 9 δις € ετήσια.
Με τους τόκους δε σχεδόν μηδενικούς για τα 240 δις €, η επιβάρυνση των δαπανών του προϋπολογισμού (η οποία είναι ήδη χαμηλή, στα 6 δις € από άνω των 16 δις € στο παρελθόν), θα ήταν αμελητέα. Η εικόνα (σε ονομαστικά μεγέθη, με περίπου στοιχεία, με τη μείωση του χρέους των 240 δις € σε όρους αγοραστικής αξίας, με πληθωρισμό 4%, χωρίς πραγματική ανάπτυξη), θα ήταν τότε η εξής:
.
Έτος | *ΑΕΠ (182 δις € το 2013) | **Χρέος (με 330 δις το 2013) | Αποπ. Χρέος / Ον. ΑΕΠ |
2015 | 189,28 | 320,4 | 169% |
2016 | 196,85 | 311,2 | 158% |
2017 | 204,72 | 302,3 | 148% |
2018 | 212,91 | 293,8 | 138% |
Ακριβώς για τους παραπάνω λόγους, το ελληνικό χρέος θεωρείται ήδη κατά πολύ πιο βιώσιμο από το ιταλικό, με βάση βέβαια τα διεθνή λογιστικά πρότυπα – κάτι που δυστυχώς δεν «επικοινωνεί» καθόλου σωστά προς τις αγορές, η ελληνική κυβέρνηση.
Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να ισχύσει και για ένα μεγάλο μέρος του ιδιωτικού χρέους, οι δυνατότητες αποπληρωμής του οποίου είναι ευθέως ανάλογες με τα εισοδήματα των οφειλετών. Το θέμα ουσιαστικά, πάντοτε κατά την υποκειμενική μας άποψη, δεν είναι η μη πληρωμή των χρεών, αλλά οι δυνατότητες εξόφλησης τους – να μην θέλει κανείς δηλαδή να του χαριστεί κάτι, αλλά να έχει την ικανότητα να πληρώνει, εξασφαλίζοντας αφενός μεν τις σωστές προϋποθέσεις, αφετέρου δουλειά, εισόδημα, μισθό.
Σε μία τέτοια περίπτωση θα αυξανόταν παράλληλα και η αξία των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων, κυρίως τα ακίνητα, οι τιμές των οποίων έχουν καταρρεύσει – με τη ζημία να ξεπερνάει τα 500 δις €, δημιουργώντας παράλληλα τεράστια προβλήματα στους ιδιοκτήτες (χαμηλά ενοίκια, ανοίκιαστες κατοικίες κοκ.), από τα διαφυγόντα κέρδη.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια πως δεν θα θεωρούσαμε «ευχής έργο», ευτυχή και εξαιρετικά επιθυμητή δηλαδή, τη διαγραφή χρέους. Εν τούτοις, δεν ξεχνάμε πως η πρώτη ερώτηση που οφείλει να απασχολεί τον καθένα είναι τα ανταλλάγματα, κυρίως όμως το ποιός θα επιβαρυνθεί με την (τις) διαγραφές – ποιός θα πληρώσει δηλαδή το λογαριασμό.
.
Οι προβληματισμοί
Στα πλαίσια αυτά, στο θέμα του δημοσίου χρέους απέναντι στα κράτη-πιστωτές μας, τα οποία δεν είναι πλέον οι τοκογλύφοι του παρελθόντος, αυτό που θα ζητούσαμε θα ήταν ουσιαστικά, ρεαλιστικά, η μεταφορά της φορολογικής επιβάρυνσης των Ελλήνων, στους Πολίτες των άλλων χωρών.Κάτι τέτοιο είναι αναμφίβολα άδικο, καθώς επίσης πολύ δύσκολο για τις ξένες κυβερνήσεις – οι οποίες στην πραγματικότητα θα πρόδιδαν κυριολεκτικά τους λαούς τους, εάν το αποδεχόταν (με εξαίρεση φυσικά τη Γερμανία, η οποία μας χρωστάει τεράστια ποσά που δεν απαιτούμε δυστυχώς επίσημα επειδή, μεταξύ άλλων, χρωστάμε).
Προφανώς οι Πολίτες των χωρών της Ευρωζώνης, οι οποίοι ουσιαστικά ανέλαβαν το ελληνικό δημόσιο χρέος αποπληρώνοντας τους τοκογλύφους (μεταξύ των οποίων και τις δικές τους τράπεζες, οι οποίες όμως είναι ιδιωτικές και δεν τους ανήκουν), δεν έχουν καμία ευθύνη για εκείνο το μέρος του ελληνικού χρέους, το οποίο μας επιβαρύνει ασφαλώς άδικα – προερχόμενο από την πολιτική διαφθορά, από το χρηματισμό Ελλήνων εκ μέρους των πολυεθνικών, για την πώληση των προϊόντων τους σε υψηλές τιμές στη χώρα μας κοκ.
Όσον αφορά τώρα το ιδιωτικό χρέος, τυχόν διαγραφή μεγάλου ή μικρότερου μέρους του, θα επιβάρυνε τις τράπεζες που δεν πηγαίνουν ήδη καθόλου καλά (άρθρο), ενώ ανήκουν πλειοψηφικά στο κράτος, μέσω του ΤΧΣ – το οποίο χρηματοδότησαν οι φορολογούμενοι Έλληνες, αφού οι ενισχύσεις των τραπεζικών κεφαλαίων (41 δις € οι σχετικά πρόσφατες) εγγράφηκαν τον προϋπολογισμό. Επομένως, το κόστος της διαγραφής θα το επωμίζονταν οι ίδιοι οι Έλληνες – ενώ οι Πολίτες που δεν χρωστούν στις τράπεζες, οπότε δεν θα επωφελούνταν από τη διαγραφή, θα ήταν οι μεγάλοι χαμένοι.
Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε πως εάν το κράτος κατάφερνε αργότερα να πουλήσει τις μετοχές των τραπεζών που κατέχει, σε φυσιολογικές τιμές, το δημόσιο χρέος θα περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό – γεγονός όμως που δεν διευκολύνεται επίσης καθόλου από τις δημόσιες συζητήσεις περί διαγραφών, λόγω των οποίων καταρρέουν καθημερινά οι τραπεζικές μετοχές, μαζί με ολόκληρο το χρηματιστήριο.
Συνεχίζοντας, οφείλουμε να γνωρίζουμε ένα ακόμη πρόβλημα που δημιουργείται, από τη στάση της πολιτικής μας ηγεσίας στο θέμα του χρέους: την αδυναμία δανεισμού κράτους και επιχειρήσεων από τις αγορές, με βιώσιμα επιτόκια. Εδώ οφείλουμε να γνωρίζουμε πως το επιτόκιο δανεισμού του δημοσίου, καθορίζει το αντίστοιχο των τραπεζών – οπότε, τις δυνατότητες, καθώς επίσης το επιτόκιο δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Όταν λοιπόν η δημόσια τοποθέτηση μας είναι υπέρ της διαγραφής, τότε τα επιτόκια, με τα οποία θα μας δάνειζαν δυνητικά οι αγορές, αυξάνονται εκθετικά – οπότε αδυνατεί να δανεισθεί τόσο το κράτος, όσο και οι τράπεζες. Κανένας δεν δανείζει μία χώρα που σχεδιάζει να μην πληρώσει το 50% των χρεών της, να εξοφλεί τα υπόλοιπα όποτε και αν θέλει, απαιτώντας παράλληλα να συνεχίσουν να τη χρηματοδοτούν με χαμηλά επιτόκια!
Κατ’ επακόλουθο, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τα χρήματα που χρειάζονται οι επιχειρήσεις, οπότε δεν επενδύουν, υποχρεώνονται σε απολύσεις ή χρεοκοπούν – με δυσμενείς συνέπειες για την ανάπτυξη, για τα έσοδα του δημοσίου, για την ανεργία, για τη ζήτηση, για την κατανάλωση, καθώς επίσης για τον ήδη αποψιλωμένο παραγωγικό ιστό της πατρίδας μας. Φυσικά δε, κανένας λογικός επενδυτής δεν αγοράζει μετοχές ή ομόλογα των τραπεζών, όταν οι επισφάλειες τους αυξάνονται – επίσης όχι των επιχειρήσεων, γνωρίζοντας πως κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν.
Έτσι δημιουργούμε δυστυχώς τις προϋποθέσεις της συνέχισης της παραμονής του ΔΝΤ στην Ελλάδα, της παράτασης των εγκληματικών μνημονίων, της διατήρησης της απώλειας της εθνικής μας κυριαρχίας, της περαιτέρω καταστροφής της οικονομίας μας (η οποία δεν πηγαίνει καθόλου καλά – ανάλυση), της κατάρρευσης του χρηματιστηρίου μας σε απελπιστικά χαμηλό ύψος κοκ. Κυριολεκτικά λοιπόν «βάζουμε τα χεράκια μας και βγάζουμε τα ματάκια μας», κατά τη γνωστή έκφραση.
Οι διαπραγματεύσεις
Περαιτέρω, οι συζητήσεις που γίνονται για τη διαγραφή
μέρους του χρέους, την οποία μας έχει ήδη υποσχεθεί η Ευρωζώνη, ενώ
είναι όλο και περισσότεροι αυτοί που την προτείνουν (ακόμη και
Γερμανοί), οφείλουν φυσικά να συνεχιστούν – να είναι όμως μυστικές, εμπιστευτικές και σε καμία περίπτωση εκβιαστικές.
Πόσο μάλλον αφού είμαστε πλέον «δεμένοι χειροπόδαρα», μετά την υπογραφή
του PSI και την υπαγωγή των ομολόγων μας στο αγγλικό δίκαιο.
Όσον αφορά το ιδιωτικό χρέος, το οποίο συνεχίζει να είναι από τα
χαμηλότερα της Ευρώπης (γράφημα), παρουσιάζοντας όμως τεράστιες
δυσκολίες στην αποπληρωμή του (λόγω της κατάρρευσης των
εισοδημάτων, της εκτόξευσης της ανεργίας, της υπερβολικής φορολόγησης,
καθώς επίσης των χρεοκοπιών χιλιάδων επιχειρήσεων), πρέπει να
βρεθούν τρόποι που δεν θα θέσουν σε κίνδυνο τις τράπεζες, οι οποίες έτσι
και αλλιώς είναι σε εξαιρετικά άσχημη θέση – τουλάχιστον με βάση τα
πραγματικά ευρήματα του «τεστ αντοχής» της ΕΚΤ, τα οποία δεν ήταν
καθόλου αισιόδοξα (βρίσκονται εδώ, οπότε μπορεί κανείς μόνος του να τα κρίνει).Σε κάθε περίπτωση, αυτό που απαιτείται από όλους μας είναι ρεαλισμός και πραγματισμός – αφού δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από την ουτοπία, καθώς επίσης από τη διασπορά ψευδών ελπίδων, όσον αφορά τουλάχιστον την οικονομία και την πολιτική.
Απαιτείται επίσης πολιτική σταθερότητα, η οποία δεν αποκλείει βέβαια τις εκλογές, αλλά έχει ανάγκη από τη συμφωνία των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων, στα ελάχιστα ζητούμενα: αφενός μεν όσον αφορά τη στάση της χώρας απέναντι στους δανειστές της, όποια και αν είναι, αφετέρου στον τρόπο διαχείρισης των οικονομικών της (προϋπολογισμός κλπ.).
.
Επίλογος
Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο άρθρο, αντί να αναζητηθούν οι τρόποι, με τους οποίους η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει ξανά μια επιτυχημένη χώρα, όλες οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από το πώς θα μπορούσε να «σφραγίσει» την αποτυχία της. Κανένας δεν αναφέρει πως η χώρα μας έχει τη δυνατότητα να κερδίσει πάρα πολλά, εκμεταλλευόμενη σωστά το ότι είναι κράτος-μέλος της αναμφίβολα πλουσιότερης νομισματικής ένωσης του πλανήτη.Για παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι «η πύλη της Ασίας» στις ευρωπαϊκές αγορές, όπως είναι η Ιρλανδία για τις Η.Π.Α. Έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει ορισμένες περιοχές της (τον παλαιό αερολιμένα των Αθηνών κλπ.), στο Μονακό των πλουσίων πετρελαιοπαραγωγών χωρών της Μέσης Ανατολής ή να γίνει το δικό τους Λουξεμβούργο, χωρίς να υιοθετήσει αναγκαστικά τις μεθόδους του (άρθρο).
Είναι σε θέση να αξιοποιήσει σωστά την ιστορική, στενή φιλία της με τη Ρωσία, η οποία θα της εξασφάλιζε τεράστια πλεονεκτήματα σε μία σειρά από οικονομικούς ή άλλους τομείς – μεταξύ άλλων, στο «θρησκευτικό τουρισμό». Μπορεί να προσελκύσει χιλιάδες νέους τουρίστες με τα πολυάριθμα πολιτιστικά μνημεία της - επεκτείνοντας την τουριστική σεζόν και αναπτύσσοντας το χειμερινό τουρισμό.
Μπορεί και πρέπει να ιδρύσει τουριστικά γραφεία, τουλάχιστον σε ολόκληρη την Ευρώπη, έτσι ώστε να μην γίνονται οι ξενοδόχοι αντικείμενο εκμετάλλευσης των ξένων εταιρειών – κάτι που θα απαιτούσε απλά τη συνεργασία του συνδέσμου των ξενοδόχων, με την ελληνική αεροπορική εταιρεία.
Έχει τη δυνατότητα, σε συνεργασία με τα κατά τόπους προξενεία ή με τις πρεσβείες, να ιδρύσει γραφεία εξαγωγής και προώθησης των ελληνικών προϊόντων σε ξένες χώρες – δημιουργώντας χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας στον τομέα της γεωργίας, τα προϊόντα του οποίου είναι από τα καλύτερα, ποιοτικά, στον πλανήτη.
Μπορεί να προσελκύσει τις ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες, τις ισχυρότερες παγκοσμίως, παρέχοντας τους εκείνο το πλαίσιο που τους προσφέρει η Μ. Βρετανία – η οποία δεν μας έκλεψε μόνο τα μάρμαρα του Παρθενώνα, αλλά και τους εφοπλιστές μας.
Διαθέτει ένα νεαρό εργατικό δυναμικό, με σημαντικές σπουδές στο εξωτερικό, το οποίο θα είχε τη δυνατότητα, εάν του εξασφαλιζόταν οι σωστές προϋποθέσεις και αν απελευθερωνόταν από τη μιζέρια, να μεγαλουργήσει στην Ελλάδα – ιδρύοντας επιχειρήσεις σε μία σειρά από κλάδους, μεταξύ άλλων στην υψηλή τεχνολογία.
Έχει ή πρέπει να αποκτήσει τη δυνατότητα να επενδύσει περισσότερο στην παιδεία, καθώς επίσης στην έρευνα – χωρίς την οποία είναι πολύ δύσκολη η εξασφάλιση ενός επιτυχημένου μέλλοντος.
Όλα αυτά, καθώς επίσης πολλά άλλα, θα μπορούσαν να επιτρέψουν τη βιωσιμότητα του χρέους – την εξυπηρέτηση του δηλαδή, χωρίς να χρειαστεί να ζητιανεύει καμία κυβέρνηση μας. Να εκλιπαρεί για τη μείωση του ή να υπόσχεται ανόητα πως μπορεί να τα καταφέρει, χωρίς να δώσει κανένα αντάλλαγμα, διατηρώντας παράλληλα δήθεν ανέπαφη την ιδιωτική και δημόσια περιουσία των Ελλήνων.
Ολοκληρώνοντας, μπορεί να είναι λανθασμένο το ελληνικό ρητό, σύμφωνα με το οποίο «συν Αθηνά και χείρα κίνει», ή να είναι ορθολογική η θέση πως όλοι οι άλλοι φταίνε, εκτός από εμάς – οπότε είναι υποχρεωμένοι να μας συντηρούν στο διηνεκές, αφού ακόμη και αν μας χαρίσουν το 100% του χρέους, εάν δεν αλλάξει τίποτα στην Ελλάδα, πολύ γρήγορα θα καταλήξουμε στα ίδια αδιέξοδα.
Είναι όμως η άποψη μας, την οποία δικαιούμαστε να εκφράζουμε, ακόμη και όταν γνωρίζουμε πως δεν είναι καθόλου συμπαθής σε ορισμένους – διατηρώντας την ελπίδα πως αυτοί οι ορισμένοι δεν είναι η πλειοψηφία.
Είμαστε σίγουροι βέβαια πως οι περισσότεροι Έλληνες γνωρίζουν, τουλάχιστον ενδόμυχα, πως πουθενά δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα – ενώ όσο πιο πολλές «χάρες» ζητάει κανείς, τόσο πιο ακριβά τις πληρώνει.
Είμαστε επίσης σίγουροι πως όταν οι Έλληνες Πολίτες θα είναι έτοιμοι, κάτι που ελπίζουμε να μην αργήσει πολύ, τότε θα βρεθεί αμέσως ο κατάλληλος πολιτικός ηγέτης - ο οποίος θα τους οδηγήσει σε ένα πραγματικά ελπιδοφόρο, αξιοπρεπές, υπερήφανο και ανεξάρτητο μέλλον.
.
.
Ινφογνώμων Πολιτικά
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια