Αλήθειες και ψέματα για τα δωρεάν δικαιώματα Co2

Γράφει ο Ανδρέας Μηταφίδης

Η ΕΕ έχει εντάξει στους κανονισμούς για το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών (ΕΣΕΔΕ) μηχανισμούς που μετριάζουν το οικονομικό κόστος της κλιματικής πολιτικής για τα πιο ευάλωτα κράτη μέλη, αλλά και τους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας που πλήττονται περισσότερο.

Η Ελλάδα διεκδικεί τη συμμετοχή της σε αυτούς τους μηχανισμούς αποζημίωσης, δεδομένου ότι η οικονομία της μπορεί σίγουρα να χαρακτηριστεί ευάλωτη, καθώς το ΑΕΠ της έχει υποχωρήσει από το 2014 και μετά κάτω από το 60% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που είναι το κριτήριο επιλεξιμότητας σύμφωνα με την πρόταση οδηγίας που κατέθεσε η Επιτροπή Περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτύχει στην κλιματική πολιτική, η Ελλάδα παραμένει μεταξύ των κρατών της ΕΕ με σημαντική εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα, που προβλέπεται ότι πρέπει να λάβουν υποστήριξη:

Το ηλεκτροπαραγωγικό μίγμα της χώρας το 2015 περιλάμβανε 48% λιγνίτες, 18% φυσικό αέριο και 10% πετρέλαιο.

Το αίτημα της Ελλάδας να λάβει υποστήριξη ενισχύεται και από τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της χώρας: η χώρα βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της ΕΕ, με περιορισμένη πρόσβαση σε διασυνοριακά δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας , αλλά και σε μια περιοχή όπου – εκτός από την Ιταλία – όλες οι άλλες χώρες είτε δεν είναι ενταγμένες στο ΕΣΕΔΕ (Αλβανία, Σερβία, Τουρκία κ.λπ.) είτε δικαιούνται τις παραπάνω αποζημιώσεις (Βουλγαρία, Κροατία, Ρουμανία κ.λπ.), με αποτέλεσμα να αποκτούν ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι της χώρας μας. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει μια πληθώρα από απομονωμένα νησιά που βασίζονται στο πετρέλαιο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Ο εκσυγχρονισμός των ενεργειακών υποδομών, η ανάπτυξη ΑΠΕ στα νησιά και η διασύνδεσή τους με το ηπειρωτικό δίκτυο απαιτεί χρηματοδοτικούς πόρους που η Ελλάδα αδυνατεί να συγκεντρώσει υπό τις σημερινές συνθήκες.

Παρερμηνείες

Σε αντίθεση με δημοσιεύσεις στον Τύπο και το Διαδίκτυο η Ελλάδα δεν επιδιώκει να λάβει μια καταχρηστική εξαίρεση από το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών (δηλ. στην ουσία από την υποχρέωση να πληρώνει για τους ρύπους που εκπέμπει), προκειμένου να αυξήσει τη συμμετοχή του λιγνίτη στην παραγωγή ενέργειας. Αυτός ο ισχυρισμός δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα και βασίζεται σε μια σειρά παρανοήσεων και παρερμηνειών.

Η Ελλάδα όντως έχει ένα γερασμένο στόλο λιγνιτικών μονάδων παραγωγής ενέργειας, αλλά –αντίθετα με τα λεγόμενα– δεν προσπαθεί επουδενί να «αναβιώσει το λιγνιτικό της μοντέλο». Στην πραγματικότητα οι αποσύρσεις μονάδων ορυκτών καυσίμων στην Ελλάδα την τελευταία διετία ανέρχονται σε 791 MW, από τα οποία 418 MW είναι λιγνιτική ισχύς, ενώ έχει προγραμματιστεί η περαιτέρω απόσυρση 3.304 MW συμβατικής ισχύος εντός της επόμενης δεκαετίας, εκ των οποίων 2.253 MW αντιστοιχούν σε λιγνιτικές μονάδες. Όσον αφορά το ηλεκτροπαραγωγικό μείγμα, η χρήση λιγνίτη μειώθηκε κατά 40% την περίοδο 2005-2015, ενώ η συμμετοχή των ΑΠΕ αυξήθηκε κατά ένα διόλου ευκαταφρόνητο 400%, φτάνοντας τις 10.000 GWh.

Το μερίδιο του λιγνίτη και οι επιδόσεις στη μείωση των ρύπων

Η ΔΕΗ συχνά κατηγορείται ότι είναι «κολλημένη» στον λιγνίτη. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα στοιχεία: Παρότι η ΔΕΗ έχει μακρά παράδοση στην αξιοποίηση του λιγνίτη, το μερίδιο του λιγνίτη στο χαρτοφυλάκιο πωλήσεων της εταιρείας ήταν 35% το 2015, έναντι περίπου 60% πριν μια δεκαετία και 75% πριν μια εικοσαετία. Πού είναι λοιπόν η οπισθοδρομικότητα;

Το γεγονός που συνήθως παραβλέπεται είναι ότι η Ελλάδα είναι από τις χώρες με τις καλύτερες επιδόσεις ως προς τη μείωση των ρύπων σε επίπεδο ΕΕ, όπως διαπιστώνει η Κομισιόν στη σχετική αναφορά προόδου για το 2015. Στο διάστημα 2005-2015, η χώρα πέτυχε μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 31%, περισσότερο από τρεις (3) φορές πάνω από τον εθνικό στόχο.

Πρόοδος στις ΑΠΕ

Σημαντική πρόοδος έχει επιτευχθεί και στις ΑΠΕ, καθώς έως τώρα έχουν αδειοδοτηθεί 30.000 MW, από τα οποία 4.763 MW ήταν σε λειτουργία στο ελληνικό σύστημα μεταφοράς τον Μάρτιο του 2015, ενώ μέχρι το 2023 ο αντίστοιχος αριθμός αναμένεται να φτάσει τα 6.773 MW, δηλαδή πάνω από το ένα τρίτο της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος της χώρας, σύμφωνα με τη μελέτη επάρκειας του συστήματος από τον ΑΔΜΗΕ. Στην ίδια μελέτη, το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής το 2023 αναμένεται να περιλαμβάνει 56% ΑΠΕ και 14% λιγνίτη.

Ο ορίζοντας του 2030

Στον εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό με ορίζοντα το 2030, προβλέπεται καθαρή μείωση της λιγνιτικής παραγωγής κατά 59% και των εκπομπών από λιγνιτικές μονάδες κατά 62%. Ο συνολικός στόχος μείωσης εκπομπών είναι 55%, αρκετά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό στόχο για μείωση κατά 43% σε σχέση με τα επίπεδα του 2005. Ο εθνικός σχεδιασμός αποσκοπεί στην απευθείας υποκατάσταση του λιγνίτη από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ως βασικό καύσιμο, χωρίς να μεσολαβήσει μια φάση «φυσικού αερίου», που θα σήμαινε εξάρτηση μιας χώρας με οικονομικές δυσκολίες από ένα εισαγόμενο καύσιμο.

Οι μαζικές αποσύρσεις συμβατικών μονάδων και η αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ αποτελούν απειλή για την ενεργειακή ασφάλεια του συστήματος, λόγω της αστάθειας της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το βασικό πρόβλημα, απαιτούνται πόροι για τον εκσυγχρονισμό των δικτύων μεταφοράς και διανομής, τη διασύνδεση των νησιών ώστε να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη επιπλέον ΑΠΕ και να μειωθεί η καύση πετρελαίου, αλλά και τη διαθεσιμότητα επαρκούς εφεδρικής ισχύος από συμβατικές τεχνολογίες τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Προς αυτές τις ανάγκες πρέπει να κατευθυνθεί η χρηματοδότηση από τους μηχανισμούς αποζημίωσης που προβλέπονται για τη στήριξη των πιο ευάλωτων κρατών.

Λανθασμένος ισχυρισμός

Τέλος, είναι εντελώς λάθος ο ισχυρισμός ότι η Ελλάδα θα χρησιμοποιήσει δωρεάν δικαιώματα για να κατασκευάσει τη μονάδα Πτολεμαΐδα V. Όπως προβλέπεται ρητά από την ευρωπαϊκή οδηγία, τα δωρεάν δικαιώματα επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν μόνο για τη χρηματοδότηση νέων έργων μετά το 2021 τα οποία πρέπει να συμβάλλουν στο εκσυγχρονισμό των ενεργειακών υποδομών και στην ανάπτυξη των ΑΠΕ. Σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν δωρεάν δικαιώματα για να καλυφθούν λειτουργικά έξοδα υπαρχουσών ή μελλοντικών μονάδων.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η Ελλάδα όχι μόνο δεν κοιτάζει προς τα πίσω, αλλά, αντίθετα, έχει να επιδείξει καλύτερες επιδόσεις στην κλιματική πολιτική από τους περισσότερους εταίρους της, ενώ έχει καταρτίσει και ένα φιλόδοξο σχεδιασμό για το μέλλον. Συμφωνούμε απόλυτα με τη δήλωση του ευρωβουλευτή Gerben-Jan Gerbrandy ότι «η ακεραιότητα στη διαχείριση και η ξεκάθαρη στόχευση στη μετάβαση σε βιώσιμες ενεργειακές υποδομές είναι κεντρικής σημασίας». Με αυτό ακριβώς το σκεπτικό, το αίτημα για παροχή στήριξης από την ΕΕ σε ευάλωτες οικονομικά χώρες, που εντούτοις έχουν ήδη πετύχει αξιέπαινες μειώσεις εκπομπών, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί εύλογο και δίκαιο. Η διασφάλιση ίσων όρων για τα κράτη μέλη της ΕΕ που βρίσκονται σε δυσχερή θέση είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη συμβολή όλων στην κοινή κλιματική πολιτική.

* Ο Ανδρέας Μηταφίδης, είναι διευθυντής της Διεύθυνσης Διαχείρισης Ενέργειας

Πηγή: tvxs.gr

** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια