Θανάσιμα επίπεδα υπεριώδους ακτινοβολίας
λούζουν το γυμνό έδαφος στο καταμεσήμερο. Είναι η κορυφή του πανύψηλου
ηφαιστείου Λικανκαμπούρ στις βολιβιανές Άνδεις, στην οποία καταγράφηκαν
τα υψηλότερα επίπεδα UV που έχουν μετρηθεί ποτέ στην επιφάνεια της Γης.
Στις 29 Δεκεμβρίου του 2003, στα μέσα του καλοκαιριού του νοτίου ημισφαιρίου, ο δείκτης UV έφτασε την εξωφρενική τιμή του 43, αναφέρουν αμερικανοί και γερμανοί ερευνητές στην επιθεώρηση Frontiers in Environmental Science.
Συγκριτικά, οποιαδήποτε τιμή πάνω από 10 συνεπάγεται «ακραίο κίνδυνο βλαβών από έκθεση στον ήλιο χωρίς προστασία».
Ο δείκτης UV, ο οποίος χρησιμοποιείται διεθνώς και αναγνωρίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Μετεωρολογίας, είναι γραμμικός και ευθέως ανάλογος της έντασης της ακτινοβολίας. Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος που απαιτείται για να εμφανίσει κανείς εγκαύματα μειώνεται στο μισό όταν ο δείκτης διπλασιάζεται.
Στην οροσειρά των Άνδεων, ο τροπικός ήλιος, το υψόμετρο και τα χαμηλά επίπεδα προστατευτικού όζοντος ανεβάζουν συχνά τα επίπεδα UV σε υψηλές τιμές. Το καλοκαίρι του 2003, όμως, ένας συνδυασμός παραγόντων έριξε περαιτέρω τη συγκέντρωση του όζοντος και τσουρούφλισε το Λικανκαμπούρ.
Ερευνητές της NASA και διαφόρων γερμανικών ιδρυμάτων κατέγραψαν το ρεκόρ σχεδόν τυχαία, στη διάρκεια αποστολής στη Βολιβία για την εξερεύνηση περιοχών που μοιάζουν με το περιβάλλον του Άρη. Ο κρατήρας του ηφαιστείου Λικανκαμπούρ είχε μάλιστα προσελκύσει το ενδιαφέρον των αστροβιολόγων λόγω της ομοιότητάς το με τον κρατήρα Γκούσεβ του Άρη, στον οποίο προσεδαφίστηκε το ρομπότ Spirit το 2004.
Δεδομένου ότι η μέτρηση της ακτινοβολίας UV δεν ήταν πρωτεύων στόχος της αποστολής, οι ερευνητές δεν συνειδητοποίησαν ότι είχαν καταγράψει το ρεκόρ παρά αρκετά χρόνια αργότερα, όταν έτυχε να αναλύσουν τις μετρήσεις από δοσίμετρα UV που είχαν αφήσει στην περιοχή.
Προηγούμενες μετρήσεις είχαν δείξει ότι ο δείκτης μπορεί να φτάσει το 26 σε περιοχές μεγάλου υψομέτρου στις Άνδεις. Όμως η ερευνητική ομάδα εξεπλάγη όταν είδε τις μετρήσεις από δοσίμετρο που είχε τοποθετηθεί στην κορυφή του Λικανκαμπούρ, σε ύψος 5.917 μέτρων. Στα μέσα Δεκεμβρίου του 2003 οι τιμές έφτασαν το 30 και μια εβδομάδα αργότερα εκτινάχθηκαν στο 43.
Τα επίπεδα αυτά θα ήταν θανάσιμα για πολλούς χερσαίους και υδρόβιους οργανισμούς, καθώς η υπεριώδης ακτινοβολία προκαλεί βλάβες στο DNA, καταρράκτες στα μάτια και καρκίνο.
Οι ερευνητές διευκρινίζουν σε ανακοίνωσή τους ότι η ακραία ακτινοβολία δεν έχει άμεση σχέση με την τρύπα του όζοντος, η οποία εμφανίζεται εποχιακά πάνω από την Ανταρκτική -το Λικανκαμπούρ βρίσκεται πολύ μακριά, 2.400 χιλιόμετρα από τον ισημερινό.
Δύο φαίνεται ότι είναι οι παράγοντες που εκτίναξαν το δείκτη, σύμφωνα τουλάχιστον με τα υπολογιστικά μοντέλα της μελέτης. Ο πρώτος ήταν τα αιωρούμενα σωματίδια από πυρκαγιές και εποχικές καταιγίδες, τα οποία μπορούν να καταστρέφουν το όζον μέσω χημικών αντιδράσεων.
Ένας δεύτερος παράγοντας ίσως ήταν η ηλιακή έκλαμψη -μια έκρηξη στην επιφάνεια του Ήλιου- που ξέσπασε δύο εβδομάδες πριν από την κορύφωση της υπεριώδους ακτινοβολίας. Οι ερευνητές παραδέχονται ότι δεν μπορούν να συνδέσουν άμεσα τα δύο φαινόμενα, επισημαίνουν όμως ότι τα ηλιακά σωματίδια είναι γνωστό ότι μπορούν να επηρεάσουν τη χημεία της ατμόσφαιρας και να μειώσουν το όζον στη στρατόσφαιρα.
Όπως σχολίασε η Νάταλι Κάμπρολ της NASA και του Ινστιτούτου SETI, πρώτη συγγραφέας της μελέτης, «παρόλο που αυτό το ανησυχητικό ρεκόρ ίσως ήταν αποτέλεσμα μιας «τέλειας καταιγίδας» παραγόντων, θα μπορούσε να συμβεί ξανά».
«Οι παράγοντες που το προκάλεσαν δεν είναι σπάνιοι. Αυτό που χρειάζεται είναι καλύτερη παρακολούθηση των επιπέδων όζοντος σε αυτές τις κατοικημένες περιοχές» είπε.
Στις 29 Δεκεμβρίου του 2003, στα μέσα του καλοκαιριού του νοτίου ημισφαιρίου, ο δείκτης UV έφτασε την εξωφρενική τιμή του 43, αναφέρουν αμερικανοί και γερμανοί ερευνητές στην επιθεώρηση Frontiers in Environmental Science.
Συγκριτικά, οποιαδήποτε τιμή πάνω από 10 συνεπάγεται «ακραίο κίνδυνο βλαβών από έκθεση στον ήλιο χωρίς προστασία».
Ο δείκτης UV, ο οποίος χρησιμοποιείται διεθνώς και αναγνωρίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Μετεωρολογίας, είναι γραμμικός και ευθέως ανάλογος της έντασης της ακτινοβολίας. Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος που απαιτείται για να εμφανίσει κανείς εγκαύματα μειώνεται στο μισό όταν ο δείκτης διπλασιάζεται.
Στην οροσειρά των Άνδεων, ο τροπικός ήλιος, το υψόμετρο και τα χαμηλά επίπεδα προστατευτικού όζοντος ανεβάζουν συχνά τα επίπεδα UV σε υψηλές τιμές. Το καλοκαίρι του 2003, όμως, ένας συνδυασμός παραγόντων έριξε περαιτέρω τη συγκέντρωση του όζοντος και τσουρούφλισε το Λικανκαμπούρ.
Ερευνητές της NASA και διαφόρων γερμανικών ιδρυμάτων κατέγραψαν το ρεκόρ σχεδόν τυχαία, στη διάρκεια αποστολής στη Βολιβία για την εξερεύνηση περιοχών που μοιάζουν με το περιβάλλον του Άρη. Ο κρατήρας του ηφαιστείου Λικανκαμπούρ είχε μάλιστα προσελκύσει το ενδιαφέρον των αστροβιολόγων λόγω της ομοιότητάς το με τον κρατήρα Γκούσεβ του Άρη, στον οποίο προσεδαφίστηκε το ρομπότ Spirit το 2004.
Δεδομένου ότι η μέτρηση της ακτινοβολίας UV δεν ήταν πρωτεύων στόχος της αποστολής, οι ερευνητές δεν συνειδητοποίησαν ότι είχαν καταγράψει το ρεκόρ παρά αρκετά χρόνια αργότερα, όταν έτυχε να αναλύσουν τις μετρήσεις από δοσίμετρα UV που είχαν αφήσει στην περιοχή.
Προηγούμενες μετρήσεις είχαν δείξει ότι ο δείκτης μπορεί να φτάσει το 26 σε περιοχές μεγάλου υψομέτρου στις Άνδεις. Όμως η ερευνητική ομάδα εξεπλάγη όταν είδε τις μετρήσεις από δοσίμετρο που είχε τοποθετηθεί στην κορυφή του Λικανκαμπούρ, σε ύψος 5.917 μέτρων. Στα μέσα Δεκεμβρίου του 2003 οι τιμές έφτασαν το 30 και μια εβδομάδα αργότερα εκτινάχθηκαν στο 43.
Τα επίπεδα αυτά θα ήταν θανάσιμα για πολλούς χερσαίους και υδρόβιους οργανισμούς, καθώς η υπεριώδης ακτινοβολία προκαλεί βλάβες στο DNA, καταρράκτες στα μάτια και καρκίνο.
Οι ερευνητές διευκρινίζουν σε ανακοίνωσή τους ότι η ακραία ακτινοβολία δεν έχει άμεση σχέση με την τρύπα του όζοντος, η οποία εμφανίζεται εποχιακά πάνω από την Ανταρκτική -το Λικανκαμπούρ βρίσκεται πολύ μακριά, 2.400 χιλιόμετρα από τον ισημερινό.
Δύο φαίνεται ότι είναι οι παράγοντες που εκτίναξαν το δείκτη, σύμφωνα τουλάχιστον με τα υπολογιστικά μοντέλα της μελέτης. Ο πρώτος ήταν τα αιωρούμενα σωματίδια από πυρκαγιές και εποχικές καταιγίδες, τα οποία μπορούν να καταστρέφουν το όζον μέσω χημικών αντιδράσεων.
Ένας δεύτερος παράγοντας ίσως ήταν η ηλιακή έκλαμψη -μια έκρηξη στην επιφάνεια του Ήλιου- που ξέσπασε δύο εβδομάδες πριν από την κορύφωση της υπεριώδους ακτινοβολίας. Οι ερευνητές παραδέχονται ότι δεν μπορούν να συνδέσουν άμεσα τα δύο φαινόμενα, επισημαίνουν όμως ότι τα ηλιακά σωματίδια είναι γνωστό ότι μπορούν να επηρεάσουν τη χημεία της ατμόσφαιρας και να μειώσουν το όζον στη στρατόσφαιρα.
Όπως σχολίασε η Νάταλι Κάμπρολ της NASA και του Ινστιτούτου SETI, πρώτη συγγραφέας της μελέτης, «παρόλο που αυτό το ανησυχητικό ρεκόρ ίσως ήταν αποτέλεσμα μιας «τέλειας καταιγίδας» παραγόντων, θα μπορούσε να συμβεί ξανά».
«Οι παράγοντες που το προκάλεσαν δεν είναι σπάνιοι. Αυτό που χρειάζεται είναι καλύτερη παρακολούθηση των επιπέδων όζοντος σε αυτές τις κατοικημένες περιοχές» είπε.
0 Σχόλια