1917, 1947 και 2017

Επιχειρείται η υλοποίηση μιας ανατροπής στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ αλλά και η ακύρωσή της, χωρίς πουθενά στον ορίζοντα να προβάλλει η συναίνεση


Γράφει ο Γιώργος Καπόπουλος
Την άνοιξη του 1917 ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Γούντρο Ουίλσον, ο οποίος μόλις είχε επανεκλεγεί για δεύτερη θητεία λίγους μήνες πριν με σύνθημα ότι η χώρα δεν θα στείλει στρατιώτες στην Ευρώπη, αξιοποίησε την οργή της κοινής γνώμης για τη βύθιση του υπερωκεάνιου «Λουζιτάνια» από γερμανικό υποβρύχιο και έτσι η Ουάσιγκτον μπήκε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τα ξεκούραστα στρατεύματα του στρατηγού Πέρσιγκ έκαναν τη διαφορά και συνέβαλαν αποφασιστικά στην ήττα της Γερμανίας και έτσι ο Ουίλσον μπόρεσε να υπαγορεύσει το πλαίσιο μιας νέας τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη και στον κόσμο, με επίκεντρο την Κοινωνία των Εθνών.
Η πρώτη προσπάθεια των ΗΠΑ να εγκαταλείψουν τον απομονωτισμό και να γίνουν επιδιαιτητές-εγγυητές της σταθερότητας στην Ευρώπη ήταν θνησιγενής, καθώς το καλοκαίρι του 1920 η Γερουσία απέρριψε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και έτσι η χώρα επέστρεψε στον απομονωτισμό: Η Κοινωνία των Εθνών ξεκινούσε την πορεία της χωρίς τη χώρα που επέβαλε την ίδρυσή της! Τριάντα χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 1947, ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν, που δύο χρόνια νωρίτερα διαδέχθηκε τον αποθανόντα Φραγκλίνο Ρούζβελτ, υπήρξε πιο τυχερός: Πέτυχε διακομματική στήριξη Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων στο Δόγμα που φέρει το όνομά του αλλά και στο Πρόγραμμα Οικονομικής Βοήθειας προς τη Γηραιά Ήπειρο, που πέρασε στην Ιστορία με το όνομα του τότε υπουργού Εξωτερικών, Μάρσαλ.
Από τότε μέχρι και σήμερα ουδείς στις ΗΠΑ έθεσε εν αμφιβόλω τον ρόλο της χώρας ως ηγέτιδας του «ελευθέρου κόσμου» απέναντι στο σοβιετικό μπλοκ μέχρι το 1989-91 και στη συνέχεια ως μόνης υπερδύναμης με συνολική ευθύνη για τη σταθερότητα και την ασφάλεια του πλανήτη. Ο παγκόσμιος παρεμβατισμός των ΗΠΑ έγινε σταθερά των διεθνών ισορροπιών, με την όποια διαμάχη να αφορά τη μορφή του, αν είναι μονομερής ή αν πρέπει να διαχέεται μέσω συμμαχιών, αν είναι ηγεμονία με την παραδοσιακή έννοια του όρου, η πρωτοκαθεδρία με την αναγκαία ευελιξία ώστε στη χειρότερη περίπτωση στον μετααμερικανικό κόσμο η Ουάσιγκτον να παραμείνει πρώτη μεταξύ ίσων.
Εβδομήντα χρόνια μετά την εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν και του Σχεδίου Μάρσαλ και εκατό χρόνια μετά την προσπάθεια του Ουίλσον για μια θεσμικά κατοχυρωμένη παγκόσμια ευταξία, οι ΗΠΑ και ολόκληρος ο πλανήτης περιμένουν με αγωνία και απορία την είσοδο στον Λευκό Οίκο ενός νέου προέδρου, του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος στην προεκλογική αλλά και στη μετεκλογική ρητορική του υπόσχεται ανατροπές και αλλαγές στις σχέσεις Ουάσιγκτον - Μόσχας, τις διμερείς σχέσεις με το Πεκίνο, με την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ, το Ισραήλ, το Ιράν, αλλά και την εμβάθυνση και θεσμική πλαισίωση μιας οικονομικής παγκοσμιοποίησης, την οποία φιλοδοξεί να θέσει υπό έλεγχο, αν όχι να περιορίσει!
Το ότι τα παραπάνω δεν είναι ρητορική χωρίς αντίκρισμα το πιστοποιεί η κλιμάκωση της σύγκρουσης ανάμεσα στον απερχόμενο Ομπάμα και τον νεοεκλεγέντα Τραμπ, που έχει διαμορφώσει ένα πρωτοφανές στα πολιτικά χρονικά των ΗΠΑ σκηνικό: Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος να κατηγορείται ότι οφείλει τη νίκη του στην παρέμβαση του Κρεμλίνου και των Υπηρεσιών Πληροφοριών της Ρωσίας, και ο απερχόμενος σε λίγες εβδομάδες ένοικος του Λευκού Οίκου να προσπαθεί να δημιουργήσει τετελεσμένα σε όλα τα ανοικτά μέτωπα, ώστε να εμποδίσει ή στη χειρότερη περίπτωση να δυσκολέψει τις αλλαγές και ανατροπές που θα δρομολογήσει ο Ντόναλντ Τραμπ.Με δυο λόγια το 2017 παραπέμπει ταυτόχρονα και στο 1917 και στο 1920 και καθόλου στο 1947. Επιχειρείται η υλοποίηση μιας ανατροπής στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ αλλά και η ακύρωσή της, χωρίς πουθενά στον ορίζοντα να προβάλλει η συναίνεση.

* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια