Το ελληνικό εθνικό συμφέρον και ο «εμφύλιος» μεταξύ Ομπάμα και Τραμπ για τη Ρωσία του Πούτιν

Γράφει ο Μιχαήλ Βασιλείου

Η διεθνής ειδησεογραφία κυριαρχείται τις τελευταίες ώρες από την απόφαση του απερχομένου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Μπάρακ Ομπάμα, να προχωρήσει στην επιβολή σημαντικών κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας, τόσο για την φερόμενη ως συνεχή παρενόχληση της διπλωματικής αντιπροσωπείας των ΗΠΑ στη Μόσχα,
όσο και για τη φερόμενη ως ρωσική απόπειρα να επηρεάσει το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, μέσω της αξιοποίησης υποκλοπών ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, στην προσπάθεια να προωθηθεί – υποβοηθηθεί η υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος και τελικά εξελέγη.
Είναι ένα εκ των κορυφαίων θεμάτων, που άπτεται εμφανώς των παγκοσμίων ισορροπιών αλλά και συνιστά προσπάθεια καθορισμού ενός πλαισίου λειτουργίας του επομένου προέδρου, αν και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει εύσχημα, ότι οι κυρώσεις αυτές διευκολύνουν την κυβέρνηση Τραμπ ακόμα και αν έχει αποφασίσει να προχωρήσει σε εξομάλυνση των σχέσεων με τη Μόσχα.
Γεμίζοντας τη διπλωματική του «φαρέτρα» με τετελεσμένα, επί της ουσίας του χαρίζει ανταλλάγματα στις διαπραγματεύσεις που θα πραγματοποιηθούν κρυφά ή φανερά, δηλαδή θα έχει στα χέρια του ανταλλάγματα προς παραχώρηση, σε μια ιδιότυπη διεξαγωγή ενός παιγνίου απέναντιστη Ρωσία, με την αμερικανική πλευρά να παρουσιάζεται με δυο πρόσωπα, του «κακού» (Ομπάμα) και του «καλού μπάτσου» (Τραμπ).
Ωστόσο, όλες οι ενδείξεις συντείνουν ότι στην αμερικανική πρωτεύουσα και εντός του κατεστημένου  παραγωγής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής απέναντι στη Μόσχα, διεξάγεται ένας άτυπος «εμφύλιος», αν και αναφορές που αποτυπώνουν ως «γεράκια» τους Δημοκρατικούς και ως «περιστερές» (υπό την έννοια της επιθυμίας για αποκλιμάκωση στις σχέσεις με τη Μόσχα) τους Ρεπουμπλικάνους, ίσως και αν είναι απλουστευτικές, καθώς η «ρωσική πολιτική» της Ουάσιγκτον αποτελούσε πάντα ένα πεδίο στο οποίο και οι δυο απόψεις εκφραζόντουσαν και στα δυο κόμματα.
Αν θα επιχειρούσε κανείς να αποτυπώσει περιληπτικά – άρα υποχρεωτικά λίγο απλουστευτικά – τη φιλοσοφία πίσω από τις επιλογές της απερχόμενης κυβέρνησης Ομπάμα και των εκπεφρασμένων προθέσεων αυτής που ακολουθεί, του Ντόναλντ Τραμπ, τότε θα μπορούσαν να διακριθούν δυο ξεχωριστές σχολές σκέψεις.
Η πρώτη που εκφράζεται από τον σημερινό ένοικο του Λευκού Οίκου και τη «σκληρή» πρώην υπουργό Εξωτερικών και χαμένη στην κούρσα για τον προεδρικό θώκο, Χίλαρι Κλίντον, η οποία εκτιμά ότι οι οικονομικές κυρώσεις έχουν προκαλέσει σημαντική ζημιά στη ρωσική οικονομία, άρα και στη δυνατότητα της χώρας να επενδύσει άνευ κινδύνου σε νέους εξοπλισμούς και πολεμικές περιπέτειες όπως αυτή στη Συρία.
Κι αυτό διότι προκαλούν περαιτέρω οικονομική αιμορραγία, απειλώντας εξαιρετικά ευαίσθητες ισορροπίες ανάμεσα στο Κρεμλίνο και τους υπόλοιπους πυλώνες εξουσίας στη ρωσική πρωτεύουσα, αλλά και υποσκάπτουν την υψηλή αποδοχή του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν από τον ρωσικό λαό, καθώς εκτιμάται ότι όσο περισσότερο πιέζεται οικονομικά η ρωσική κοινωνία, τόσο φουντώνει η δυσαρέσκεια, η οποία μπορεί να μην ανιχνεύεται με τον τρόπο της αντίδρασης που συναντά κανείς στις κοινωνίες της Δύσης, όμως φέρνει πιο κοντά ένα «σημείο βρασμού και έκρηξης».
Στην ουσία πρόκειται για μια στρατηγική με ανομολόγητο στόχο την «καθεστωτική αλλαγή» στη Ρωσία και ως όπλο προκρίνει όχι το παραδοσιακό στρατιωτικό, το οποίο ιδίως στη σχέση ΗΠΑ-Ρωσίας θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να φέρει την ανθρωπότητα ενώπιον κινδύνου πυρηνικής αντιπαράθεσης, αλλά το οικονομικό, καθώς ολοένα και περισσότεροι ανά τον κόσμο ανακαλύπτουν ότι τα πάντα ξεκινούν και καταλήγουν στο ταμείο…
Για τη σχολή σκέψης αυτή, η ρωσική αδυναμία έχει ήδη φανεί και ασχέτως των μεγαλύτερων αντοχών μιας μαθημένης ρωσικής κοινωνίες σε κακουχίες παντός είδους, η πίεση αυτή θα πρέπει να αυξηθεί, καθώς με τον τρόπο αυτό αποκαλύπτεται μέρα με την ημέρα η πραγματική εικόνα που είναι διαφορετική από αυτή που προβάλει διεθνώς ο μαζικός και ενίοτε αποτελεσματικός ρωσικός προπαγανδιστικός μηχανισμός.
Για τους οπαδούς της σχολής αυτής, η ανακοίνωση του προέδρου Πούτιν για τη μαζική μείωση των αμυντικών δαπανών, σχεδόν κατά 50%, αλλά και η εσπευσμένη απόφαση μείωσης των δυνάμεων στη Συρία, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές, δηλαδή την κατεπείγουσα ανάγκη απεμπλοκής της Μόσχας από τον συριακό εμφύλιο, ώστε να σταματήσει η οικονομική αιμορραγία.
Η δεύτερη σχολή σκέψης είναι αυτή που εκπροσωπείται από τον θεωρούμενο ως φιλορώσο, Ρεπουμπλκάνο νέο πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επιθυμεί την αποκλιμάκωση και σταδιακή αποκατάσταση των σχέσεων της Ουάσιγκτον με τη Μόσχα και την -σε έναν τουλάχιστον βαθμό- συνδιαχείριση των υποθέσεων παγκόσμιας ασφάλειας.
Η σχολή σκέψης αυτή υποκρύπτει δόση από τον παραδοσιακό αμερικανικό απομονωτισμό των Ρεπουμπλικάνων (έχει αποδειχθεί ότι αλλάζει) αλλά και λιγότερο «μεσιανισμό», ένα υπαρκτό χαρακτηριστικό της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής διαχρονικά, την αίσθηση ενός καθήκοντος για προσπάθεια «μεταλαμπάδευσης των αρχών και αξιών των ΗΠΑ» σε όλο τον κόσμο.
Οι οπαδοί αυτής της ανάλυσης των τεκταινομένων ανάμεσα στις διμερείς σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας, βλέπουν με πολύ πιο θετικό μάτι τη Μόσχα, ενώ αντιθέτως εκτιμούν ότι πλέον απειλή νούμερο ένα είναι οι παγκόσμιες φιλοδοξίες και ο περιφερειακός αναθεωρητισμός που επιδεικνύει η Κίνα. Στο πλαίσιο αυτό, η ενεργοποίηση του Χένρι Κίσιντζερ ο οποίος χαίρει μεγάλης εκτίμησης στη Μόσχα, έχει εγείρει υποψίες για το ενδεχόμενο η στρατηγική που σκέφτονται οι σύμβουλοι του Τραμπ απέναντι σε Ρωσία και Κίνα, να είναι η ακριβώς αντίστροφη από αυτή του 1973-74.
Εκείνη την εποχή ο Χένρι Κίσιντζερ πέτυχε να προσεταιριστεί το Πεκίνο στην προσπάθεια απομόνωσης της Μόσχας. Οι ΗΠΑ βρέθηκαν να προσεγγίζουν την Κίνα, στην προσπάθειά τους να απομονώσουν και να εξουδετερώσουν τη Ρωσία. Πλέον, υπό παρατήρηση βρίσκεται το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να μπορέσουν να προσεταιριστούν τη Μόσχα για να απομονώσουν το Πεκίνο…
Σε αυτό το διαμορφούμενο σκηνικό, η ελληνική οπτική επιβάλει την εκτίμηση ποιας από τις δυο στρατηγικές οπτικές εξυπηρετεί καλύτερα το ελληνικό εθνικό συμφέρον, η καταστροφή της ρωσικής οικονομίας και μια ενδεχόμενη καθεστωτική αλλαγή, ή μια νέα περίοδος σχέσεων ύφεσης και στοιχειώδους έστω συνεργασίας ανάμεσα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ.
Όπως έχει υποστηριχτεί κι άλλες φορές σε αναρτήσεις του «defence–point.gr», ως γενική αξιωματική θέση θεωρούμε ότι ισχύει το ότι όταν ΗΠΑ και Ρωσία διατηρούν ένα ικανοποιητικό επίπεδο σχέσεων, το ελληνικό συμφέρον εξυπηρετείται, καθώς απομειώνεται η γεωστρατηγική αξία της Τουρκίας. Την ίδια στιγμή, μια σταθερή ρωσική οικονομία μπορεί καλύτερα να απορροφά ελληνικά προϊόντα. Το μήνυμα είναι σαφές και περισσότερα σχόλια περιττεύουν.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια