Γράφει ο Σπύρος Στάλιας
Το 1999 μπήκε στη ζωή μας το ευρώ, και την 1η Ιανουαρίου 2002 κυκλοφόρησε σε όλο τον κόσμο, και σύμφωνα με την γνώση που υπήρχε τότε ή που τεχνηέντως επεβλήθη, χαιρετίστηκε ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής σκέψης, για την ενοποίηση της Ευρώπης.
Το όνομα του το πήρε επισήμως στη Μαδρίτη στις 16 Δεκεμβρίου του 1995 από τον Βέλγο εσπεραντιστή Germain Pirlot. Είχαν δουλέψει για την υλοποίηση αυτής της ιδέας ξακουστοί οικονομολόγοι του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου ρεύματος, πριν και μετά την συμφωνία του Μάαστριχτ το 1992 για την έκδοση κοινού νομίσματος, όπως οι Fred Arditti, Neil Dowling, Wim Duisenberg, Tommaso Padoa-Schioppa and Robert Tollison πανω στην από το 1960 θεωρία του Νομπελίστα Robert Mundell
Τότε το ευρώ φάνταζε σαν μια λαμπρή ιδέα που θα έκανε τις συναλλαγές και την τιμολόγηση αποτελεσματικές, που θα έλυνε το πρόβλημα της κερδοσκοπίας επί των συναλλαγματικών ισοτιμιών των ευρωπαϊκών οικονομιών, που ήσαν μικρές, μόνες και ανοικτές, αφού ήδη είχε επιτραπεί με την συναίνεση της Ουάσιγκτον (1989) η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών, και θα έλυνε το πρόβλημα του πληθωρισμού άπαξ δια παντός.
Δώδεκα χρόνια μετά η Ευρώπη πάσχει από την μεγαλύτερη έλλειψη εσωτερικής ζήτησης στην ιστορία της μετά τον πόλεμο. Όλες οι χώρες του Νότου πάσχουν από σοβαρά δημοσιονομικά ελλείμματα, από ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών, η ανεργία έχει φτάσει στα ύψη, όλες οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν στεγνώσει δεν δημιουργούν καμία πίστωση, οι επενδύσεις έχουν μειωθεί και φυσικά αποταμιεύσεις δεν παράγονται. Η κρίση αργά ή γρήγορα θα φτάσει και στο κέντρο της ΕΕ αφού η ζήτηση δραματικά μειώνεται όσο το γερμανικό κέντρο επιμένει στην συμπίεση των μισθών εσωτερικά. Αυτά είναι τα προβλήματα που τα αντιμετωπίζουμε με το γνωστό μοναδικό τρόπο της λιτότητας.
Η αιτία όμως για όλη αυτή την κατάσταση, είναι αυτή καθ' εαυτή η αρχιτεκτονική της οικοδόμησης του ευρώ και η ιδέα που έχουν για τον ρόλο του χρήματος στην οικονομία οι νεοφιλελεύθεροι-κτίστες του. Δεν ήσαν λίγοι βέβαια εκείνοι την εποχή της κατασκευής του ευρώ που έφεραν τις αντιρρήσεις τους, οι μετακεϋνσιανοί ας πούμε, αλλά ποιος τους άκουγε. Τότε, οι φωστήρες αυτοί, ούτε τον πατριάρχη τους τον Φρίντμαν δεν άκουσαν που εξέφραζε αμφιβολίες για την έκβαση του όλου εγχειρήματος.
Η ιστορία του ευρώ αρχίζει όμως από λίγο πιο μακριά. Σχηματικά θα λέγαμε ότι άρχισε με την άνοδο της Θάτσερ και του Ρέιγκαν στην εξουσία και ολοκληρώνεται το 1983 όταν ο σοσιαλιστής Πρόεδρος της Γαλλίας Μιτεράν έβαλε την ταφόπλακα της κεϋνσιανής σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη. Αυτοί έφεραν στην εξουσία το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που συνοψίζεται 'άσε την οικονομία να πορευτεί μόνη της χωρίς καμία παρέμβαση'.
Από τότε κανένα αριστερό κόμμα ή κόμμα της λαϊκής δεξιάς δεν μπόρεσε να αντισταθεί με λόγο στο κύμα του νεοφιλελευθερισμού που επεκράτησε παγκοσμίως και σε αυτό υποτάχτηκαν δουλικά οι σοσιαλδημοκράτες και η ευρωαριστερά ενώ η κομμουνιστική αριστερά ήταν ακόμα χαμένη, και ακόμα είναι, στο σταλινικό υπόδειγμα, όπου εκεί έχει κατασκηνώσει κατέχοντας ακριβώς μια παγκόσμια αλήθεια όπως ακριβώς οι νεοφιλελεύθεροι.
Αλλά παρά τα αντιθέτως προσδοκώμενα, η συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 τελικά υπονόμευσε με την μεθοδολογία της και την πρακτική της όχι μόνο την ενοποίηση της Ευρώπης αλλά και την οικονομική της πρόοδο. Η συνθήκη του Μάαστριχτ έφερε την Ευρώπη ξανά στην εποχή πριν τον Ρούζβελτ και τον Κέϋνς, στην εποχή των παρωχημένων αντιλήψεων για το χρήμα, που επί της ουσίας είναι η αιτία που η ανθρωπότητα γνώρισε αιώνες οικονομικής καθυστέρησης και βραδείας πολιτιστικής εξέλιξης. Εκεί επιστρέφουμε ξανά, αφού η ελίτ της Ευρώπης υπέκυψε στην τραπεζική πλεονεξία και στην πολιτική ανικανότητα και απληστία.
Ειδικότερα οι νεοκλασικοί θεωρούν ότι: 1) Το χρήμα είναι δεδομένο, ένα σταθερό απόθεμα (endowment) όπως ας πούμε ο χρυσός (εξωγενές, εκτός συστήματος). 2) Το χρήμα είναι ένα άλλο ακόμα αγαθό και ζητείται επειδή είναι σπάνιο. 3) Το χρήμα δεν παίζει κανένα ρόλο στην παραγωγή, απασχόληση, ανάπτυξη αλλά είναι απλά ένα μέσο τιμολόγησης των αγαθών. 4) Το χρήμα ούτως ή άλλως θα επιστρέψει στην αγορά είτε μέσω των επιχειρηματιών είτε μέσω των καταναλωτών. Θέλουμε το χρήμα για να απαλλαγούμε από αυτό αγοράζοντας αγαθά. 5) Το επιτόκιο καθορίζει την τιμή του χρήματος μέσω της προσφοράς και ζήτησης και ενώ το χρήμα είναι δεδομένο και εξωγενές το επιτόκιο είναι ενδογενές.
Τα παραπάνω συνηγορούν σε ένα κόσμο σταθερό, οι αγορές αυτόματα εκκαθαρίζονται, με σπάνια δεδομένα αγαθά.
Ας δούμε πως αυτές οι προϋποθέσεις υλοποιήθηκαν στην ΕΕ και πως αυτές οι απλοϊκές οικονομικά προϋποθέσεις είναι η αιτία της κρίσης, που αν η ΕΕ επιμείνει να τις υπηρετεί θα ζήσουμε μέρες της Γερμανίας του 1930-32.
Εφόσον το χρήμα είναι εξωγενές, που σημαίνει ότι η κεντρική τράπεζα καθορίζει το απόθεμα του χρήματος στην οικονομία και τελικά το ποσό των δανείων μέσω των μηχανισμών της, ο σκοπός της κεντρικής τράπεζας δεν είναι άλλος από το να διατηρεί τον πληθωρισμό σε χαμηλά επίπεδα (αφού ο πληθωρισμός είναι ένα νομισματικό φαινόμενο σύμφωνα με τα μυαλά των νεοφιλελευθέρων).
Κατ' επέκταση, θα πρέπει να υπάρχει ένας πλήρης διαχωρισμός μεταξύ της ΕΚΤ και των οικονομιών των κρατών. Με βάση λοιπόν την αντίληψη που είχαν οι νεοφιλελεύθεροι για το χρήμα, σχεδίασαν την ΕΚΤ. Αυτό όμως έχει δυο επιπτώσεις. Η ΕΚΤ, ως μη κρατική τράπεζα, απαγορεύτηκε εκ κατασκευής να αγοράζει τα ομόλογα των κρατών της ΕΕ, τα δε κράτη της ευρωζώνης, μετετράπησαν απλά, σε επιπρόσθετες ευρωπαϊκές εταιρείες, με συνέπεια τα ομόλογα των κρατών να καταστούν ανά πάσα στιγμή, έκθετα στην επίθεση της αγοράς ομολόγων, χωρίς καμία άμυνα από πουθενά. Η άμυνα τους υποτίθεται ότι συνίσταται στην δημοσιονομική πειθαρχία. Στην περίπτωση που ένα κράτος δεν είναι σε πειθαρχία τότε η τιμωρία του έρχεται αυτόματα από την αγορά (τράπεζες) με την επιβολή υπέρογκων επιτοκίων για νέο δανεισμό αφού το επιτόκιο είναι ενδογενές, καθορίζεται όχι από την ΕΚΤ, και το χρήμα εξωγενές από την ΕΚΤ, και περιορισμένο. Έτσι απλά ένα κράτος αναλόγως των πειρατικών ορέξεων επιθετικών κεφαλαίων μπορεί να πτωχεύσει στη βάση μιας φήμης ή ενός 'έτσι θέλω' ακόμα.
Σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές για το χρήμα, στην ΕΕ επιστρέψαμε στην βάρβαρη αντίληψη, ότι για να γίνει μια επένδυση θα πρέπει ήδη να υπάρχει δεδομένη αποταμίευση, δηλαδή να υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι. Επειδή οι πόροι είναι περιορισμένοι και επειδή τα κράτη παρουσιάζουν εγγενή αδυναμία στην αξιοποίηση τους, και επιπροσθέτως, δανειζόμενα αυτά αποκλείουν τις επιχειρήσεις από τον δανεισμό, έχει απαγορευτεί εν πολλοίς οποιαδήποτε δραστηριότητα των κρατών σε επενδυτικές δραστηριότητες πλην εκείνων, και στον ελάχιστο δυνατό βαθμό, που αφορούν στην ασφάλεια, υγεία και παιδεία. Έτσι κάθε κράτος καταδικάζεται σε διαρκή πενία και ανεργία.
Το χρήμα σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές δεν παίζει κανένα ρόλο στην παραγωγή, είναι ένα απλό μέτρο τιμολόγησης, πάντα επιστρέφει στην παραγωγή. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με την ακρογωνιαία παγκόσμια αλήθεια της νεοκλασικής ορθοδοξία, ότι καθώς η ζήτηση ενός αγαθού αυξάνεται και συνεπώς και η τιμή του, αυτό ωθεί τους καταναλωτές να αγοράσουν ένα άλλο προϊόν παρομοίων ιδιοτήτων αλλά σχετικά φθηνότερο. Κατά συνέπεια οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών ούτως ή άλλως θα επιστρέψουν στην παραγωγή. Το γεγονός ότι τα χρήματα των αποταμιεύσεων μπορούν να βρουν δρόμους σε κινητές αξίες και να μην επιστρέψουν στην παραγωγή δεν τους περνά από το μυαλό. Αυτό όμως το αξίωμα με την σειρά του ανοίγει ένα τεράστιο δρόμο σε επικίνδυνους τραπεζικούς δανεισμούς που θέτει την υπόσταση του τραπεζικού συστήματος σε τροχιά καταστροφής με ότι αυτό συνεπάγεται.
Τέλος η κατασκευή του ευρώ, χωρίς κοινό προϋπολογισμό στις Βρυξέλλες, και με μόνη πρόνοια την δημοσιονομική πειθαρχία, δεν έλαβε καθόλου οπ' όψη την παραγωγικότητα κάθε ευρωπαϊκής οικονομίας και έτσι το όλο εγχείρημα, μετά από 12 χρόνια, να καταλήξει με τις χώρες του Νότου σε ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών και με συνιστώμενη θεραπεία την λιτότητα.
Αν τώρα όλα τα παραπάνω δούμε πως έδρασαν πριν και μετά την κρίση, θα καταλάβουμε, και αυτό ισχύει για όλη την Ευρώπη, ότι η δομή του ευρώ δημιούργησε μια τραπεζική φούσκα που καθώς έσκασε μετατράπηκε σε δυσβάστακτο δημοσιονομικό έλλειμμα, και έλλειμμα ισοζυγίου πληρωμών και σε Γερμανική υπεροχή. Η μελέτη των στατιστικών στοιχείων δείχνουν ότι ως το 2008 τα μεγέθη των GIPSCI ή PIIGCS ήσαν διαχειρήσιμα και οι Γερμανικοί ισχυρισμοί ότι ο Νότος είναι αμαρτωλός είναι υποκριτικοί. Οι υποθέσεις που είχαν γίνει για το χρήμα και η οικοδόμηση του ευρώ πάνω σε αυτές τις πρωτόγονες υποθέσεις μας έφεραν ως εδώ. Τελικά το ευρώ ήταν μια τρύπα στο νερό.
Το άσχημο είναι ότι ενώ αυτές τις παραδοχές θα έπρεπε να τις είχαμε αλλάξει, επιμένουμε να τις αποδεχόμαστε, με θεραπείες που επιτείνουν το πρόβλημα της ύφεσης και της ανεργίας ενώ αυτά περί ανάκαμψης, αλήθεια; σε τι βάση και σε ποιους κλάδους; είναι λόγοι ψευδείς.
Ενώ λοιπόν γνωρίζουμε την ουσία της ασθένειας, εμείς, σύμφωνα όμως με το υπόδειγμα μας, χτυπάμε τα συμπτώματα που θα ξαναεμφανιστούν.
Η Ευρώπη λοιπόν θα πρέπει να μάθει ότι 1) το χρήμα είναι βασικό στοιχείο της παραγωγής, της ανάπτυξης, της απασχόλησης. 2) το χρήμα είναι μια κοινωνική σύμβαση. 3) το χρήμα είναι μια ροή. 4) το χρήμα είναι ενδογενές, παράγεται και χάνεται. 5) το επιτόκιο είναι εξωγενές και διανεμητικό όργανο και 5) το χρήμα μπορεί να μην επιστρέψει στην παραγωγή.
Με δεδομένα αυτά, και έχοντας κατά νου ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο υπονόμευσε την διαδικασία αύξησης της ζήτησης και του εθνικού εισοδήματος, μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας και των μισθών, πολιτικά, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να αναζητηθεί η εφαρμογή ενός καινούργιου Κεϋνσιανού μοντέλου.
Με βάση αυτό, η ΕΚΤ να καταστεί κρατική τράπεζα όλων των κρατών, η Γερμανία να εγκαταλείψει την πολιτική πλεονασμάτων με βάση την πίεση της εσωτερικής της ζήτησης ή την μη πραγματοποίηση επενδύσεων σε χώρες ευρωπαϊκές, που έχει εμπορικό πλεόνασμα, και τέλος να υιοθετηθούν αρχές για την δημιουργία ενός μοντέλου συντονισμού μισθών και δημοσιονομικής πολίτικης πανευρωπαϊκά.
Επειδή αυτά θέλουν χρόνο, τις αντιδράσεις δεν τις γνωρίζουμε, η καταστροφή μας είναι δεδομένη, καλόν είναι οι πολιτικοί μας να δουλέψουν πάνω σε ένα εθνικό πρόγραμμα ανόρθωσης με βάση το νέο εθνικό μας νόμισμα και τις επενδυτικές μας προοπτικές
Το 1999 μπήκε στη ζωή μας το ευρώ, και την 1η Ιανουαρίου 2002 κυκλοφόρησε σε όλο τον κόσμο, και σύμφωνα με την γνώση που υπήρχε τότε ή που τεχνηέντως επεβλήθη, χαιρετίστηκε ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής σκέψης, για την ενοποίηση της Ευρώπης.
Το όνομα του το πήρε επισήμως στη Μαδρίτη στις 16 Δεκεμβρίου του 1995 από τον Βέλγο εσπεραντιστή Germain Pirlot. Είχαν δουλέψει για την υλοποίηση αυτής της ιδέας ξακουστοί οικονομολόγοι του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου ρεύματος, πριν και μετά την συμφωνία του Μάαστριχτ το 1992 για την έκδοση κοινού νομίσματος, όπως οι Fred Arditti, Neil Dowling, Wim Duisenberg, Tommaso Padoa-Schioppa and Robert Tollison πανω στην από το 1960 θεωρία του Νομπελίστα Robert Mundell
Τότε το ευρώ φάνταζε σαν μια λαμπρή ιδέα που θα έκανε τις συναλλαγές και την τιμολόγηση αποτελεσματικές, που θα έλυνε το πρόβλημα της κερδοσκοπίας επί των συναλλαγματικών ισοτιμιών των ευρωπαϊκών οικονομιών, που ήσαν μικρές, μόνες και ανοικτές, αφού ήδη είχε επιτραπεί με την συναίνεση της Ουάσιγκτον (1989) η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών, και θα έλυνε το πρόβλημα του πληθωρισμού άπαξ δια παντός.
Δώδεκα χρόνια μετά η Ευρώπη πάσχει από την μεγαλύτερη έλλειψη εσωτερικής ζήτησης στην ιστορία της μετά τον πόλεμο. Όλες οι χώρες του Νότου πάσχουν από σοβαρά δημοσιονομικά ελλείμματα, από ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών, η ανεργία έχει φτάσει στα ύψη, όλες οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν στεγνώσει δεν δημιουργούν καμία πίστωση, οι επενδύσεις έχουν μειωθεί και φυσικά αποταμιεύσεις δεν παράγονται. Η κρίση αργά ή γρήγορα θα φτάσει και στο κέντρο της ΕΕ αφού η ζήτηση δραματικά μειώνεται όσο το γερμανικό κέντρο επιμένει στην συμπίεση των μισθών εσωτερικά. Αυτά είναι τα προβλήματα που τα αντιμετωπίζουμε με το γνωστό μοναδικό τρόπο της λιτότητας.
Η αιτία όμως για όλη αυτή την κατάσταση, είναι αυτή καθ' εαυτή η αρχιτεκτονική της οικοδόμησης του ευρώ και η ιδέα που έχουν για τον ρόλο του χρήματος στην οικονομία οι νεοφιλελεύθεροι-κτίστες του. Δεν ήσαν λίγοι βέβαια εκείνοι την εποχή της κατασκευής του ευρώ που έφεραν τις αντιρρήσεις τους, οι μετακεϋνσιανοί ας πούμε, αλλά ποιος τους άκουγε. Τότε, οι φωστήρες αυτοί, ούτε τον πατριάρχη τους τον Φρίντμαν δεν άκουσαν που εξέφραζε αμφιβολίες για την έκβαση του όλου εγχειρήματος.
Η ιστορία του ευρώ αρχίζει όμως από λίγο πιο μακριά. Σχηματικά θα λέγαμε ότι άρχισε με την άνοδο της Θάτσερ και του Ρέιγκαν στην εξουσία και ολοκληρώνεται το 1983 όταν ο σοσιαλιστής Πρόεδρος της Γαλλίας Μιτεράν έβαλε την ταφόπλακα της κεϋνσιανής σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη. Αυτοί έφεραν στην εξουσία το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που συνοψίζεται 'άσε την οικονομία να πορευτεί μόνη της χωρίς καμία παρέμβαση'.
Από τότε κανένα αριστερό κόμμα ή κόμμα της λαϊκής δεξιάς δεν μπόρεσε να αντισταθεί με λόγο στο κύμα του νεοφιλελευθερισμού που επεκράτησε παγκοσμίως και σε αυτό υποτάχτηκαν δουλικά οι σοσιαλδημοκράτες και η ευρωαριστερά ενώ η κομμουνιστική αριστερά ήταν ακόμα χαμένη, και ακόμα είναι, στο σταλινικό υπόδειγμα, όπου εκεί έχει κατασκηνώσει κατέχοντας ακριβώς μια παγκόσμια αλήθεια όπως ακριβώς οι νεοφιλελεύθεροι.
Αλλά παρά τα αντιθέτως προσδοκώμενα, η συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 τελικά υπονόμευσε με την μεθοδολογία της και την πρακτική της όχι μόνο την ενοποίηση της Ευρώπης αλλά και την οικονομική της πρόοδο. Η συνθήκη του Μάαστριχτ έφερε την Ευρώπη ξανά στην εποχή πριν τον Ρούζβελτ και τον Κέϋνς, στην εποχή των παρωχημένων αντιλήψεων για το χρήμα, που επί της ουσίας είναι η αιτία που η ανθρωπότητα γνώρισε αιώνες οικονομικής καθυστέρησης και βραδείας πολιτιστικής εξέλιξης. Εκεί επιστρέφουμε ξανά, αφού η ελίτ της Ευρώπης υπέκυψε στην τραπεζική πλεονεξία και στην πολιτική ανικανότητα και απληστία.
Ειδικότερα οι νεοκλασικοί θεωρούν ότι: 1) Το χρήμα είναι δεδομένο, ένα σταθερό απόθεμα (endowment) όπως ας πούμε ο χρυσός (εξωγενές, εκτός συστήματος). 2) Το χρήμα είναι ένα άλλο ακόμα αγαθό και ζητείται επειδή είναι σπάνιο. 3) Το χρήμα δεν παίζει κανένα ρόλο στην παραγωγή, απασχόληση, ανάπτυξη αλλά είναι απλά ένα μέσο τιμολόγησης των αγαθών. 4) Το χρήμα ούτως ή άλλως θα επιστρέψει στην αγορά είτε μέσω των επιχειρηματιών είτε μέσω των καταναλωτών. Θέλουμε το χρήμα για να απαλλαγούμε από αυτό αγοράζοντας αγαθά. 5) Το επιτόκιο καθορίζει την τιμή του χρήματος μέσω της προσφοράς και ζήτησης και ενώ το χρήμα είναι δεδομένο και εξωγενές το επιτόκιο είναι ενδογενές.
Τα παραπάνω συνηγορούν σε ένα κόσμο σταθερό, οι αγορές αυτόματα εκκαθαρίζονται, με σπάνια δεδομένα αγαθά.
Ας δούμε πως αυτές οι προϋποθέσεις υλοποιήθηκαν στην ΕΕ και πως αυτές οι απλοϊκές οικονομικά προϋποθέσεις είναι η αιτία της κρίσης, που αν η ΕΕ επιμείνει να τις υπηρετεί θα ζήσουμε μέρες της Γερμανίας του 1930-32.
Εφόσον το χρήμα είναι εξωγενές, που σημαίνει ότι η κεντρική τράπεζα καθορίζει το απόθεμα του χρήματος στην οικονομία και τελικά το ποσό των δανείων μέσω των μηχανισμών της, ο σκοπός της κεντρικής τράπεζας δεν είναι άλλος από το να διατηρεί τον πληθωρισμό σε χαμηλά επίπεδα (αφού ο πληθωρισμός είναι ένα νομισματικό φαινόμενο σύμφωνα με τα μυαλά των νεοφιλελευθέρων).
Κατ' επέκταση, θα πρέπει να υπάρχει ένας πλήρης διαχωρισμός μεταξύ της ΕΚΤ και των οικονομιών των κρατών. Με βάση λοιπόν την αντίληψη που είχαν οι νεοφιλελεύθεροι για το χρήμα, σχεδίασαν την ΕΚΤ. Αυτό όμως έχει δυο επιπτώσεις. Η ΕΚΤ, ως μη κρατική τράπεζα, απαγορεύτηκε εκ κατασκευής να αγοράζει τα ομόλογα των κρατών της ΕΕ, τα δε κράτη της ευρωζώνης, μετετράπησαν απλά, σε επιπρόσθετες ευρωπαϊκές εταιρείες, με συνέπεια τα ομόλογα των κρατών να καταστούν ανά πάσα στιγμή, έκθετα στην επίθεση της αγοράς ομολόγων, χωρίς καμία άμυνα από πουθενά. Η άμυνα τους υποτίθεται ότι συνίσταται στην δημοσιονομική πειθαρχία. Στην περίπτωση που ένα κράτος δεν είναι σε πειθαρχία τότε η τιμωρία του έρχεται αυτόματα από την αγορά (τράπεζες) με την επιβολή υπέρογκων επιτοκίων για νέο δανεισμό αφού το επιτόκιο είναι ενδογενές, καθορίζεται όχι από την ΕΚΤ, και το χρήμα εξωγενές από την ΕΚΤ, και περιορισμένο. Έτσι απλά ένα κράτος αναλόγως των πειρατικών ορέξεων επιθετικών κεφαλαίων μπορεί να πτωχεύσει στη βάση μιας φήμης ή ενός 'έτσι θέλω' ακόμα.
Σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές για το χρήμα, στην ΕΕ επιστρέψαμε στην βάρβαρη αντίληψη, ότι για να γίνει μια επένδυση θα πρέπει ήδη να υπάρχει δεδομένη αποταμίευση, δηλαδή να υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι. Επειδή οι πόροι είναι περιορισμένοι και επειδή τα κράτη παρουσιάζουν εγγενή αδυναμία στην αξιοποίηση τους, και επιπροσθέτως, δανειζόμενα αυτά αποκλείουν τις επιχειρήσεις από τον δανεισμό, έχει απαγορευτεί εν πολλοίς οποιαδήποτε δραστηριότητα των κρατών σε επενδυτικές δραστηριότητες πλην εκείνων, και στον ελάχιστο δυνατό βαθμό, που αφορούν στην ασφάλεια, υγεία και παιδεία. Έτσι κάθε κράτος καταδικάζεται σε διαρκή πενία και ανεργία.
Το χρήμα σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές δεν παίζει κανένα ρόλο στην παραγωγή, είναι ένα απλό μέτρο τιμολόγησης, πάντα επιστρέφει στην παραγωγή. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με την ακρογωνιαία παγκόσμια αλήθεια της νεοκλασικής ορθοδοξία, ότι καθώς η ζήτηση ενός αγαθού αυξάνεται και συνεπώς και η τιμή του, αυτό ωθεί τους καταναλωτές να αγοράσουν ένα άλλο προϊόν παρομοίων ιδιοτήτων αλλά σχετικά φθηνότερο. Κατά συνέπεια οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών ούτως ή άλλως θα επιστρέψουν στην παραγωγή. Το γεγονός ότι τα χρήματα των αποταμιεύσεων μπορούν να βρουν δρόμους σε κινητές αξίες και να μην επιστρέψουν στην παραγωγή δεν τους περνά από το μυαλό. Αυτό όμως το αξίωμα με την σειρά του ανοίγει ένα τεράστιο δρόμο σε επικίνδυνους τραπεζικούς δανεισμούς που θέτει την υπόσταση του τραπεζικού συστήματος σε τροχιά καταστροφής με ότι αυτό συνεπάγεται.
Τέλος η κατασκευή του ευρώ, χωρίς κοινό προϋπολογισμό στις Βρυξέλλες, και με μόνη πρόνοια την δημοσιονομική πειθαρχία, δεν έλαβε καθόλου οπ' όψη την παραγωγικότητα κάθε ευρωπαϊκής οικονομίας και έτσι το όλο εγχείρημα, μετά από 12 χρόνια, να καταλήξει με τις χώρες του Νότου σε ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών και με συνιστώμενη θεραπεία την λιτότητα.
Αν τώρα όλα τα παραπάνω δούμε πως έδρασαν πριν και μετά την κρίση, θα καταλάβουμε, και αυτό ισχύει για όλη την Ευρώπη, ότι η δομή του ευρώ δημιούργησε μια τραπεζική φούσκα που καθώς έσκασε μετατράπηκε σε δυσβάστακτο δημοσιονομικό έλλειμμα, και έλλειμμα ισοζυγίου πληρωμών και σε Γερμανική υπεροχή. Η μελέτη των στατιστικών στοιχείων δείχνουν ότι ως το 2008 τα μεγέθη των GIPSCI ή PIIGCS ήσαν διαχειρήσιμα και οι Γερμανικοί ισχυρισμοί ότι ο Νότος είναι αμαρτωλός είναι υποκριτικοί. Οι υποθέσεις που είχαν γίνει για το χρήμα και η οικοδόμηση του ευρώ πάνω σε αυτές τις πρωτόγονες υποθέσεις μας έφεραν ως εδώ. Τελικά το ευρώ ήταν μια τρύπα στο νερό.
Το άσχημο είναι ότι ενώ αυτές τις παραδοχές θα έπρεπε να τις είχαμε αλλάξει, επιμένουμε να τις αποδεχόμαστε, με θεραπείες που επιτείνουν το πρόβλημα της ύφεσης και της ανεργίας ενώ αυτά περί ανάκαμψης, αλήθεια; σε τι βάση και σε ποιους κλάδους; είναι λόγοι ψευδείς.
Ενώ λοιπόν γνωρίζουμε την ουσία της ασθένειας, εμείς, σύμφωνα όμως με το υπόδειγμα μας, χτυπάμε τα συμπτώματα που θα ξαναεμφανιστούν.
Η Ευρώπη λοιπόν θα πρέπει να μάθει ότι 1) το χρήμα είναι βασικό στοιχείο της παραγωγής, της ανάπτυξης, της απασχόλησης. 2) το χρήμα είναι μια κοινωνική σύμβαση. 3) το χρήμα είναι μια ροή. 4) το χρήμα είναι ενδογενές, παράγεται και χάνεται. 5) το επιτόκιο είναι εξωγενές και διανεμητικό όργανο και 5) το χρήμα μπορεί να μην επιστρέψει στην παραγωγή.
Με δεδομένα αυτά, και έχοντας κατά νου ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο υπονόμευσε την διαδικασία αύξησης της ζήτησης και του εθνικού εισοδήματος, μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας και των μισθών, πολιτικά, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να αναζητηθεί η εφαρμογή ενός καινούργιου Κεϋνσιανού μοντέλου.
Με βάση αυτό, η ΕΚΤ να καταστεί κρατική τράπεζα όλων των κρατών, η Γερμανία να εγκαταλείψει την πολιτική πλεονασμάτων με βάση την πίεση της εσωτερικής της ζήτησης ή την μη πραγματοποίηση επενδύσεων σε χώρες ευρωπαϊκές, που έχει εμπορικό πλεόνασμα, και τέλος να υιοθετηθούν αρχές για την δημιουργία ενός μοντέλου συντονισμού μισθών και δημοσιονομικής πολίτικης πανευρωπαϊκά.
Επειδή αυτά θέλουν χρόνο, τις αντιδράσεις δεν τις γνωρίζουμε, η καταστροφή μας είναι δεδομένη, καλόν είναι οι πολιτικοί μας να δουλέψουν πάνω σε ένα εθνικό πρόγραμμα ανόρθωσης με βάση το νέο εθνικό μας νόμισμα και τις επενδυτικές μας προοπτικές
0 Σχόλια