Όταν το επόμενο μέτρο που θέλει να επιβάλλει η Τρόικα είναι οι πλειστηριασμοί των ιδιωτικών ακινήτων στο ένα τρίτο της αντικειμενικής τους αξίας, με πρώτο «δικαιούχο» τις τράπεζες, τότε δεν υπάρχουν άλλες βιώσιμες λύσεις – φωνητικό
Analyst Team
Η χρεοκοπία είναι, χωρίς καμία αμφιβολία, ένα εξαιρετικά επώδυνο γεγονός. Εάν όμως η επιλογή είναι από τη μία πλευρά οι συνθήκες ακραίας φτώχειας, οι οποίες όμως θα μπορούσαν σταδιακά να βελτιωθούν, ενώ από την άλλη ο αργός, επώδυνος θάνατος, όπου θα λεηλατούνται μεθοδικά όλα τα περιουσιακά στοιχεία της χώρας από τους τοκογλύφους (ανάλυση), με τελική κατάληξη ξανά το θάνατο, με «απογυμνωμένη» εντελώς τη χώρα και χωρίς καμία δυνατότητα επιστροφής, τότε η μοναδική λογική απόφαση είναι ολοφάνερη.
Πόσο μάλλον όταν υπάρχει πλέον το «ηθικό έρεισμα» της έντιμης και δίκαιης άρνησης εξόφλησης του χρέους – αφού οι Έλληνες, επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, υπέμειναν υπομονετικά τα πάνδεινα, γνωρίζοντας πως έπρεπε να πληρώσουν για τα λάθη και τις παραλείψεις τους, πως είναι υποχρεωμένοι να «τιμήσουν» τα χρέη τους.
Με απλά λόγια, όταν η Τρόικα επιμένει στην «παράταση» της αδιέξοδης πολιτικής, την οποία η ίδια έχει παραδεχθεί πολλές φορές πως είναι λανθασμένη, συνεχίζοντας όμως να την επιβάλλει, τότε έχουν ξεπεραστεί τα όρια – έχει έλθει δηλαδή το «πλήρωμα του χρόνου» και είμαστε υποχρεωμένοι να αντιδράσουμε.
Φυσικά μπορεί να γίνει μία τελευταία προσπάθεια, η οποία απαιτεί τη συνεννόηση των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων, τα οποία θα έπρεπε να συμφωνήσουν άμεσα σε ένα «εθνικό σχέδιο σωτηρίας», για να υποβληθεί στην Κομισιόν – με εναλλακτική λύση, εφόσον βέβαια απορριπτόταν, τη χρεοκοπία της Ελλάδας εντός του ευρώ (το οποίο είναι αμετάκλητο για όλα ανεξαιρέτως τα κράτη-μέλη, όπως τόνισε πρόσφατα ο διοικητής της ΕΚΤ).
Γνωρίζοντας όμως τις «αρτηριοσκληρωτικές» στάσεις ή τάσεις και των δύο κομμάτων, εμείς τουλάχιστον δεν ελπίζουμε σε κάτι τέτοιο – εκτός εάν ορισμένοι πολιτικοί, καθώς επίσης η κυβερνώσα «ελίτ» της χώρας, φοβηθούν την «κάθαρση της διαφθοράς» που συνήθως συνοδεύει τη χρεοκοπία, εξαναγκάζοντας τα κόμματα να συνεννοηθούν (κάτι που δεν θεωρούμε απίθανο).
Σε κάθε περίπτωση, εάν μειωθούν οι συντάξεις και δεν αυξηθούν οι μισθοί, παράλληλα με τον περιορισμό των φορολογικών συντελεστών, δεν πρόκειται να υπάρξει ανάπτυξη – αφού όλοι οι παράγοντες του ΑΕΠ είναι αρνητικοί (κατανάλωση, επενδύσεις, δημόσιες δαπάνες, εξαγωγές). Χωρίς δημόσιες επενδύσεις άλλωστε δεν κατάφερε ποτέ καμία χώρα στον πλανήτη να ξεφύγει από μία ύφεση – πόσο μάλλον όταν στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει σωρευτικά το -25%, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, απειλώντας την με μία φυλετική εκκαθάριση άνευ προηγουμένου.
Η Τρόικα βέβαια έχει σε ένα σημείο δίκιο: στη μη υιοθέτηση των απαραίτητων διαρθρωτικών αλλαγών (βελτίωση του ανταγωνισμού μεταξύ των εταιριών, έτσι ώστε να μην μονοπωλείται από τα επιχειρηματικά καρτέλ η αγορά, επιτάχυνση των δικαστικών αποφάσεων, μείωση της γραφειοκρατίας, καταπολέμηση της διαφθοράς κοκ.), έναντι των οποίων η κυβέρνηση επέλεξε την αύξηση των φόρων, τις μαζικές απολύσεις, καθώς επίσης την κατακρεούργηση των μισθών (ανάλυση).
Από την άλλη πλευρά όμως, όταν προωθείται νόμος που προβλέπει τους πλειστηριασμούς των ακινήτων στο ένα τρίτο (1/3) της αντικειμενικής τους αξίας, με πρώτο δικαιούχο τις τράπεζες αντί το κράτος και τους δημόσιους οργανισμούς του, τότε χάνει κανείς εντελώς την εμπιστοσύνη του – όπως ακριβώς οι αμερικανοί, σύνθημα των οποίων είναι το εξής:
«Έχουμε κάθε δικαίωμα να καταστρέψουμε ένα σύστημα, το οποίο επιδιώκει να μας καταστρέψει». Ορισμένοι βέβαια θα προσέθεταν πως δεν έχουν μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση – με βάση το σύνταγμα, το οποίο απαιτεί την προστασία του κράτους, όταν αυτό κινδυνεύει όχι μόνο από την Τρόικα, αλλά και από έναν εμφύλιο πόλεμο, από άλλου είδους εσωτερικές εξεγέρσεις, από την κορύφωση της εγκληματικότητας κοκ., κατά το πρόσφατο παράδειγμα των Η.Π.Α.
Περαιτέρω, η χώρα είχε και έχει τη δυνατότητα να καταστήσει βιώσιμο το χρέος, να μπορεί δηλαδή να το εξυπηρετεί, όπως έχει αναλυθεί πολλές φορές (άρθρο). Η Ευρώπη μπορεί επίσης να το εξασφαλίσει (ανάλυση), αρκεί να το θέλει – παύοντας να υπηρετεί δουλικά το χρηματοπιστωτικό τέρας.
Πόσο μάλλον όταν η ΕΚΤ δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιωτική – σε αντίθεση με τη Fed που ανήκει στις αχόρταγες αμερικανικές τράπεζες, οι οποίες δεν θα επιθυμούσαν ποτέ το πάγωμα των χρεών (έχοντας επιλέξει ήδη τη μονεταριστική μέθοδο της αύξησης της ποσότητας χρήματος, με κατεύθυνση όμως αποκλειστικά και μόνο τα ταμεία της ελίτ του 0,01%).
Συνεχίζοντας, έχουμε την άποψη πως δεν είναι λογικό να ακολουθηθεί ο δρόμος της Ουρουγουάης, η οποία έχει χάσει το 40% των εδαφών της από τους τοκογλύφους ή αυτός της Αργεντινής – όπως είχαμε προβλέψει ήδη από το 2012 (άρθρο). Μίας χώρας δηλαδή που ενώ λεηλατήθηκε επί σειρά ετών από το ΔΝΤ, οδηγήθηκε «περιουσιακά γυμνή» στην απόλυτη χρεοκοπία – κάτι που φαίνεται από το κείμενο που υπενθυμίζουμε ξανά:
.
«Tον Αύγουστο του 2001 η Αργεντινή απευθύνθηκε για μία ακόμη φορά στο ΔΝΤ, ζητώντας ένα καινούργιο δάνειο – με στόχο να αποφύγει τη χρεοκοπία. Η κυβέρνηση της ήταν πρόθυμη να αποδεχθεί ακόμη πιο πολλές παραχωρήσεις, αναλαμβάνοντας νέες υποχρεώσεις – παρά το ότι γνώριζε ότι, υποσχόταν συνεχώς πολύ περισσότερα, από όσα μπορούσε να επιτύχει. Η χώρα δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει από την έντονη ύφεση, ούτε να ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα της, με αποτέλεσμα να αυξάνεται διαρκώς η σχέση του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ της.
Οι πιστωτές της Αργεντινής, υπό την «αιγίδα» του ΔΝΤ, κατηγορούσαν την κυβέρνηση της για επαναλαμβανόμενες πολιτικές καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μέτρων που είχαν συμφωνηθεί. Αντίθετα, η πολιτική ηγεσία της χώρας ισχυριζόταν ότι η λιτότητα, την οποία είχαν επιβάλλει οι δανειστές, οδηγούσε στην καταστροφή – αντί να της εξασφαλίσει εκείνη τη χρηματοδότηση, η οποία θα ήταν απαραίτητη για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία της, έτσι ώστε να ενισχυθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και να επανέλθει η ανάπτυξη.
Δυστυχώς, κανένα από τα δύο μέτωπα δεν κατανοούσε το αυτονόητο: το ότι δηλαδή τα μέσα που είχε η χώρα στη διάθεση της ήταν ελάχιστα, για να μπορέσει να καταπολεμήσει με επιτυχία τη διπλή κρίση δημοσίου χρέους και ύφεσης της οικονομίας της.
Με την πάροδο του χρόνου και κάτω από το βάρος των συνεχών περικοπών στα εισοδήματα τους, οι Πολίτες της Αργεντινής αντιμετώπιζαν πλέον τόσο την κυβέρνηση τους, όσο και τους δανειστές, με τον ίδιο τρόπο. Έχασαν πλέον την εμπιστοσύνη τους και στους δύο αφού έβλεπαν ότι, παρά τις συνεχείς παραχωρήσεις εκ μέρους τους, οι οποίες είχαν οδηγήσει σε ραγδαία πτώση τα εισοδήματα τους, τόσο οι οικονομικοί δείκτες, όσο και οι μελλοντικές προοπτικές συνέχιζαν να επιδεινώνονται.
Παράλληλα οι γειτονικές χώρες, ιδίως αυτές που συμμετείχαν στην οικονομική και πολιτική ζώνη Mercosur μαζί με την Αργεντινή, άρχισαν να φοβούνται τη «μετάσταση» της κρίσης στα δικά τους κράτη. Με στόχο λοιπόν να αποφύγουν τη δική τους στοχοποίηση εκ μέρους των αγορών, πίεζαν την Αργεντινή να τα καταφέρει – λαμβάνοντας ταυτόχρονα τα μέτρα τους και απομονώνοντας την, για την περίπτωση που θα αποτύγχανε. Φυσικά η στάση τους αυτή επιδείνωνε ακόμη περισσότερο τα προβλήματα της Αργεντινής.
Αφού λοιπόν το Κοινοβούλιο της χώρας είχε ψηφίσει ένα νέο πακέτο μέτρων λιτότητας, το ΔΝΤ ενέκρινε μία ακόμη δόση. Ήταν όμως πολύ αργά πια για να ανακτηθεί η χαμένη εμπιστοσύνη – με αποτέλεσμα να μειώνονται συνεχώς οι καταθέσεις στις τράπεζες, καθώς επίσης να εντείνεται η φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Φυσικά η κυβέρνηση δεν κατάφερε ούτε αυτή τη φορά να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει – ενώ οι πολιτικές (λαϊκές) πιέσεις αυξάνονταν, έως το σημείο χωρίς επιστροφή.
Το Δεκέμβριο του 2001 η Αργεντινή ανακοίνωσε ότι αδυνατούσε να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της, έκλεισε για κάποιο διάστημα τις τράπεζες της και βίωσε την μητέρα όλων των κρίσεων – την ολοκληρωτική κατάρρευση του οικονομικού της συστήματος. Η χώρα υποχρεώθηκε σε μία άτακτη χρεοκοπία, καθώς επίσης σε μία χαοτική, απρογραμμάτιστη μετάβαση σε ένα νέο νόμισμα – με διασυνοριακούς ελέγχους κεφαλαίων, με καταστροφικές υποτιμήσεις κλπ.» .
«Τα δύσκολα δεν ήλθαν ακόμη»
Analyst Team
analystsforchange
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Analyst Team
Η χρεοκοπία είναι, χωρίς καμία αμφιβολία, ένα εξαιρετικά επώδυνο γεγονός. Εάν όμως η επιλογή είναι από τη μία πλευρά οι συνθήκες ακραίας φτώχειας, οι οποίες όμως θα μπορούσαν σταδιακά να βελτιωθούν, ενώ από την άλλη ο αργός, επώδυνος θάνατος, όπου θα λεηλατούνται μεθοδικά όλα τα περιουσιακά στοιχεία της χώρας από τους τοκογλύφους (ανάλυση), με τελική κατάληξη ξανά το θάνατο, με «απογυμνωμένη» εντελώς τη χώρα και χωρίς καμία δυνατότητα επιστροφής, τότε η μοναδική λογική απόφαση είναι ολοφάνερη.
Πόσο μάλλον όταν υπάρχει πλέον το «ηθικό έρεισμα» της έντιμης και δίκαιης άρνησης εξόφλησης του χρέους – αφού οι Έλληνες, επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, υπέμειναν υπομονετικά τα πάνδεινα, γνωρίζοντας πως έπρεπε να πληρώσουν για τα λάθη και τις παραλείψεις τους, πως είναι υποχρεωμένοι να «τιμήσουν» τα χρέη τους.
Με απλά λόγια, όταν η Τρόικα επιμένει στην «παράταση» της αδιέξοδης πολιτικής, την οποία η ίδια έχει παραδεχθεί πολλές φορές πως είναι λανθασμένη, συνεχίζοντας όμως να την επιβάλλει, τότε έχουν ξεπεραστεί τα όρια – έχει έλθει δηλαδή το «πλήρωμα του χρόνου» και είμαστε υποχρεωμένοι να αντιδράσουμε.
Φυσικά μπορεί να γίνει μία τελευταία προσπάθεια, η οποία απαιτεί τη συνεννόηση των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων, τα οποία θα έπρεπε να συμφωνήσουν άμεσα σε ένα «εθνικό σχέδιο σωτηρίας», για να υποβληθεί στην Κομισιόν – με εναλλακτική λύση, εφόσον βέβαια απορριπτόταν, τη χρεοκοπία της Ελλάδας εντός του ευρώ (το οποίο είναι αμετάκλητο για όλα ανεξαιρέτως τα κράτη-μέλη, όπως τόνισε πρόσφατα ο διοικητής της ΕΚΤ).
Γνωρίζοντας όμως τις «αρτηριοσκληρωτικές» στάσεις ή τάσεις και των δύο κομμάτων, εμείς τουλάχιστον δεν ελπίζουμε σε κάτι τέτοιο – εκτός εάν ορισμένοι πολιτικοί, καθώς επίσης η κυβερνώσα «ελίτ» της χώρας, φοβηθούν την «κάθαρση της διαφθοράς» που συνήθως συνοδεύει τη χρεοκοπία, εξαναγκάζοντας τα κόμματα να συνεννοηθούν (κάτι που δεν θεωρούμε απίθανο).
Σε κάθε περίπτωση, εάν μειωθούν οι συντάξεις και δεν αυξηθούν οι μισθοί, παράλληλα με τον περιορισμό των φορολογικών συντελεστών, δεν πρόκειται να υπάρξει ανάπτυξη – αφού όλοι οι παράγοντες του ΑΕΠ είναι αρνητικοί (κατανάλωση, επενδύσεις, δημόσιες δαπάνες, εξαγωγές). Χωρίς δημόσιες επενδύσεις άλλωστε δεν κατάφερε ποτέ καμία χώρα στον πλανήτη να ξεφύγει από μία ύφεση – πόσο μάλλον όταν στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει σωρευτικά το -25%, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, απειλώντας την με μία φυλετική εκκαθάριση άνευ προηγουμένου.
Η Τρόικα βέβαια έχει σε ένα σημείο δίκιο: στη μη υιοθέτηση των απαραίτητων διαρθρωτικών αλλαγών (βελτίωση του ανταγωνισμού μεταξύ των εταιριών, έτσι ώστε να μην μονοπωλείται από τα επιχειρηματικά καρτέλ η αγορά, επιτάχυνση των δικαστικών αποφάσεων, μείωση της γραφειοκρατίας, καταπολέμηση της διαφθοράς κοκ.), έναντι των οποίων η κυβέρνηση επέλεξε την αύξηση των φόρων, τις μαζικές απολύσεις, καθώς επίσης την κατακρεούργηση των μισθών (ανάλυση).
Από την άλλη πλευρά όμως, όταν προωθείται νόμος που προβλέπει τους πλειστηριασμούς των ακινήτων στο ένα τρίτο (1/3) της αντικειμενικής τους αξίας, με πρώτο δικαιούχο τις τράπεζες αντί το κράτος και τους δημόσιους οργανισμούς του, τότε χάνει κανείς εντελώς την εμπιστοσύνη του – όπως ακριβώς οι αμερικανοί, σύνθημα των οποίων είναι το εξής:
«Έχουμε κάθε δικαίωμα να καταστρέψουμε ένα σύστημα, το οποίο επιδιώκει να μας καταστρέψει». Ορισμένοι βέβαια θα προσέθεταν πως δεν έχουν μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση – με βάση το σύνταγμα, το οποίο απαιτεί την προστασία του κράτους, όταν αυτό κινδυνεύει όχι μόνο από την Τρόικα, αλλά και από έναν εμφύλιο πόλεμο, από άλλου είδους εσωτερικές εξεγέρσεις, από την κορύφωση της εγκληματικότητας κοκ., κατά το πρόσφατο παράδειγμα των Η.Π.Α.
Περαιτέρω, η χώρα είχε και έχει τη δυνατότητα να καταστήσει βιώσιμο το χρέος, να μπορεί δηλαδή να το εξυπηρετεί, όπως έχει αναλυθεί πολλές φορές (άρθρο). Η Ευρώπη μπορεί επίσης να το εξασφαλίσει (ανάλυση), αρκεί να το θέλει – παύοντας να υπηρετεί δουλικά το χρηματοπιστωτικό τέρας.
Πόσο μάλλον όταν η ΕΚΤ δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιωτική – σε αντίθεση με τη Fed που ανήκει στις αχόρταγες αμερικανικές τράπεζες, οι οποίες δεν θα επιθυμούσαν ποτέ το πάγωμα των χρεών (έχοντας επιλέξει ήδη τη μονεταριστική μέθοδο της αύξησης της ποσότητας χρήματος, με κατεύθυνση όμως αποκλειστικά και μόνο τα ταμεία της ελίτ του 0,01%).
Συνεχίζοντας, έχουμε την άποψη πως δεν είναι λογικό να ακολουθηθεί ο δρόμος της Ουρουγουάης, η οποία έχει χάσει το 40% των εδαφών της από τους τοκογλύφους ή αυτός της Αργεντινής – όπως είχαμε προβλέψει ήδη από το 2012 (άρθρο). Μίας χώρας δηλαδή που ενώ λεηλατήθηκε επί σειρά ετών από το ΔΝΤ, οδηγήθηκε «περιουσιακά γυμνή» στην απόλυτη χρεοκοπία – κάτι που φαίνεται από το κείμενο που υπενθυμίζουμε ξανά:
.
«Tον Αύγουστο του 2001 η Αργεντινή απευθύνθηκε για μία ακόμη φορά στο ΔΝΤ, ζητώντας ένα καινούργιο δάνειο – με στόχο να αποφύγει τη χρεοκοπία. Η κυβέρνηση της ήταν πρόθυμη να αποδεχθεί ακόμη πιο πολλές παραχωρήσεις, αναλαμβάνοντας νέες υποχρεώσεις – παρά το ότι γνώριζε ότι, υποσχόταν συνεχώς πολύ περισσότερα, από όσα μπορούσε να επιτύχει. Η χώρα δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει από την έντονη ύφεση, ούτε να ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα της, με αποτέλεσμα να αυξάνεται διαρκώς η σχέση του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ της.
Οι πιστωτές της Αργεντινής, υπό την «αιγίδα» του ΔΝΤ, κατηγορούσαν την κυβέρνηση της για επαναλαμβανόμενες πολιτικές καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μέτρων που είχαν συμφωνηθεί. Αντίθετα, η πολιτική ηγεσία της χώρας ισχυριζόταν ότι η λιτότητα, την οποία είχαν επιβάλλει οι δανειστές, οδηγούσε στην καταστροφή – αντί να της εξασφαλίσει εκείνη τη χρηματοδότηση, η οποία θα ήταν απαραίτητη για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία της, έτσι ώστε να ενισχυθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και να επανέλθει η ανάπτυξη.
Δυστυχώς, κανένα από τα δύο μέτωπα δεν κατανοούσε το αυτονόητο: το ότι δηλαδή τα μέσα που είχε η χώρα στη διάθεση της ήταν ελάχιστα, για να μπορέσει να καταπολεμήσει με επιτυχία τη διπλή κρίση δημοσίου χρέους και ύφεσης της οικονομίας της.
Με την πάροδο του χρόνου και κάτω από το βάρος των συνεχών περικοπών στα εισοδήματα τους, οι Πολίτες της Αργεντινής αντιμετώπιζαν πλέον τόσο την κυβέρνηση τους, όσο και τους δανειστές, με τον ίδιο τρόπο. Έχασαν πλέον την εμπιστοσύνη τους και στους δύο αφού έβλεπαν ότι, παρά τις συνεχείς παραχωρήσεις εκ μέρους τους, οι οποίες είχαν οδηγήσει σε ραγδαία πτώση τα εισοδήματα τους, τόσο οι οικονομικοί δείκτες, όσο και οι μελλοντικές προοπτικές συνέχιζαν να επιδεινώνονται.
Παράλληλα οι γειτονικές χώρες, ιδίως αυτές που συμμετείχαν στην οικονομική και πολιτική ζώνη Mercosur μαζί με την Αργεντινή, άρχισαν να φοβούνται τη «μετάσταση» της κρίσης στα δικά τους κράτη. Με στόχο λοιπόν να αποφύγουν τη δική τους στοχοποίηση εκ μέρους των αγορών, πίεζαν την Αργεντινή να τα καταφέρει – λαμβάνοντας ταυτόχρονα τα μέτρα τους και απομονώνοντας την, για την περίπτωση που θα αποτύγχανε. Φυσικά η στάση τους αυτή επιδείνωνε ακόμη περισσότερο τα προβλήματα της Αργεντινής.
Αφού λοιπόν το Κοινοβούλιο της χώρας είχε ψηφίσει ένα νέο πακέτο μέτρων λιτότητας, το ΔΝΤ ενέκρινε μία ακόμη δόση. Ήταν όμως πολύ αργά πια για να ανακτηθεί η χαμένη εμπιστοσύνη – με αποτέλεσμα να μειώνονται συνεχώς οι καταθέσεις στις τράπεζες, καθώς επίσης να εντείνεται η φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Φυσικά η κυβέρνηση δεν κατάφερε ούτε αυτή τη φορά να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει – ενώ οι πολιτικές (λαϊκές) πιέσεις αυξάνονταν, έως το σημείο χωρίς επιστροφή.
Το Δεκέμβριο του 2001 η Αργεντινή ανακοίνωσε ότι αδυνατούσε να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της, έκλεισε για κάποιο διάστημα τις τράπεζες της και βίωσε την μητέρα όλων των κρίσεων – την ολοκληρωτική κατάρρευση του οικονομικού της συστήματος. Η χώρα υποχρεώθηκε σε μία άτακτη χρεοκοπία, καθώς επίσης σε μία χαοτική, απρογραμμάτιστη μετάβαση σε ένα νέο νόμισμα – με διασυνοριακούς ελέγχους κεφαλαίων, με καταστροφικές υποτιμήσεις κλπ.» .
«Τα δύσκολα δεν ήλθαν ακόμη»
Analyst Team
analystsforchange
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια