Η ύφεση κάνει κακό στην υγεία αλλά όχι κατ' ανάγκη στο προσδόκιμο ζωής

Η οικονομική ύφεση είναι επιβλαβής κυρίως την ψυχική υγεία, ενώ για την σωματική μπορεί να παρατηρηθεί έως και αύξηση του προσδόκιμου ζωής, υποστηρίζουν δύο Έλληνες ερευνητές σε άρθρο που δημοσίευσαν στο επιστημονικό έντυπο British Medical Journal.

Η μελέτη είναι η πρώτη που προχωρά συστηματικά σε ολοκληρωμένη αξιολόγηση όλων των έως τώρα ερευνών σχετικά με τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης πάνω στην υγεία των ανθρώπων.

Ο καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια Γιάννης Ιωαννίδης και η Δρ Χαριτίνη Σταυροπούλου της Σχολής Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, ανέλυσαν 41 έρευνες, από τις οποίες οι περισσότερες αφορούσαν την Ισπανία (10), την Ελλάδα (9) και τη Μ. Βρετανία (7), καλύπτοντας τα χρόνια της οικονομικής κρίσης (2008-2015).

Από την ανάλυση των δεδομένων, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η οικονομική κρίση αυξάνει σημαντικά τα ποσοστά αυτοκτονιών, ιδίως μεταξύ των ανδρών (κυρίως των ανέργων), ενώ δεν παρατηρείται ανάλογη αύξηση στις αυτοκτονίες γυναικών. Επίσης, η κρίση συνδέεται με αύξηση των ψυχικών παθήσεων, όπως η κατάθλιψη, ιδίως στις γυναίκες.

Από την άλλη όμως, διαφαίνεται μια διαφορετική εικόνα αναφορικά με τη θνησιμότητα, η οποία δεν επηρεάζεται ή ακόμη και μειώνεται στα χρόνια της κρίσης. Κάτι τέτοιο παρατηρήθηκε επίσης κατά την μεγάλη ύφεση στις ΗΠΑ των ετών 1929-39, όταν το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε, αλλά δεν συνέβη στην μετακομμουνιστική Ρωσία της περιόδου 1989-94, όταν το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε.

Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι αυτή η θετική εξέλιξη πιθανώς οφείλεται στο ότι, λόγω της οικονομικής στενότητας, οι άνθρωποι αναγκάζονται να ζουν πιο λιτά και -τελικά- πιο υγιεινά.

Η μελέτη δείχνει επίσης ότι η ύφεση εντείνει τις ανισότητες και επιδρά πιο αρνητικά στην υγεία των μεταναστών, ιδίως των παράτυπων που δεν έχουν κοινωνική ασφάλιση. Η υγεία τους επιδεινώνεται περισσότερο σε σχέση με την υγεία των ντόπιων στη διάρκεια της ύφεσης.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι, για διάφορους λόγους, σχεδον όλες (συνολικά το 96%) οι σχετικές μελέτες χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό μεροληψίας, συνεπώς τα συμπεράσματά τους πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με σχετική επιφύλαξη. Γι' αυτό, οι ερευνητές ζητούν να υπάρξουν περισσότερες και κυρίως καλύτερες εμπειρικές μελέτες πάνω στο ζήτημα.

Επιμέλεια: Μαίρη Μπιμπή
Πηγή: health.in.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ

* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια