Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Η ευστάθεια της κυβέρνησης Σαμαρά και ευρύτερα η δυναμική των πολιτικών εξελίξεων ήταν συνάρτηση δύο παραγόντων. Ο πρώτος ήταν η διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ. Ο δεύτερος ήταν από το ποσοστό της Ελιάς. Εάν η διαφορά ήταν μικρότερη των τριών μονάδων, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε καταγάγει εκλογική νίκη, αλλά θα είχε υποστεί πολιτική ήττα. Γιατί αυτό;
Επειδή η χαλαρότητα της ευρωψήφου ευνοεί την εκλογική έκφραση της κοινωνικής οργής. Είναι κοινό μυστικό, άλλωστε, πως στις εθνικές εκλογές οι εγχώριες άρχουσες ελίτ, το μιντιακό σύστημα και βεβαίως το ευρωιερατείο θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να εκβιάσουν τους ψηφοφόρους, ώστε να αποτρέψουν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.
Τελικώς, η διαφορά είναι σχεδόν τέσσερις μονάδες. Πρόκειται για μία καθαρή εκλογική νίκη που, ωστόσο, δεν επαρκεί για να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση και να οδηγήσει άμεσα σε εθνικές εκλογές. Δεν διαμορφώνει το σαρωτικό πλειοψηφικό ρεύμα που θα έκαμπτε τις πολλές και μεγάλες επιφυλάξεις και των κεντροαριστερών ψηφοφόρων για την ικανότητα της Κουμουνδούρου να απεγκλωβίσει την κοινωνία από τα δεσμά του Μνημονίου και να ανατάξει την οικονομία. Με άλλα λόγια, ενώ εξασφαλίζει στο κόμμα του Τσίπρα το πολιτικό πλεονέκτημα, δεν προκαθορίζει και την έκβαση της μάχης για την εξουσία.
Όπως προαναφέραμε, η ευστάθεια της κυβέρνησης ήταν συνάρτηση και του ποσοστού της Ελιάς. Σε σύγκριση με το 2012, το ΠΑΣΟΚ έχασε έναν στους τρεις ψηφοφόρους του. Παρόλα αυτά, ο Βενιζέλος θριαμβολογεί! Ο λόγος είναι ότι συγκρίνει το ποσοστό του με αυτά που του έδιναν οι δημοσκοπήσεις κι όχι με το ποσοστό του 2012. Το ενδιαφέρον είναι ότι με τον ίδιο παράδοξο τρόπο αξιολογεί το αποτέλεσμα και το μιντιακό σύστημα.
Η αλήθεια είναι ότι η Ελιά υπέστη βαρύτατη ήττα, αλλά όχι την πανωλεθρία που προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις. Το αποτέλεσμα, πάντως, απέτρεψε προς το παρόν τη διολίσθηση του ΠΑΣΟΚ σε υπαρξιακή κρίση, η οποία με τη σειρά της θα τροφοδοτούσε διαλυτικές τάσεις. Προφανώς, το εκβιαστικό δίλημμα που προεκλογικά είχε θέσει ο Βενιζέλος εμπόδισε διαρροές κυρίως προς τη ΝΔ και δευτερευόντως προς το Ποτάμι. Όπως και να έχουν τα πράγματα, ούτε από αυτό τον λόγο θα αποσταθεροποιηθεί η κυβέρνηση Σαμαρά.
Το εκλογικό αποτέλεσμα καταγράφει με καθαρότητα τη βούληση της μεγάλης πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος να τερματίσει τις πολιτικές του Μνημονίου. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι ψηφοφόροι δεν έδωσαν στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης την εκλογική δύναμη που θα του επέτρεπε να θέσει την Ελλάδα σε άλλη τροχιά. Έχει κρίσιμη σημασία να υπογραμμισθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει απέναντί του μόνο τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Απέναντί του έχει το ευρωιερατείο και βεβαίως τις εγχώριες άρχουσες ελίτ που ελέγχουν το μιντιακό σύστημα. Με άλλα λόγια, έχει απέναντί του στο εσωτερικό σύσσωμο το κατεστημένο και στο εξωτερικό τα αφεντικά της Ευρωζώνης, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν αποφασιστικά τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία.
Για να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά σ’ αυτό το πανίσχυρο μπλοκ δυνάμεων, μία μελλοντική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει τουλάχιστον να στηρίζεται σε ευρύτατη λαϊκή πλειοψηφία. Στον κορμό αυτών που συνειδητοποιούν ότι το Μνημόνιο καταστρέφει την οικονομία και την κοινωνία. Αυτή η κατηγορία των ψηφοφόρων, όμως, εκφράζεται κομματικά κατά τρόπο που απαγορεύει την πολιτική άθροιση. Το 9,3% της Χρυσής Αυγής και το 6% του ΚΚΕ έχει την ίδια αρνητική θέση έναντι του Μνημονίου, αλλά για τους γνωστούς λόγους δεν μπορεί να αθροισθεί πολιτικά με το 26,6% του ΣΥΡΙΖΑ. Προβληματική εμφανίζεται και η άθροιση με το 3,5% των ΑΝΕΛ. Αντιθέτως, το 22,7% της ΝΔ ήδη αθροίζεται κυβερνητικά με το 8% της Ελιάς, ενώ ως εφεδρεία μπορεί να λειτουργήσει και το Ποτάμι με το 6,6%.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ελλάδα εισέρχεται σε μία φάση πολιτικού μετεωρισμού. Η «παράταξη του Μνημονίου» μπορεί να έχασε σημαντικό εκλογικό έδαφος και να είναι καθαρή μειοψηφία στο εκλογικό σώμα, αλλά δεν έχει απέναντί της ένα πλειοψηφικό αντιπολιτευτικό μέτωπο. Αυτό της επιτρέπει όχι μόνο να επιβιώσει ως κυβέρνηση τουλάχιστον μέχρι το φθινόπωρο, αλλά και να ελιχθεί εν όψει της μάχης για την εξουσία. Είναι δεδομένο, άλλωστε, ότι θα ενεργοποιήσει όλα τα μη θεσμικά αλλά ισχυρότατα ερείσματά της και θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να καλλιεργήσει τον φόβο στην κοινωνία με σκοπό να κάμψει τις αντιστάσεις της. Το μόνο σίγουρο, λοιπόν, είναι ότι εισερχόμαστε σε περίοδο έντονων πολιτικών αναταράξεων.
Πηγή περιοδικό "Επίκαιρα"
Ας Μιλήσουμε Επιτέλους
Η ευστάθεια της κυβέρνησης Σαμαρά και ευρύτερα η δυναμική των πολιτικών εξελίξεων ήταν συνάρτηση δύο παραγόντων. Ο πρώτος ήταν η διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ. Ο δεύτερος ήταν από το ποσοστό της Ελιάς. Εάν η διαφορά ήταν μικρότερη των τριών μονάδων, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε καταγάγει εκλογική νίκη, αλλά θα είχε υποστεί πολιτική ήττα. Γιατί αυτό;
Επειδή η χαλαρότητα της ευρωψήφου ευνοεί την εκλογική έκφραση της κοινωνικής οργής. Είναι κοινό μυστικό, άλλωστε, πως στις εθνικές εκλογές οι εγχώριες άρχουσες ελίτ, το μιντιακό σύστημα και βεβαίως το ευρωιερατείο θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να εκβιάσουν τους ψηφοφόρους, ώστε να αποτρέψουν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.
Τελικώς, η διαφορά είναι σχεδόν τέσσερις μονάδες. Πρόκειται για μία καθαρή εκλογική νίκη που, ωστόσο, δεν επαρκεί για να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση και να οδηγήσει άμεσα σε εθνικές εκλογές. Δεν διαμορφώνει το σαρωτικό πλειοψηφικό ρεύμα που θα έκαμπτε τις πολλές και μεγάλες επιφυλάξεις και των κεντροαριστερών ψηφοφόρων για την ικανότητα της Κουμουνδούρου να απεγκλωβίσει την κοινωνία από τα δεσμά του Μνημονίου και να ανατάξει την οικονομία. Με άλλα λόγια, ενώ εξασφαλίζει στο κόμμα του Τσίπρα το πολιτικό πλεονέκτημα, δεν προκαθορίζει και την έκβαση της μάχης για την εξουσία.
Όπως προαναφέραμε, η ευστάθεια της κυβέρνησης ήταν συνάρτηση και του ποσοστού της Ελιάς. Σε σύγκριση με το 2012, το ΠΑΣΟΚ έχασε έναν στους τρεις ψηφοφόρους του. Παρόλα αυτά, ο Βενιζέλος θριαμβολογεί! Ο λόγος είναι ότι συγκρίνει το ποσοστό του με αυτά που του έδιναν οι δημοσκοπήσεις κι όχι με το ποσοστό του 2012. Το ενδιαφέρον είναι ότι με τον ίδιο παράδοξο τρόπο αξιολογεί το αποτέλεσμα και το μιντιακό σύστημα.
Η αλήθεια είναι ότι η Ελιά υπέστη βαρύτατη ήττα, αλλά όχι την πανωλεθρία που προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις. Το αποτέλεσμα, πάντως, απέτρεψε προς το παρόν τη διολίσθηση του ΠΑΣΟΚ σε υπαρξιακή κρίση, η οποία με τη σειρά της θα τροφοδοτούσε διαλυτικές τάσεις. Προφανώς, το εκβιαστικό δίλημμα που προεκλογικά είχε θέσει ο Βενιζέλος εμπόδισε διαρροές κυρίως προς τη ΝΔ και δευτερευόντως προς το Ποτάμι. Όπως και να έχουν τα πράγματα, ούτε από αυτό τον λόγο θα αποσταθεροποιηθεί η κυβέρνηση Σαμαρά.
Το εκλογικό αποτέλεσμα καταγράφει με καθαρότητα τη βούληση της μεγάλης πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος να τερματίσει τις πολιτικές του Μνημονίου. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι ψηφοφόροι δεν έδωσαν στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης την εκλογική δύναμη που θα του επέτρεπε να θέσει την Ελλάδα σε άλλη τροχιά. Έχει κρίσιμη σημασία να υπογραμμισθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει απέναντί του μόνο τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Απέναντί του έχει το ευρωιερατείο και βεβαίως τις εγχώριες άρχουσες ελίτ που ελέγχουν το μιντιακό σύστημα. Με άλλα λόγια, έχει απέναντί του στο εσωτερικό σύσσωμο το κατεστημένο και στο εξωτερικό τα αφεντικά της Ευρωζώνης, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν αποφασιστικά τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία.
Για να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά σ’ αυτό το πανίσχυρο μπλοκ δυνάμεων, μία μελλοντική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει τουλάχιστον να στηρίζεται σε ευρύτατη λαϊκή πλειοψηφία. Στον κορμό αυτών που συνειδητοποιούν ότι το Μνημόνιο καταστρέφει την οικονομία και την κοινωνία. Αυτή η κατηγορία των ψηφοφόρων, όμως, εκφράζεται κομματικά κατά τρόπο που απαγορεύει την πολιτική άθροιση. Το 9,3% της Χρυσής Αυγής και το 6% του ΚΚΕ έχει την ίδια αρνητική θέση έναντι του Μνημονίου, αλλά για τους γνωστούς λόγους δεν μπορεί να αθροισθεί πολιτικά με το 26,6% του ΣΥΡΙΖΑ. Προβληματική εμφανίζεται και η άθροιση με το 3,5% των ΑΝΕΛ. Αντιθέτως, το 22,7% της ΝΔ ήδη αθροίζεται κυβερνητικά με το 8% της Ελιάς, ενώ ως εφεδρεία μπορεί να λειτουργήσει και το Ποτάμι με το 6,6%.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ελλάδα εισέρχεται σε μία φάση πολιτικού μετεωρισμού. Η «παράταξη του Μνημονίου» μπορεί να έχασε σημαντικό εκλογικό έδαφος και να είναι καθαρή μειοψηφία στο εκλογικό σώμα, αλλά δεν έχει απέναντί της ένα πλειοψηφικό αντιπολιτευτικό μέτωπο. Αυτό της επιτρέπει όχι μόνο να επιβιώσει ως κυβέρνηση τουλάχιστον μέχρι το φθινόπωρο, αλλά και να ελιχθεί εν όψει της μάχης για την εξουσία. Είναι δεδομένο, άλλωστε, ότι θα ενεργοποιήσει όλα τα μη θεσμικά αλλά ισχυρότατα ερείσματά της και θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να καλλιεργήσει τον φόβο στην κοινωνία με σκοπό να κάμψει τις αντιστάσεις της. Το μόνο σίγουρο, λοιπόν, είναι ότι εισερχόμαστε σε περίοδο έντονων πολιτικών αναταράξεων.
Πηγή περιοδικό "Επίκαιρα"
Ας Μιλήσουμε Επιτέλους
0 Σχόλια